Η πανδημία του COVID-19 φαίνεται πως λειτουργεί ως ένα συντριπτικό (εξωγενές) shock που δημιουργεί μια σειρά επιμέρους προβλημάτων στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας (διεθνές εμπόριο, παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.λπ.). Αναμφίβολα, οι επιπτώσεις δεν είναι συμμετρικές, αφού οι οικονομίες που βασίζονται στον τουρισμό και στις υπηρεσίες αντιμετωπίζουν, όπως είχε προβλέψει έγκαιρα και το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, οξύτερες επιπτώσεις. Στο πλαίσιο των επιπτώσεων αυτών, τόσο το οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας όσο και οι αγορές εργασίας, δέχονται μια ισχυρή απορρύθμιση, η οποία δημιουργεί σειρά επιμέρους προβλήματα στη διάρθρωση αλλά και στις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων (επιχειρήσεις, εργαζόμενους και κράτος). Οι σημαντικότερες επιπτώσεις στην εξωτερική ζήτηση αναμένονται στις εξαγωγές, στον τουρισμό και τη ναυτιλία, ενώ από τη μεριά της εσωτερικής ζήτησης κυρίως στις κατασκευές και στο εμπόριο. Η ένταση της απορρύθμισης αποτελεί και την κυριότερη αιτία για την ενεργοποίηση της κρατικής παρέμβασης.
Όμως τα όρια της παρέμβασης αυτής σχετίζονται και από τη δημοσιονομική κατάσταση της εκάστοτε οικονομίας, αλλά και από κλίμακα της πτώσης των εσόδων κατά την post-COVID-19 περίοδο. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, μετά και την τελευταία ανακοίνωση των πρόσθετων μέτρων στήριξης (3 Ιουλίου 2020), το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να ξεπεράσει το 7% του ΑΕΠ προκαλώντας αύξηση του δημοσίου χρέους. Η ίδια η δημοσιονομική εικόνα της ελληνικής οικονομίας λειτουργεί ως το όριο του βάθους της κρατικής παρέμβασης. Πριν την ανακοίνωση των τελευταίων μέτρων το ελληνικό πακέτο στήριξης ανέρχεται στο 7% του ΑΕΠ. Ειδικότερα, 5.9 δισ. αφορούν στην άμεση δημοσιονομική υποστήριξη (στήριξη τομέα υγείας, επιδόματα 800 ευρώ για εργαζόμενους και επιχειρήσεις, επιδοτήσεις ασφαλιστικών εισφορών, φάσεις της επιστρεπτέας προκαταβολής κ.λπ.), 2.3 δισ. αφορούν στις αναβολές πληρωμών (ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών κ.λπ.), ενώ 4 δισ. αφορούν μέτρα ρευστότητας και εγγυήσεων δανειοδότησης (χρηματοδότηση με την εγγύηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας). Το εύρος των παρεμβάσεων αυτών εδράζεται στη θυσία των δημοσιονομικών επιδόσεων της χώρας ώστε να συγκρατηθεί η ένταση της ύφεσης και η αύξηση της ανεργίας.
Η κλίμακα της παρέμβασης συνδέεται σχεδόν γραμμικά με την δημοσιονομική κατάσταση της εκάστοτε οικονομίας αλλά και από τη φύση του παραγωγικού της υποδείγματος. Για παράδειγμα είναι άκαιρο (και α-ιστορικό) να συγκρίνουμε τα πακέτα στήριξης της Πορτογαλίας και της Γερμανίας λόγω οικονομικών, παραγωγικών και γεωγραφικών διαφορών. Έτσι, η οποία σύγκριση θα πρέπει να γίνεται μεταξύ οικονομιών που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Για να γίνει κατανοητή η ένταση των παρεμβάσεων θα πρέπει να συγκρίνουμε το μέγεθος των πακέτων κυρίως των χωρών του ευρωπαϊκού νότου:
Όπως διαφαίνεται στον παραπάνω πίνακα, στο επίπεδο που αφορά στην άμεση δημοσιονομική υποστήριξη η παρέμβαση στην ελληνική οικονομία κινείται σε παρόμοια επίπεδα με τις υπόλοιπες χώρες του νότου. Μάλιστα, με την τελευταία ανακοίνωση του πρωθυπουργού, η δημοσιονομική παρέμβαση αναμένεται να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο. Οι υστερήσεις που εντοπίζονται αφορούν στις παρεμβάσεις που σχετίζονται με τα μέτρα ρευστότητας αλλά και με τις αναβολές πληρωμής υποχρεώσεων. Όπως διαφαίνεται, σε σχέση με την αναστολή της πληρωμής των υποχρεώσεων, σημαντική παράμετρος για την διεύρυνση των μέτρων θα είναι η πορεία των δημοσίων εσόδων στο δύσκολο καλοκαίρι που θα διαβεί η ελληνική οικονομία. Περισσότερη δουλειά και ενέργεια θα πρέπει να κατατεθεί στο ζήτημα της ρευστότητας, η οποία, ακόμα και πριν την κρίση του COVID-19, αποδεικνύεται το σημαντικότερο πρόβλημα της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το Ταμείο Ανάκαμψης, το νομοσχέδιο για τις μικροπιστώσεις αλλά και το νέο ΕΣΠΑ εκτιμάται ότι θα μετριάσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα το οποίο όμως απαιτεί σημαντικές παρεμβάσεις.
Η χρηματοδότηση των νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups) αλλά και των micro επιχειρήσεων αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να πετύχουν οι μικρές επιχειρήσεις το αναγκαίο scale-up το οποίο ενισχύσει το οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας. Αναμφίβολα η ελληνική οικονομία εδράζεται στην πολύ μικρή και μικρή επιχειρηματικότητα, η οποία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των ιστορικών και γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων της (έντονη νησιωτικότητα, έντονη ορεινότητα σε αρκετές περιοχές κ.λ.π). Στη βάση αυτή η ύπαρξη πολλών πολύ μικρών (micro) επιχειρήσεων θα πρέπει να λογίζεται ως ένα ταυτοτικό γνώρισμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Είναι χαρακτηριστικό πως η χώρα φιλοξενεί πληθώρα λιμένων και αερολιμένων και δεν τολμά κανείς να πει ότι μας περισσεύουν. Από την άλλη πλευρά ο μετασχηματισμός της μικροεπιχειρηματικότητας είναι αναγκαίος για την αναβάθμιση του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Όμως για να επιτευχθεί αυτό, αλλά και για να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, θα πρέπει να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στις επιχειρήσεις να επιτύχουν τον μετασχηματισμό αυτό και όχι να οδηγούνται (είτε έμμεσα, είτε άμεσα) στον ξαφνικό θάνατο. Η σημασία της άμεσης κρατικής υποστήριξης συνιστά αναγκαία προϋπόθεση και πολιτική υποχρέωση όπως δείχνουν τα στοιχεία για έναν ομαλό μετασχηματισμό.
Η υποστήριξη αυτή θα δημιουργήσει νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας, θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα των παραγωγικών πόρων και θα βελτιώσει συνολικά την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι όποιες παρεμβάσεις, από εδώ και μπρός, θα πρέπει να έχουν στην αιχμή τους την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αλλά θα πρέπει να συνδέονται με τον συνολικότερο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Όμως ο μετασχηματισμός αυτός προϋποθέτει μια κοινωνία όρθια και μια ζώσα επιχειρηματικότητα. Άλλωστε, όπως σημείωσε και ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κος Γιώργος Καρανίκας «θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτή η ιδιαιτερότητα, να σχηματιστούν πολιτικές για την κάλυψη των αναγκών και των αυτοαπασχολουμένων με στόχο την οικονομική επιβίωσή τους και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής».
Τελειώνοντας, καμία αναβολή ή χαλαρότητα κυβερνητική ή ευρωπαϊκή δεν πρέπει να αφήσει την επιχειρηματική κοινότητα με ή χωρίς «υποκείμενο νόσημα» χωρίς επιλογές.