Σε μια πλήρη παρέμβαση αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του πλαισίου για τους δασωθέντες αγρούς προέβη ο Βουλευτής Ρεθύμνου της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Κεφαλογιάννης. Με δεδομένη τη σταθερή προσήλωση του στην εξεύρεση μιας δίκαιης και ολιστικής προσέγγισης για το κρίσιμο υπό εξέλιξη ζήτημα των δασικών χαρτών, ο Ρεθεμνιώτης Βουλευτής αξιοποίησε το συνολικό χρόνο της κοινοβουλευτικής του παρέμβασης προκειμένου να αναδείξει την ουσία της επιχειρούμενης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας με βάση την οποία το Δημόσιο δεν θα προβάλλει εφεξής δικαιώματα κυριότητας σε εκτάσεις με αγροτική μορφή που δασώθηκαν μεταγενέστερα. Η παρέμβαση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συζήτησης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών «Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Καταπολέμησης της Διαφθοράς, διατάξεις για θέματα ανθρώπινου δυναμικού και Ο.Τ.Α, νομοθετικό πλαίσιο εκπαίδευσης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης για την ένταξη στον κλάδο Π.Ε. Επιτελικών Στελεχών, διατάξεις για την ολοκλήρωση της μεταφοράς των δασικών υπηρεσιών στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, διατάξεις για την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ‘Ελλάδα 2.0’, Εθνική Σύνταξη Ομογενών, και άλλες επείγουσες διατάξεις».
Αναλυτικά, στην ομιλία του ο κ. Κεφαλογιάννης τόνισε:
«Θα μου επιτρέψετε να αξιοποιήσω το χρόνο της κοινοβουλευτικής μου παρέμβασης, προκειμένου να αναδείξω την ουσία μια σημαντικής μεταρρύθμισης που περιλαμβάνεται στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, αυτή του άρθρου 80, για τους δασωθέντες αγρούς.
Με τη συγκεκριμένη διάταξη, προβλέπεται ότι, το Δημόσιο δεν θα προβάλλει εφεξής δικαιώματα κυριότητας σε εκτάσεις με αγροτική μορφή που δασώθηκαν μεταγενέστερα, εκτάσεις οι οποίες είτε εμφανίζονται στις αεροφωτογραφίες του 1945, ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960. Πρόκειται για μια αλλαγή την οποία οι Έλληνες πολίτες περίμεναν κυριολεκτικά δεκαετίες προκειμένου να τους δοθεί η αυτονόητη δυνατότητά τους, να καλλιεργήσουν τη γη που κατείχαν με νόμιμους τρόπους. Και πως άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά.
Πως ήταν δυνατόν δηλαδή, να χαρακτηριστούν οι δασωθέντες αγροί ως δασικές εκτάσεις, όταν η εξέλιξη αυτή θα ναρκοθετούσε κυριολεκτικά την ανάπτυξη των γεωργικών δραστηριοτήτων, οι οποίες, να υπενθυμίσουμε, σύμφωνα με το ίδιο το ΣτΕ δε συνέβαλλαν απλώς στη μεταπολεμική ανόρθωση της χώρας και στον επισιτισμό του πληθυσμού της, αλλά αποτέλεσαν και αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας. Αυτό, εξάλλου, είχε πάντα κατά νου ο συνταγματικός νομοθέτης, όταν στις βασικές προβλέψεις του επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση μεταβολή του προορισμού των δασών για γεωργικές χρήσεις. Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να θυμίσουμε και να καταγραφεί στα πρακτικά πως φτάσαμε σε αυτή τη θετική εξέλιξη και τι εμπόδια χρειάστηκε να υπερβούμε.
Η σημερινή Κυβέρνηση, αγαπητοί συνάδελφοι, παρέλαβε κυριολεκτικά ένα χάος στο ζήτημα των δασικών χαρτών. Σε εθνικό επίπεδο, από το 2017 είχαν συσσωρευθεί πάνω από 174.000 αντιρρήσεις, μόνο επί του 52% των αναρτημένων δασικών χαρτών, γεγονός που σε συνδυασμό με τον ρυθμό εξέτασης τους, απαιτούσε χρόνο άνω των 15 ετών μέχρι την οριστική διευθέτησή τους. Για να δώσω μόνο ένα παράδειγμα, αυτό της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, στην ανάρτηση του δασικού χάρτη το 2021, το 65% περίπου των εκτάσεων χαρακτηρίστηκαν δασικές. Σε ότι με αφορά προσωπικά εξέφρασα συχνά το φόβο, ότι η προχειρότητα με την οποία νομοθέτησε η προηγούμενη Κυβέρνηση θα οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας των πολιτών να χαρακτηριστεί «δασικό», να δημιουργήσει μια αφόρητη ταλαιπωρία σε όλους τους εμπλεκόμενους και να κατασκευάσει μια βιομηχανία ενστάσεων και προσφυγών που θα δοκίμαζε τις αντοχές πολιτών και κρατικής διοίκησης.
Προειδοποιήσαμε ότι η ανάρτηση των αποτελεσμάτων των μελετών του 2003, χωρίς την τοποθέτηση των νεότερων δεδομένων στο χάρτη, θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, δεδομένου ότι, αφενός υπάρχουν μεταγενέστερες πράξεις χαρακτηρισμού, αφετέρου, στους υφιστάμενους χάρτες δεν είχαν τοποθετηθεί τα όρια οικισμών και οι αναδασωτέες εκτάσεις, με αποτέλεσμα η μετέπειτα τοποθέτησή τους, να προκαλέσει αλλαγές στις αρχικές καταγραφές. Δυστυχώς δεν έγινε απολύτως τίποτα. Φτάσαμε έτσι, επι δυόμισι και πλέον χρόνια, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να προσπαθεί να επιλύσει ζητήματα που φαντάζουν αυτονόητα. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες ενέργειες:
1. Τη θεσμοθέτηση διαφορετικής μεταχείρισης για τα πρόδηλα σφάλματα, τα οποία αντιμετωπίζονταν με οριζόντιο τρόπο, ώστε να μην ταλαιπωρηθεί ο πολίτης και φυσικά να μην επιβαρυνθεί με κανένα κόστος.
2.Την κατάθεση τροπολογίας που δίνει τη δυνατότητα αναγνώρισης ιδιοκτησίας σε εκτάσεις αγροτών και κτηνοτρόφων, με τίτλους ιδιοκτησίας που έχουν συνταχθεί έως και την 1 Ιουλίου 2001.
3. Τη διασφάλιση την ομαλή καταβολή των ενισχύσεων και την αποσύνδεση τους από το ζήτημα των δασικών εκτάσεων.
Η πλέον σημαντική εξέλιξη ωστόσο, είναι ότι οι δασικοί χάρτες διορθώνονται συνεχώς και καταρτίζονται, όχι αποκλειστικά με βάση τα δεδομένα των αεροφωτογραφιών, αλλά και με βάση την ύπαρξη και άλλων θεματικών χαρτών, όπως το χαρτογραφικό υπόβαθρο του ΟΠΕΚΕΠΕ, που ουσιαστικά αποτελεί το πιο σημαντικό εργαλείο αποτύπωσης και καταγραφής των αγροτικών γαιών σήμερα.
Πλέον μπροστά μας διαμορφώνεται ένας ξεκάθαρος ρεαλιστικός στόχος: Μέχρι το τέλος του 2022 να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία κύρωσης δασικών χαρτών, οι οποίοι θα διασφαλίζουν την προστασία του δασικού μας πλούτου, αλλά θα προστατεύουν παράλληλα και τις περιουσίες των Ελλήνων πολιτών. Δεν υπάρχει κανένα δίλλημα ανάμεσα στην προστασία του δασικού πλούτου και την αγροτική ανάπτυξη. Δεν νοείται βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη χωρίς προστασία του περιβάλλοντος. Και δεν νοείται προστασία του φυσικού περιβάλλοντος χωρίς μια ορθολογική και οριοθετημένη αξιοποίησή του. Οφείλουμε να βρούμε τη χρυσή τομή. Οφείλουμε να βρούμε μια συνταγματικά αποδεκτή λύση που θα ισορροπεί την υποχρέωση της χώρας μας για την αποτύπωση και προστασία του δασικού μας πλούτου και την απόλυτη εξασφάλιση των δικαιώματος των συμπολιτών για προσωπική και οικογενειακή ευημερία».