Ο Νίκος Δασκαλάκης, πρόεδρος των εμπόρων λαϊκής αγοράς Ρεθύμνου αποτυπώνει την εικόνα που επικρατεί τους τελευταίους μήνες, τις δυσκολίες εμπόρων και παραγωγών και τις σταδιακά μειωμένες αγορές των καταναλωτών
Αισθητά μειωμένη είναι η αγοραστική κίνηση στις λαϊκές αγορές του Ρεθύμνου τις πρώτες μέρες του 2025, με την παρελθούσα εορταστική περίοδο να ενισχύει προσωρινά εμπόρους και παραγωγούς, αλλά όχι στον βαθμό που αναμενόταν. Η γενικότερη ακρίβεια, οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών και η χαμηλή αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχουν θέσει σοβαρά ζητήματα βιωσιμότητας για αρκετούς πάγκους εμπόρων, με ένα ποσοστό 20-25% αυτών να σταματούν προσωρινά την εμπορική τους δραστηριότητα στις τοπικές, λαϊκές αγορές. Το υψηλό κόστος παραγωγής και η ανάγκη για αποφυγή νέων ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα έχουν δημιουργήσει δυσμενείς συνθήκες το τελευταίο εξάμηνο, με τα προβλήματα να ξεκινούν από τη «ρίζα» του πρωτογενή τομέα. Οι πελάτες προχωρούν σε αγορές μικρότερης κλίμακας σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, συναντώντας μάλιστα πολλές φορές δυσκολίες ακόμα και στην κάλυψη βασικών καταναλωτικών αναγκών.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), τον Δεκέμβριο του 2024, 9 από τις 23 κατηγορίες προϊόντων παρουσίασαν αύξηση τιμών, όλες εκ των οποίων αφορούσαν είδη διατροφής. Συνολικά, ενώ παρατηρείται μια γενική τάση σταθεροποίησης ή και μείωσης των τιμών σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές ανατιμήσεις σε συγκεκριμένα προϊόντα, επηρεάζοντας το ευρύτερο επίπεδο τιμών και τον πληθωρισμό στη χώρα. Οι ανατιμήσεις αυτές ωστόσο, σύμφωνα με όσα δήλωσε στα «Ρ.Ν.» ο Νίκος Δασκαλάκης, πρόεδρος των εμπόρων λαϊκής αγοράς Ρεθύμνου, δεν περνούν στους καταναλωτές, αλλά το μεγαλύτερο βάρος τους το επωμίζονται οι έμποροι και κυρίως οι παραγωγοί. «Πέρυσι και πρόπερσι εμείς ψωνίζαμε φθηνότερα τις πρώτες ύλες για να παράξουμε, ενώ το τελευταίο εξάμηνο έχουμε μία αύξηση 30%, η οποία ωστόσο δεν έχει περάσει στην τελική τιμή των προϊόντων. Μάλιστα, κάποια από αυτά μπορείς να τα βρεις και σε φθηνότερες τιμές», ανέφερε ο κ. Δασκαλάκης.
Εντούτοις, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat σε γενικές γραμμές, οι τιμές των τροφίμων παρουσίασαν ελαφρά μείωση σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, γεγονός που οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων, όπως η σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η ομαλοποίηση της αγοράς σε διεθνές επίπεδο. «Στη λαϊκή οι τιμές μένουν σταθερές και μειωμένες σε σχέση με προηγούμενες χρονιές», συμπλήρωσε ο κ. Δασκαλάκης.
Φθηνά προϊόντα – Περιορισμένες αγορές
Αρκετό κόσμο θα συναντήσει κανείς στην τοπική λαϊκή αγορά στο πάρκινγκ των τεσσάρων Μαρτύρων, χωρίς ωστόσο αυτή η κίνηση να μεταφράζεται σε αγορές τροφίμων και προϊόντων που καταλήγουν στις σακούλες των καταναλωτών. Οι ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τόνωσαν προσωρινά την τοπική λαϊκή αγορά, χωρίς όμως να εκπληρώνουν τις προσδοκίες των εμπόρων, οι οποίοι βλέπουν σταδιακά μειώσεις χρόνο με τον χρόνο στο καταναλωτικό ενδιαφέρον. «Τις ημέρες των γιορτών κινηθήκαμε λίγο καλύτερα, αλλά όχι όπως περιμέναμε» ανέφερε ο κ. Δασκαλάκης, ενώ στη συνέχεια πρόσθεσε: «Τις πρώτες ημέρες μετά τις γιορτές η κίνηση είναι πολύ υποτονική και πεσμένη. Ο κόσμος δυσκολεύεται οικονομικά, ενώ μπορούν να έρθουν στην λαϊκή και να επιλέξουν φρέσκα προϊόντα σε ό,τι τιμές θέλει ο κάθε καταναλωτής, τα πράγματα που ψωνίζουν είναι πολύ λίγα. Τα οικονομικά θέματα του κόσμου τον ζορίζουν ακόμα και από το να αγοράσει τα απαραίτητα».
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, τον Δεκέμβριο του 2024 καταγράφηκε για πρώτη φορά μετά την πανδημία αρνητικός πληθωρισμός στα τρόφιμα στην Ελλάδα, με ποσοστό -0,2%, γεγονός που αποτελεί θετική εξέλιξη, ωστόσο η αγορά παραμένει ευμετάβλητη και πιεσμένη. Κατά γενική ομολογία, στη λαϊκή αγορά εντοπίζονται προϊόντα σε χαμηλές τιμές, όπως φρούτα και λαχανικά, τα οποία βρίσκονται πλέον ανάμεσα στις κατηγορίες τροφίμων, που έχουν μετατραπεί σε είδη πολυτελείας για αρκετά νοικοκυριά. Οι αποκλίσεις σε σύγκριση με τις μεγάλες αλυσίδες των σούπερ μάρκετ και άλλα τοπικά καταστήματα είναι μεγάλες, με τον κ. Δασκαλάκη να υποστηρίζει ότι υπάρχει διαφορά τόσο σε ποιότητα, όσο και σε τιμή. «Στη λαϊκή δεν έχουμε ακριβά προϊόντα, αν συγκρίνουμε τις τιμές της λαϊκής με τα υπόλοιπα καταστήματα, συναντάμε τιμές στο 50% φθηνότερες από τις τιμές των μεγάλων αλυσίδων. Η λαϊκή δίνει τη δυνατότητα τόσο για φθηνά προϊόντα, όσο και για προϊόντα υψηλής ποιότητας», σημείωσε μεταξύ άλλων ο κ. Δασκαλάκης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι καταναλωτές οδηγούνται σε αυξημένες αγορές.
1 στους 5 εμπόρους εγκαταλείπει τον πάγκο του
Σημαντικό αντίκτυπο στη λαϊκή αγορά έχουν τα προβλήματα των παραγωγών, με πολλούς μάλιστα από τους εμπόρους να αναλαμβάνουν την καλλιέργεια των τροφίμων που βρίσκονται στους πάγκους τους. Ο πρωτογενής τομέας δεινοπαθεί, εξαιτίας του ακριβού κόστους παραγωγής, ωστόσο οι τιμές των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές διατηρούν μία σταθερότητα το τελευταίο εξάμηνο. Μάλιστα, όπως ανέφερε ο κ. Δασκαλάκης: «Στη λαϊκή οι τιμές μένουν σταθερές και μειωμένες σε σχέση με προηγούμενες χρονιές». Τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής συνδέονται με τα αυτά του εμπορίου, με τις αυξήσεις στα ενεργειακά κόστη και τις λειτουργικές ανάγκες της παραγωγής να έχουν φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα τα τελευταία χρόνια. «Οι παραγωγοί επίσης δυσκολεύονται και έχουν υποστεί όλες τις αυξήσεις σε λιπάσματα, ενεργειακά κόστη και καύσιμα. Οι παραγωγοί της λαϊκής, αλλά και γενικότερα στον πρωτογενή τομέα δεν μπορούν να καλλιεργήσουν και να παράξουν εξαιτίας του πολύ ακριβού κόστους παραγωγής. Τα προβλήματα είναι αλληλένδετα και ξεκινούν από τη ρίζα».
Κενοί πάγκοι και σμίκρυνση της αγοράς είναι επίσης μία εικόνα που αποτυπώνεται τον τελευταίο καιρό σε τοπικό επίπεδο, με αρκετούς συναδέλφους του κ. Δασκαλάκη να εγκαταλείπουν τη λαϊκή, σε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης και επιβίωσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αποστασιοποίηση των εμπόρων είναι προσωρινή, αλλά υπάρχουν και περιστατικά οριστικής απομάκρυνσης. «Υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τους πάγκους τους, γιατί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα μεγάλα κόστη. Αυτήν την περίοδο το 20-25% των παραγωγών και των εμπόρων δεν έρχονται στις λαϊκές, έχουν αποστασιοποιηθεί προσωρινά και ενδεχομένως να επανέλθουν αργότερα, αν βρουν τρόπους να συνέλθουν οικονομικά. Πιθανό να σταματήσουν και τελείως. Αυτό το φαινόμενο συναντάται τον τελευταίο ένα χρόνο».
Το ελαιόλαδο εντείνει τις πιέσεις
Το υψηλό κόστος παραγωγής ελαιολάδου δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στην τοπική αγορά, καθώς από τη μία πλευρά οι παραγωγοί προσπαθούν να βγάλουν ένα υποτυπώδες κέρδος και από την άλλη οι έμποροι επιχειρούν να διατηρήσουν τις τιμές λιανικής σε προσιτά επίπεδα. Ο κ. Δασκαλάκης, όντας ο ίδιος και παραγωγός ανέφερε στα «Ρ.Ν.»: «Το κόστος παραγωγής ελαιολάδου είναι τεράστιο. Τα μεροκάματα για τους εργάτες ήταν στα 70 ευρώ, δεν βρίσκαμε εργάτες, τα λιπάσματα έχουν ανατιμήσεις στο 20% παραπάνω από πέρυσι. Οι τιμές του ελαιολάδου κυμαίνονται από 4 έως 4,30, ενώ πέρυσι τέτοια εποχή το λάδι είχε 9,5. Έχουν διπλασιαστεί και τα μεροκάματα στους εργάτες, αλλά και το κόστος των προϊόντων που χρειαζόμαστε για να καλλιεργήσουμε».