Ο καθηγητής Βιοψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιώργος Παναγής, αναλύει στα «Ρ.Ν.» τον μηχανισμό της εξάρτησης και επισημαίνει πως σύμφωνα με τη νευροεπιστήμη το βήμα για αλλαγή είναι εφικτό
Από τα 12 έως 25 έτη οι πιο ευάλωτες ηλικίες
Η εξάρτηση σε μια ουσία ή συμπεριφορά συνιστά κατά τους επιστήμονες μια περίπλοκη χρόνια υποτροπιάζουσα διαταραχή του εγκεφάλου αποτελώντας ταυτόχρονα ένα διαχρονικό κοινωνικό ζήτημα. Η τοξικομανία ενδέχεται να δίνει στο άτομο την ψευδαίσθηση προστασίας από τη σκληρότητα της καθημερινότητας και των αλλοτριωμένων ανθρώπινων σχέσεων, στην πραγματικότητα όμως ο εξαρτημένος καταλήγει να δημιουργεί την προσωπική του φυλακή, χάνοντας τον έλεγχο των πραγματικών του επιθυμιών και αναγκών, όντας υποχείριο του εθισμού του.
Ως εξάρτηση η σύγχρονη επιστήμη αναγνωρίζει τον εθισμό σε ουσίες όπως ναρκωτικά, αλκοόλ αλλά και σε καταστάσεις όπως ο τζόγος, το διαδίκτυο κ.ά. και όπως εξήγησε στα «Ρ.Ν.» ο Γιώργος Παναγής καθηγητής Βιοψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας, Πανεπιστημίου Κρήτης ο εθισμός δεν αποτελεί απλώς μια συνέπεια προσωπικών επιλογών όπως έχει επικρατήσει στην κοινή αντίληψη αλλά είναι αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών, επομένως, είναι σημαντική για την επιστήμη στην αντιμετώπιση, ακόμα και θεραπεία της εξάρτησης την ώρα που η αναγνώριση του προβλήματος από τον ίδιο τον εξαρτημένο συνιστά το δυσκολότερο βήμα.
Από τα 12 έως 25 έτη οι πιο ευάλωτες ηλικίες
Χαρακτηριστικό της κατάστασης του εθισμού είναι η επαναλαμβανόμενη έκθεση του εξαρτημένου στις ουσίες ή την εξαρτητική συμπεριφορά, όπως επισημαίνει ο κ. Παναγής, παρά τις αρνητικές συνέπειες στη ζωή του. Η ανάπτυξή της όπως δηλώνει «είναι προοδευτική και συνδέεται με σημαντικές νευροβιολογικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται την ανταμοιβή, τον έλεγχο και τη λήψη αποφάσεων», αναφέροντας επιπλέον πως: «Όταν ένα άτομο εκτίθεται επανειλημμένα σε μια εθιστική ουσία ή εξαρτητική συμπεριφορά, όπως η ηρωίνη, η κοκαΐνη, το αλκοόλ, τα τυχερά παιχνίδια ή ακόμα και το διαδίκτυο, ενεργοποιείται το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου. Αποτέλεσμα αυτής της ενεργοποίησης είναι η υπέρμετρη απελευθέρωση του νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, δημιουργώντας αισθήματα ευφορίας – ευχαρίστησης και ανταμοιβής. Με την επαναλαμβανόμενη χρήση, ο εγκέφαλος προσαρμόζεται σε αυτή τη συνεχή υπερδιέγερση. Η φυσιολογική παραγωγή ντοπαμίνης μειώνεται, ενώ αλλάζει και η ευαισθησία των υποδοχέων της. Ως αποτέλεσμα, το άτομο αρχίζει να χρειάζεται ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες της ουσίας ή της συμπεριφοράς για να νιώσει το ίδιο αποτέλεσμα, ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως αντοχή. Παράλληλα, μειώνεται η ικανότητα του εγκεφάλου να αντλεί ευχαρίστηση από φυσιολογικές δραστηριότητες όπως το φαγητό, οι κοινωνικές σχέσεις, το σεξ ή η άσκηση, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να μην «νιώθει» πια ευχαρίστηση από όσα τον ευχαριστούσαν παλιότερα».
Η ηλικία στην οποία είναι πιο ευάλωτος ο εγκέφαλος στην ανάπτυξη εξαρτήσεων, όπως αναφέρει ο καθηγητής είναι κατά την εφηβεία και την πρώιμη ενήλικη ζωή, «δηλαδή περίπου από τα 12 έως τα 25 έτη», επισημαίνει καθότι όπως εξηγεί κατά την περίοδο αυτή ο εγκέφαλος και ιδιαίτερα ο προμετωπιαίος φλοιός που σχετίζεται με την κρίση, τον έλεγχο των παρορμήσεων και τη λήψη αποφάσεων, δεν έχει ακόμα πλήρως αναπτυχθεί. «Ταυτόχρονα, τα συστήματα ανταμοιβής και οι υποφλοιικές περιοχές που ελέγχουν τα συναισθήματα και το θυμικό είναι ιδιαίτερα ενεργά, καθιστώντας τους νέους πιο επιρρεπείς στην αναζήτηση ευχαρίστησης και πιο ευάλωτους στις επιδράσεις εθιστικών ουσιών και άλλων εξαρτητικών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι τα άτομα που ξεκινούν τη χρήση αλκοόλ πριν από τα 15 έχουν περίπου τετραπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν αλκοολισμό σε σχέση με εκείνους που ξεκινούν τη χρήση αλκοόλ μετά τα 21. Αυτό καταδεικνύει ότι η πρώιμη έκθεση στο αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο εξάρτησης. Ένα άλλο σημαντικό εύρημα υποδεικνύει ότι η πρώιμη έκθεση σε ουσίες μπορεί να οδηγήσει σε μακροχρόνιες αλλαγές στο σύστημα ανταμοιβής, καθιστώντας τον εγκέφαλο πιο ευάλωτο σε εξαρτήσεις αργότερα στη ζωή», αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Βιολογικοί παράγοντες και ψυχοκοινωνικές συνθήκες που σχετίζονται με τον εθισμό
Ο εθισμός, σύμφωνα με τον κ. Παναγή, είναι αποτέλεσμα μιας δυναμικής αλληλεπίδρασης σε ποικίλους παράγοντες. Για αυτό όπως εξηγεί οι παρεμβάσεις βοήθειας πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου.
Το βιολογικό υπόβαθρο ειδικότερα, όπως η γενετική προδιάθεση, η κληρονομικότητα, η ανατομία του εγκεφάλου, το περιβάλλον του ατόμου είναι στοιχεία ικανά επηρεάσουν την ευαλωτότητά του απέναντι στις εξαρτήσεις, σύμφωνα με τον ίδιο: «Ποικίλα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι η γενετική προδιάθεση σε συνδυασμό μάλιστα με πρώιμες νευροαναπτυξιακές επιδράσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνισή του εθισμού. Ως προς τους γενετικούς παράγοντες, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η κληρονομικότητα εξηγεί περίπου το 40% έως 60% της προδιάθεσης για εθισμό. Γονίδια που ρυθμίζουν τη λειτουργία νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, σχετίζονται με την ένταση της απόκρισης στην ανταμοιβή», εξηγεί ο καθηγητής επισημαίνοντας ότι η γενετική δεν καθορίζει μονοσήμαντα το τι θα συμβεί σε ένα άτομο αλλά δείχνει πώς μπορεί να επηρεάσει την ευαλωτότητα. «Σε διαφορετικά περιβάλλοντα, δύο άτομα μπορεί να αντιδράσουν διαφορετικά σε μια ουσία, ακριβώς λόγω των βιολογικών διαφορών», αναφέρει χαρακτηριστικά και μεταξύ άλλων σημειώνει: «Ένας άλλος παράγοντας είναι οι διαφορές στην ανατομία του εγκεφάλου που μπορούν να ενισχύσουν τον κίνδυνο εμφάνισης εξάρτησης, ενώ δεν πρέπει να παραβλέψουμε και τον ρόλο των πρώιμων επιγενετικών επιδράσεων. Τραυματικά γεγονότα ή παραμέληση στην παιδική ηλικία μπορούν να τροποποιήσουν την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με το στρες και τη συναισθηματική ρύθμιση, αυξάνοντας μακροπρόθεσμα την πιθανότητα εξάρτησης. Οι αλλαγές αυτές δεν αλλάζουν την αλληλουχία του DNA, αλλά τον τρόπο με τον οποίο τα γονίδια εκφράζονται, καθορίζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τη βιολογική βάση της συμπεριφοράς».
Ωστόσο, την ίδια στιγμή οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη εξαρτήσεων όπως επισημαίνει ο καθηγητής.
Σε ψυχολογικό επίπεδο, σύμφωνα με τον ίδιο χαρακτηριστικά όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η δυσκολία διαχείρισης του άγχους, η παρορμητικότητα και η δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων όπως θυμός ή θλίψη, μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα αναζήτησης μιας «γρήγορης ανακούφισης» μέσα από εθιστικές ουσίες ή εξαρτητικές συμπεριφορές, ενώ όπως τονίζει σε κοινωνικό επίπεδο, η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος, σταθερών, υγιών σχέσεων — είτε στην οικογένεια είτε στην κοινότητα — μπορεί να οδηγήσει στην απομόνωση, που είναι βασικός παράγοντας κινδύνου.
«Κάθε εξάρτηση είναι μοναδική»
Σύμφωνα με τον κ. Παναγή η κάθε εξάρτηση είναι μοναδική αλλά με εξίσου καταστροφικές συνέπειες για τον εθισμένο, για αυτό το στερεοτυπικό αφήγημα του «ποια είναι χειρότερη» είναι κρίσιμο, όπως τονίζει, να αποφεύγεται.
«Ορισμένες ουσίες, όπως η ηρωίνη, έχουν ισχυρό βιολογικό εξαρτησιογόνο δυναμικό. Δρουν γρήγορα στον εγκέφαλο, προκαλώντας έντονη ευφορία και εξίσου ισχυρά στερητικά συμπτώματα όταν διακόπτονται, καθιστώντας την εξάρτηση πολύ δύσκολη στη διαχείριση. Αντίστοιχα, η κοκαΐνη ενεργοποιεί έντονα το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου και προκαλεί ισχυρή ψυχολογική εξάρτηση. Η νικοτίνη, αν και κοινωνικά αποδεκτή, κατατάσσεται επίσης πολύ ψηλά ως προς το εξαρτησιογόνο δυναμικό, γεγονός που σχετίζεται με τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά επιτυχούς διακοπής του καπνίσματος χωρίς βοήθεια», αναφέρει.
Πάντως ο ίδιος στέκεται ιδιαίτερα στο αλκοόλ αναφέροντας μεταξύ άλλων την επιστημονική έρευνα του Βρεττανού καθηγητή David Nutt και των συνεργατών του, που δημοσιεύτηκε στο έγκριτο περιοδικό Lancet, η οποία καταδεικνύει ότι «το αλκοόλ είναι η πιο επιβλαβής ουσία, ξεπερνώντας ακόμα και την ηρωίνη και την κοκαΐνη όταν συνυπολογιστούν οι συνέπειες για το άτομο που κάνει χρήση και την κοινωνία».
Παράλληλα ο καθηγητής αναφέρει πως συμπεριφορικές εξαρτήσεις όπως ο παθολογικός τζόγος, η εξάρτηση από το διαδίκτυο ή το σεξ είναι εξίσου ικανές να λειτουργήσουν καταστρεπτικά για τη ζωή του ατόμου προκαλώντας προβλήματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στον ψυχικό τους κόσμο και στην καθημερινότητά τους. «Ο παθολογικός τζόγος, για παράδειγμα, έχει ποσοστά αυτοκτονικότητας συγκρίσιμα με αυτά της χρήσης οπιοειδών», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πάντως, όπως επισημαίνει ο ίδιος, καμία μακροχρόνια εξάρτηση δεν αφήνει τον οργανισμό και τον εγκέφαλο του εθισμένου ανέπαφο από επιβλαβείς συνέπειες. Ακόμα και μετά από μια επιτυχή απεξάρτηση, το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με τη χρόνια ευαλωτότητα στην υποτροπή αλλά και επιπτώσεις, η σοβαρότητα των οποίων έχει να κάνει με τη φύση της εθιστικής ουσίας ή της εξαρτητικής συμπεριφοράς, τη διάρκεια και την ένταση της εξάρτησης, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση υγείας του ατόμου: «Οι περισσότερες εθιστικές ουσίες, μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές σε εγκεφαλικές δομές και κυκλώματα, με πιθανές μακροχρόνιες συνέπειες στη μνήμη, στη συγκέντρωση, στην ικανότητα λήψης αποφάσεων και στη συναισθηματική ρύθμιση», εξηγεί ο κ. Παναγής.
Παράλληλα, όμως επισημαίνει ότι η ευπλαστότητα του εγκεφάλου μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση αυτών τον προβλημάτων ή ακόμη και να αντιστραφούν σε σημαντικό βαθμό μετά από διακοπή χρήσης: «Το πιο κρίσιμο ίσως είναι ότι, ακόμη κι όταν η σωματική υγεία αποκαθίσταται, ο εγκέφαλος παραμένει ευάλωτος σε ερεθίσματα που σχετίζονται με την εθιστική ουσία ή την εξαρτητική συμπεριφορά. Αυτή η επίμονη ευαλωτότητα εξηγεί γιατί άτομα που έχουν απεξαρτηθεί εδώ και χρόνια μπορεί να υποτροπιάσουν αιφνίδια, ακόμη και μετά από ένα φαινομενικά ασήμαντο ερέθισμα, όπως μια μυρωδιά, ένα ποτό σε κοινωνική περίσταση ή ένα έντονο συναίσθημα. Ο εγκέφαλος διατηρεί μια «νευρωνική μνήμη» της εξάρτησης, μια μορφή βαθιάς μάθησης που δύσκολα σβήνεται. Αυτό μας φέρνει στη φράση που συχνά λέγεται: «μια φορά αλκοολικός, για πάντα αλκοολικός». Αν και ίσως δίνει την εντύπωση υπερβολής, περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας, ειδικά αν ερμηνευτεί σωστά. Δεν σημαίνει ότι το άτομο είναι καταδικασμένο ή ότι δεν μπορεί να αλλάξει· σημαίνει ότι ακόμα και μετά την απεξάρτηση, παραμένει ευάλωτο και χρειάζεται διαρκή εγρήγορση, αυτογνωσία και φροντίδα για την ψυχική του ισορροπία. Η αντίληψη ότι κάποιος «ξεμπερδεύει» οριστικά από την εξάρτηση μπορεί να είναι παραπλανητική και επικίνδυνη. Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη: η απεξάρτηση είναι μια συνεχής διαδικασία φροντίδας και αυτοεπίγνωσης, που μπορεί να οδηγήσει σε καλή ποιότητα ζωής, όσο το άτομο διατηρεί μια ειλικρινή σχέση με το παρελθόν του».
Η αναγνώριση της εξάρτησης, το πιο κρίσιμο βήμα για αλλαγή
Ο απεγκλωβισμός από μια εξαρτητική κατάσταση όμως συνιστά μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, η νευροεπιστήμη, μας διδάσκει ότι ο εγκέφαλος μπορεί να αναδομηθεί και να επαναρυθμιστεί, ανοίγοντας τον δρόμο για την αλλαγή. «Ο εγκέφαλος, χάρη στη νευροευπλαστότητα που διαθέτει, μπορεί να «ξεμάθει» τον εξαρτητικό τρόπο αντίδρασης και να ενισχύσει νέες συνδέσεις που σχετίζονται με την ανταμοιβή από φυσιολογικά ερεθίσματα και την υγιή συμπεριφορά», τονίζει.
Παρόλα αυτά η αναγνώριση του προβλήματος από τον ίδιο τον εξαρτώμενο φαίνεται να είναι το πιο δύσκολο και κρίσιμο βήμα, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παναγής. Αυτό γιατί ένας εξαρτημένος δεν αντιλαμβάνεται αμέσως την κατάστασή του, ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με εξαρτήσεις νόμιμες και κοινωνικά αποδεκτές όπως η χρήση κινητού, η κατανάλωση αλκοόλ ή το κάπνισμα. «Οι εξαρτήσεις έχουν συχνά έναν ύπουλο χαρακτήρα: εγκαθίστανται σταδιακά και με τέτοιο τρόπο, όπου το άτομο μπορεί να μην αντιλαμβάνεται άμεσα τις επιπτώσεις», αναφέρει ο κ. Παναγής.
Η απώλεια ελέγχου μάλιστα του εθισμένου ατόμου το οποίο υποκύπτει στην εξάρτηση παρά την αναγνώριση του προβλήματος και των αρνητικών επιπτώσεων που έχει η χρήση στη ζωή του, δημιουργεί μια έντονη εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία να συνεχίσει και την ανάγκη να διακόψει.
«Η απεξάρτηση είναι μια σύνθετη και συχνά επίπονη διαδικασία, όχι όμως ανέφικτη. Μην ξεχνάμε ότι είναι μια διαταραχή που έχει αλλάξει τον εγκέφαλο. Κάτι που κάνει την απεξάρτηση ιδιαίτερα δύσκολη είναι το γεγονός ότι δεν αφορά μόνο τη διακοπή της εξαρτητικής συμπεριφοράς, αλλά και την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών που την τροφοδοτούν», τονίζει συμπληρώνοντας πως η εσωτερική ετοιμότητα του ατόμου καθώς και το κίνητρο για αλλαγή καθορίζουν σημαντικά την απεξαρτητική διαδικασία.
Πάντως, ο κ. Παναγής τονίζει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να «καλλιεργηθεί η ελπίδα και η πίστη ότι η αλλαγή είναι εφικτή. Μπορεί να μην είναι εύκολη ούτε άμεση, αλλά με την προσωπική δέσμευση και την κατάλληλη υποστήριξη πολλά άτομα καταφέρνουν όχι μόνο να απεγκλωβιστούν από την εξάρτηση, αλλά και να δημιουργήσουν μια ποιοτική ζωή με ουσιαστικό νόημα», καταλήγει.