Διπλωμάτης, Μόνιμος Αντιπρόσωπος του ΟΗΕ στην Ελλάδα, Διευθυντής του εν Ελλάδι προγράμματος Τεχνικής Βοήθειας (1965 – 1969 )
Του Δημήτρη Καλαϊτζιδάκη
Ο Γκουστάβο Ντουράν ( 1906-1969 ),ήταν Ισπανός συνθέτης, αυτοεξόριστος Αντισυνταγματάρχης (πολέμιος της δικτατορίας του Φράνκο ), Διπλωμάτης, Μόνιμος Αντιπρόσωπος του ΟΗΕ στην Ελλάδα, Διευθυντής του εν Ελλάδι προγράμματος Τεχνικής Βοήθειας (1965 – 1969 ).
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο πιάνο έγινε φίλος με τον Federico García Lorca, τον Salvador Dalí, τον Buñuel, τον Rafael Alberti ενώ αργότερα γνώρισε και συνδέθηκε με φιλία με τον Φιντέλ Κάστρο, τον Σαλβαδόρ Αλιέντε κ.α. Υπήρξε προσωπικός φίλος του Έρνεστ Χέμινγουει ( τον αναφέρει επώνυμα στο βιβλίο του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» ) και του Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Ερχόμενος στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1965 αναζήτησε οικιακή βοηθό. Μια 17χρονη κοπέλα, ονόματι Μαρια Αλεβυζάκη – Λουγάνη εργαζόταν ήδη στην Αθηνά και ήταν διαθέσιμη.
Τον Σεπτέμβριο του 1965 , η Μαρία ζήτησε να πάρει την άδεια της για να πάει στο χωριό της στις Αλώνες, στο πανηγύρι του Aη Γιάννη.
Τότε μόνο έμαθε ο Ντουράν ότι η Μαρία ήταν από τις Αλώνες, που ο ίδιος γνώριζε έχοντας διαβάσει για τον ηρωικό παπά – Αλεβυζάκη. Και η έκπληξή του έγινε μεγαλύτερη όταν άκουσε από τη Μαρία πως η μεγάλη αυτή μορφή της αντίστασης, που θαύμαζε, ήταν θείος της.
Είχε και προσωπική πληροφόρηση από τον κοινό τους φίλο, Πάτρικ Λη Φέρμορ. Υπάρχει εμβληματική φωτογραφία, στο μπαλκόνι του σπιτιού τους στην Αθήνα. Το ζεύγος Ντουράν, το ζεύγος Λη Φέρμορ με τον παπά Γιάννη στη μέση.
Ο Ντουράν έχοντας εκτιμήσει το ήθος της, την νοικοκυροσύνη της, την εργατικότητα της, την εντιμότητα της και την καλοσύνη της, της ζήτησε να του επιτρέψει να την συνοδέψει, για να γνωρίσει την οικογένεια της καθώς και το χωριό της. Αυτό το τυχαίο περιστατικό οδήγησε τον Ντουράν στο ορεινό χωριό του Κρυονερίτη, Αλώνες.
Μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή σε καρόδρομους, καβάλα σε γαϊδουράκια, ο Ντουράν, η σύζυγος του κα Μπόντε, το γένος Κρόμπτον και οι δυο κόρες του, Γιάννα και Λούσυ, έφθασαν στις Αλώνες, μέσω του χωριού Βιλανδρέδο.
Εντυπωσιασμένος από την φιλόξενη οικογένεια της Μαρίας και τις ιστορίες αντίστασης των κατοίκων, παρατήρησε ότι οι γυναίκες έπρεπε να κουβαλούν το νερό, με στάμνες, από την κεντρική βρύση του χωριού, αρκετά μακριά.
Έχοντας σαν φιλοσοφία ζωής την κοινωνική ανάπτυξη και πρόοδο, κατάφερε μέσα σε δυο χρόνια (1965 – 1967) να εξασφαλίσει την χρηματοδότηση ( με δικούς του πόρους και με χρήματα φίλων του από την Ολλανδία ) για τις σωλήνες, τους μηχανικούς, γεωλόγους και εργάτες για το δίκτυο ύδρευσής, για να πάει το νερό σ’ όλα τα σπίτια του χωριού.
Χαρακτηριστική παραμένει η φωτογραφία του Ντουράν με το Κρητικό σαρίκι στο κεφάλι, με τον παπά Αλεβύζο, την αείμνηστη Βιργινία Τσουδερού και τον πατερά μου, Μιχάλη Καλαϊτζιδάκη – Μπομπόλα, μπροστά από το φορτηγό, γεμάτο με τις πλαστικές σωλήνες ! (για εκείνη την εποχή, 1967).
Φανταστείτε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν καν κουνέλια στο χωριό ! ένα διαδεδομένο οικόσιτο ζώο στα χωριά της Κρήτης και μια υγιεινή τροφή. Ο Ντουράν φρόντισε και έφερε από την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης μια ειδική ράτσα κουνελιού. Στόχος του ήταν να ξεκινήσει αυτή η οικοτεχνία για την επιβίωση τους. Με τεχνίτες που έφερε, κατάφερε να εξασφαλίσει για κάθε σπίτι του χωριού κλουβιά για την εκτροφή αυτών.
Φρόντισε να μεγαλώσει το σχολείο για να προσφέρει συσσίτια στα παιδιά, τον ρουχισμό τους και τα φάρμακα των ηλικιωμένων.
Δέθηκε τόσο πολύ με τους κατοίκους του χωριού, τις Αλώνες και την Κρήτη. Έλεγε μαντινάδες, γλεντούσε, φορούσε με καμάρι το Κρητικό σαρίκι και τραγουδούσε ριζίτικα όπως οι ντόπιοι.
Ο Γκουστάβος Ντουράν όπως ήταν και η τελευταία του επιθυμία αναπαύεται στις Αλώνες, στην αγκαλιά της γης του Κρυονερίτη, στον ίσκιο της Βελανιδιάς που του χάριζε πάντα τη δροσιά της, στον τόπο που τόσο αγάπησε και τόσο τον αγάπησε.
«Την Κυριακή, η σορός του μεταφέρεται εις Ρέθυμνον, δια να ταφή, συμφώνως προς επιθυμίαν του, εις το γραφικό χωρίον Αλώνες, κάτω από μια δρυν, δια την οποίαν είχεν ειπει κάποτε: «εδώ είναι τόπος για να ταφή κανείς» αναφέρει ανταπόκριση από τα Χανιά ,εφημερίδας με ημερομηνία 28 Μαρτίου 1969.
Θυμάμαι σε ηλικία 11 ετών ότι το τραπέζι της οικογένειας, μετά την κηδεία, το βράδυ έγινε στο σπίτι μας. Παρ ότι μόλις είχε γίνει η κηδεία, είχαν ζητήσει από τον πατέρα μου να υπάρχει Ελληνική μουσική. Μετά το τραπέζι και την μουσική, θυμάμαι ότι ένα – ένα μέλος της οικογένειας σηκώθηκε και είπε μια τρυφερή ιστορία από την ζωή της οικογένειας τους , σε σχέση με τον Γκουστάβο Ντουράν.
Η προτομή του ευπατρίδη ,ανθρωπιστή, Κρητικολάτρη Ντουράν, κοσμεί την πλατεία ως ένδειξη ευγνωμοσύνης των κατοίκων που χάρις σ’ αυτόν ξεδίψασαν και επέζησαν.
Το μικρό ιστορικό μουσείο του χωριού περιλαμβάνει ντοκουμέντα από την ζωή της οικογένειας Ντουράν μαζί με άλλα ντοκουμέντα από την ηρωική αντίστασή του χωριού κατά των Γερμανών.
Η Βιργινία Τσουδερού είχε δηλώσει για την προσωπικότητα του Ντουράν: «Ο Γουστάβος Ντουράν ήταν Ισπανός πατριώτης. Αμερικανός διπλωμάτης, υπηρέτης στην υπηρεσία της Παγκόσμιας Ειρήνης και Φιλέλλην. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν ανθρωπιστής. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και πλούσιο πνεύμα…». Προφανώς και η σχέση του με την Βιργινία Τσουδερού ήταν και ο λόγος που ενεπλάκη προσωπικά για την ανάπτυξη του Κέντρου Νεότητας.
Ο Χρήστος Κωνσταντουδάκης που έζησε και θυμάται σαν όνειρο εκείνη την εποχή και μετέπειτα δάσκαλος του σχολείου, αναφέρει χαρακτηριστικά:« Τα γαλαζοπράσινα μάτια του Γκουστάβο Ντουράν, προκαλούσαν ένα κυματισμό συναισθημάτων στους ανθρώπους του χωριού. Χάιδεψε τους βασιλικούς μας, μύρισε τους ασβέστες μας και έτσι ρίζωσε στο χωριό μας και βρέθηκε τώρα κάτω από την μεγάλη βελανιδιά».
* Ο Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης είναι Γενικός Διευθυντής Λειτουργικού της Grecotel