Επιμέλεια: Δημήτρης Στεμπίλης
Στον ακαδημαϊκό χώρο και όχι μόνο, δεν αποτελεί αυτονόητη συνθήκη ότι ο καλός επιστήμονας-ερευνητής είναι ταυτόχρονα και καλός δάσκαλος, δηλαδή αυτός που θα μεταδώσει τη γνώση τεκμηριωμένα, θα διδάξει τις σύγχρονες τάσεις στην επιστήμη του και με τη διδακτική του επάρκεια και μέθοδο θα εμπνεύσει τους φοιτητές του ανοιγοντας νέους δρόμους σκέψης. Με αφορμή τη βράβευσή της με το βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας στου Πανεπιστημίου Κρήτης «Στέλιος Πηχωρίδης» στην Καθηγήτρια Γλωσσολογίας, κα Έλενα Αναγνωστοπούλου, βρεθήκαμε στην πανεπιστημιούπολη στο Γάλλο Ρεθύμνου και συζητήσαμε για τη διδασκαλία, τη γλώσσα, τις ανθρωπιστικές σπουδές και τον Τσόμσκι…
Τι σημαίνει για εσάς καλό διδακτικό έργο στις πανεπιστημιακές αίθουσες;
Καλό διδακτικό έργο στις πανεπιστημιακές αίθουσες είναι για μένα να καταφέρω να εμπνεύσω τα παιδιά, να τα κάνω να αγαπήσουν όχι μόνο το αντικείμενο που διδάσκω, αλλά την ίδια τη διαδικασία της γνώσης. Να καταλάβουν ότι το σημαντικότερο είναι να μάθουν να θέτουν ερωτήματα και όχι τόσο να απαντούν στα ερωτήματα. Να κατανοήσουν ότι δεν βρισκόμαστε και δεν θα φτάσουμε στο τέλος της επιστήμης. Ότι δεν υπάρχουν οριστικές απαντήσεις. Και να μάθουν να παρατηρούν, να ανησυχούν, να ρωτούν και να αμφισβητούν. Αυτό είναι για μένα το καλό πανεπιστημιακό μάθημα. Ένα τέτοιο μάθημα προσπαθώ γενικά να πετύχω, και προσαρμόζω τους στόχους μου ανάλογα με το σε ποιον απευθύνομαι.
Για τους πρωτοετείς και τα μεγάλα αμφιθέατρα, το στοίχημα στα μαθήματά μου, τα οποία είναι σε μια πολύ διαφορετική λογική από αυτή των φιλολογικών μαθημάτων, είναι να κάνω τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να κατανοήσουν ότι η γλώσσα και η γνώση που έχουμε για τη γλώσσα δεν είναι αντικείμενα αυτονόητα. Οι φοιτητές δεν έχουν προβληματιστεί ποτέ πάνω στο τι σημαίνει να μιλώ και να κατανοώ τη μητρική μου γλώσσα και πώς μπορώ να διεισδύσω σε αυτό το ασυνείδητο είδος γνώσης που έχω για τη γραμματική της γλώσσας μου. Στόχος μου είναι να κατανοήσουν ότι πρόκειται για ένα διαφορετικό αντικείμενο και μία διαφορετική οπτική σε σχέση με όσα γνωρίζουν μέχρι σήμερα, και ότι η γλωσσολογία τους δίνει την ευκαιρία να διδαχθούν τι σημαίνει επιστημονική προσέγγιση σε ένα αντικείμενο που θεωρούν αυτονόητο μέρος του εαυτού τους. Στην γλωσσολογία ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε το αντικείμενό μας είναι επιστημονικός, δηλ. παρατηρούμε τα γλωσσικά δεδομένα, τις προτάσεις που εκφέρουμε και ακούμε, οδηγούμαστε σε γενικεύσεις, διατυπώνουμε υποθέσεις και προβλέψεις, οι προβλέψεις μας επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται και προχωράμε.
Στα πιο προχωρημένα μαθήματα η μεγάλη ικανοποίηση είναι να ανακαλύπτω παιδιά με ταλέντο. Όλοι οι φοιτητές με τους οποίους δουλεύω στα μαθήματα της κατεύθυνσης γλωσσολογίας και οι μεταπτυχιακοί θα πρέπει να κατανοήσουν ότι είναι απαραίτητο να παρακολουθούν το μάθημα, να συμμετέχουν, και τότε θα κατανοήσουν το αντικείμενο ή θα το αγαπήσουν, ο καθένας στο δικό του επίπεδο και ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του. Αλλά υπάρχουν πάντα φοιτητές που έχουν ιδιαίτερη κλίση στο αντικείμενο, και η επιτυχία του δασκάλου είναι να το δει και να το ενθαρρύνει. Οι νέοι άνθρωποι πολλές φορές δεν αναγνωρίζουν τις ικανότητες και τα ταλέντα τους, ενώ εμείς είμαστε σε θέση να τα διακρίνουμε.
Πώς είναι να αναγνωρίζεται το διδακτικό έργο ενός επιστήμονα στην περίοδο της πανδημίας, , όπως στη δική σας περίπτωση με το βραβείο «Στέλιος Πηχωρίδης»;
Η αναγνώριση της δουλειάς μας είναι πάντα σημαντική, είτε έχουμε πανδημία είτε δεν έχουμε. Η αναγνώριση της διδακτικής δουλειάς είναι διπλά σημαντική, επειδή πρόκειται για αθόρυβη προσφορά που κάνουν όλοι οι συνάδελφοι, και με μεγάλη αφοσίωση σε δύσκολες συνθήκες, και η οποία συχνά περνάει απαρατήρητη. Νιώθεις ικανοποίηση όταν το πανεπιστήμιό σου σου κάνει αυτή την τιμή. Γιατί κάπως συνέβη αυτό το βραβείο. Ίσως κάποιοι φοιτητές ή συνάδελφοι -δεν ξέρω πώς έγινε ακριβώς στη δική μου περίπτωση- πρόσεξαν ορισμένα πράγματα και τα εκτίμησαν, κι αυτό μου έδωσε χαρά.
Η πανδημία ήταν δύσκολη για όλους. Δεν ήταν μόνο η πανδημία δύσκολη. Το μεγάλο πρόβλημα νομίζω είναι η κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών και επιστημών, κάτι ανεξάρτητο από την πανδημία, η οποία βεβαίως το επιδείνωσε. Το να εξακολουθεί να μπορεί κανείς να έχει ποιότητα στη δουλειά του, να δίνει όραμα στους νέους ανθρώπους που νιώθουν ότι είναι αποκλεισμένοι από παντού, και αυτό να αναγνωρίζεται είναι κάτι σημαντικό.
‘‘Είχα την ευκαιρία στη ζωή μου να βρεθώ στο περιβάλλον του ΜΙΤ αρκετές φορές και είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Τσόμσκι. Η επαφή με τον Τσόμσκι και τους μαθητές του με δίδαξε τι σημαίνει να είναι κανείς μεγάλος διανοητής και δάσκαλος. Οι μεγάλοι διανοητές και δάσκαλοι είναι πολύ απλοί άνθρωποι’’
Στην Ελλάδα, γνωρίζουμε τι είναι η γλωσσολογία;
Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος δεν γνωρίζει τι είναι πραγματικά η γλωσσολογία. Όταν σε ρωτούν με τι ασχολείσαι και λες «είμαι γλωσσολόγος», σε ρωτούν πόσες γλώσσες ξέρεις ή αναφέρονται στα λεξικά. Στην πραγματικότητα, η γλωσσολογία βρίσκεται πίσω από την πολύ μεγάλη επανάσταση των γνωσιακών επιστημών και αυτό βέβαια συνδέεται με τον Νόαμ Τσόμσκι που σφράγισε αυτή την επανάσταση. Ακόμα και οι επιστήμονες στο χώρο μας που δεν δέχονται τη θεωρία του Τσόμσκι, έχουν ωστόσο ως σημείο αναφοράς τους την άποψή του, για να διαφωνήσουν μαζί του.
Από την άλλην πλευρά, είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς στο ευρύ κοινό τι ακριβώς ενδιαφέρει τη σύγχρονη γλωσσολογία, με ποιους τρόπους πραγματοποιείται η έρευνα στη γλώσσα και ποιοι είναι οι στόχοι της. Και πρέπει να πω ότι φταίμε οι γλωσσολόγοι που δεν προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε με απλό και κατανοητό τρόπο τι μας απασχολεί. Επειδή πρόκειται για μια αφηρημένη επιστήμη, οι περισσότεροι γλωσσολόγοι δεν μπαίνουν στον κόπο να προσπαθήσουν να τη γνωρίσουν στον κόσμο. Στην Ελλάδα πάντως υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας γλωσσολόγος που επιχειρεί να το κάνει, και πετυχημένα. Κι αν θέλετε μπορώ να σας πω το όνομά του. Λέγεται Φοίβος Παναγιωτίδης.
Τέλος, γλωσσολογία και η ψηφιακή εποχή, ανθρωπιστικές σπουδές και 4η βιομηχανική Επανάσταση.
Ο γλωσσολόγος έχει το ίδιο πρόβλημα που έχουν όσοι ασχολούνται με τις ανθρωπιστικές σπουδές. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι δεν έχει νόημα να ασχολείται κανείς με τη γλώσσα και να χρηματοδοτείται αυτή η έρευνα, ιδιαίτερα η έρευνα στη θεωρητική γλωσσολογία, η οποία δεν έχει άμεσα και απτά αποτελέσματα.
Σας θεωρούν τη Γενετική των ανθρωπιστικών σπουδών
Κοιτάξτε να δείτε, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Και μάλιστα τώρα δουλεύω σε ένα πρότζεκτ -μάλλον προσπαθώ να δουλέψω σε ένα πρότζεκτ- που μου θέτει το ερώτημα διαρκώς. Η έρευνά μας, η οποία είναι ποιοτική, θα πρέπει να συνδυαστεί με ποσοτικές προσεγγίσεις. Οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα, μας θέτουν καθημερινά το ερώτημα σε ποιο βαθμό μπορούμε με την γνώση και την οπτική μας να ερμηνεύσουμε ποσοτικά αποτελέσματα και να κατευθύνουμε ποσοτικές έρευνες, πώς μπορούμε να συνδυάσουμε την έρευνά μας με τις δυνατότητες που προσφέρει η ψηφιακή εποχή, πώς τελικά θα επικοινωνήσουμε με τις άλλες επιστήμες και δεν θα απομονωθούμε.
(υπάρχει σχέση μεταξύ βιολογίας και γλωσσών;)
Υπάρχει άμεση σχέση σε δύο επίπεδα, στο πώς γεννήθηκε η γλώσσα στον άνθρωπο σαν βιολογικό είδος, αλλά και σε ό,τι αφορά τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ εξέλιξης των ειδών και των μεταβολών των γλωσσών στο χρόνο. Είμαι πολύ ευτυχής που έχω τη δυνατότητα αυτή την εποχή να συνεργάζομαι με συναδέλφους από τις επιστήμες της ζωής, την υπολογιστική και εξελικτική βιολογία στο Ηράκλειο, επειδή αυτή η συνεργασία έχει ανοίξει νέους δρόμους στον τρόπο που σκέπτομαι και βλέπω τη γλώσσα. Βεβαίως, υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές στον τρόπο που μπορούμε να μελετήσουμε την εξέλιξη των γλωσσών, σε σχέση με την μελέτη της εξέλιξης των ειδών. Οι βιολόγοι στηρίζονται σε γενετικό υλικό, το οποίο μεταφέρεται από τη μια γενιά στην άλλη με μηχανισμούς που γνωρίζουν. Στις γλώσσες τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Δεν γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για τους μηχανισμούς και τους τρόπους μεταφοράς της γλώσσας από γενιά σε γενιά, ενώ ταυτόχρονα οι γλώσσες ανακατεύονται μεταξύ τους όταν έρχονται σε επαφή και επηρεάζει η μία την άλλη. Δεν μπορούμε λοιπόν απλά να υποθέσουμε ότι η γραμματική της προηγούμενης γενιάς κληρονομείται στην επόμενη γενιά με έναν απλό τρόπο. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα στο πώς θα πάμε πίσω στο χρόνο, ώστε να ανακατασκευάσουμε την ιστορία των γλωσσών. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα πρόκληση.