Την έντονη διαμαρτυρία της σχετικά με τον διαγωνισμό «PISA» Πληροφορικής εκφράζει με ανακοίνωσή της η ΕΛΜΕ Ρεθύμνου καλώντας τους συναδέλφους τους να απέχουν από τη διαδικασία και τους γονείς να μην συναινέσουν για τη συμμετοχή των παιδιών τους.
Σε σχετική ανακοίνωσή της η ΕΛΜΕΡ αναφέρει:
«Σύμφωνα με το έγγραφο 158569/Δ2-21-12-2022, που απεστάλη στα σχολεία του νομού μας, ανακαλύψαμε πως είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε μέρος σε μια «έρευνα» του διεθνούς οργανισμού ICILS, με σκοπό τη μελέτη για τον εγγραμματισμό στην Πληροφορική και τους υπολογιστές. Οι εξετάσεις αυτές, που μετονομάστηκαν σε έρευνα ώστε να αποφεύγονται αρνητικοί ή οποιοιδήποτε άλλοι παρόμοιοι συνειρμοί, συνίστανται σε ένα τεστ δύο ενοτήτων και ένα ερωτηματολόγιο διάρκειας δύο ωρών για τους μαθητές ενός τουλάχιστον τμήματος της Β΄ τάξης του γυμνασίου. Για το Ρέθυμνο έχουν επιλεγεί (βάσει ποιων διαδικασιών και κριτηρίων;) το 1ο, 2ο και 4ο γυμνάσιο.
Η λεγόμενη αυτή «έρευνα» είναι απαράδεκτη για εκπαιδευτικούς και μαθητές για έναν, καταρχάς, θεμελιώδη λόγο: Δεν μπορεί η δημόσια εκπαίδευση να υποχρεώνει μαθητές και εκπαιδευτικούς να παίρνουν μέρος σε διαδικασίες ενός «ανεξάρτητου», «διεθνούς» οργανισμού, καθώς παραβιάζεται ο τρίτος κανόνας/αρχή δεοντολογίας της εκπαιδευτικής έρευνας με παιδιά: «Η έρευνα με παιδιά σε θεσμικά πλαίσια, π.χ. σχολεία, θέτει ιδιαίτερα ζητήματα δεοντολογίας ως προς την ατομική συναίνεση, εάν π.χ. η συμμετοχή των παιδιών είναι ομαδική (μια σχολική τάξη). Οι ερευνητές οφείλουν να έχουν την ατομική συναίνεση του κάθε παιδιού και όχι μόνο της ομάδας (καθώς τα άτομα-μέλη μιας ομάδας ενδέχεται να πιεσθούν να συμμετάσχουν ενάντια στη θέλησή τους)».
Ουσιαστικά πρόκειται για εξετάσεις τύπου PISA που έχει αναλάβει για το 2023 να υλοποιήσει το ΙΕΠ. Ο διαγωνισμός PISA είναι διαγωνισμός με θέματα που επιβάλλονται σε μαθητικούς πληθυσμούς με διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, πολιτισμική και πολιτιστική κουλτούρα, εκπαιδευτικά συστήματα, αναλυτικό πρόγραμμα και, φυσικά, διαφορετικών εθνοτήτων. Από τις εξετάσεις αυτές προσδοκούν να βγει ένας μέσος όρος του πληροφορικού εγγραμματισμού και, κατόπιν σύγκρισης με τα αποτελέσματα των άλλων χωρών, να συνταχθούν συμπεράσματα για τους μετέπειτα σχεδιασμούς των αναλυτικών προγραμμάτων και των πρακτικών των εκπαιδευτικών στα σχολεία. Δηλαδή, θα σχεδιάσουν και θα υλοποιήσουν πολιτικές εκπαίδευσης βάσει ποσοτικών στοιχείων που έχουν εξαχθεί με άγνωστο τρόπο και έχουν συγκριθεί με τα αποτελέσματα άλλων χωρών (τα οποία όμως προέκυψαν με αφετηρία αμιγώς ποιοτικά δεδομένα).
Στο σημείο αυτό ας απλουστεύσουμε στον μέγιστο βαθμό ένα παράδειγμα – κάτι που μπορεί να μην έχει κάποια πρακτική εφαρμογή, όμως θα μας χρησιμεύσει για να κατανοήσουμε το πρόβλημα. Έστω πως έχουμε δύο μαθητές που φοιτούν στην Ελλάδα: Ο ένας βαθμολογείται στο τεστ με «άριστα δέκα» και ο δεύτερος με «τέσσερα». Ο μέσος όρος των δύο είναι το «επτά». Αυτός ο μέσος όρος δεν μπορεί να περιγράψει καμία πραγματικότητα ούτε φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι άλλο. Εάν στην εξίσωση προσθέσουμε αντίστοιχα συμπεράσματα από μαθητές άλλων χωρών και ηπείρων, αδυνατούμε να φανταστούμε πώς το όλο εγχείρημα μπορεί κάποιος να το πάρει στα σοβαρά! Εκτός και αν:
Α) Αντιστοιχίζεται το γραπτό τεστ των μαθητών με τα εισοδηματικά κριτήρια των οικογενειών. Εάν ναι, από που αντλούν τα δεδομένα; Είναι ενήμερες οι οικογένειες των μαθητών;
Β) Αν η διαδικασία διασφαλίζει την ουσιαστική προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το παραπάνω έγγραφο όμως δεν αναφέρει πουθενά πως είναι ανώνυμη. Αλλά και να αναφερόταν, αυτό θα ήταν ψευδεπίγραφο, αφού τα τεστ είναι αντιστοιχισμένα με κωδικούς των ονομάτων των μαθητών. Εκτός από το ονοματεπώνυμο, ποια άλλα προσωπικά δεδομένα προφυλάσσει το ΙΕΠ, όπως ρητά αναφέρεται στο έγγραφο; Είναι ενήμερες οι οικογένειες των παιδιών;
Γ) Εγκαθιδρύονται ασφαλή και κοινώς αποδεκτά κριτήρια μιας διεθνούς συγκριτικής αξιολόγησης. Αντιθέτως όμως: «Ορίζεται ο εγγραμματισμός ως κοινή αναφορά για μια διεθνή συγκριτική αξιολόγηση και προσφέρεται για να καταργεί ή να εναρμονίζει τις εθνικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές και ιδιαιτερότητες, με δήθεν έγκυρο και αξιόπιστο όργανο μέτρησης που έχει σκοπό τη νομιμοποίηση της κατάργησης των αναλυτικών προγραμμάτων και των γνωστικών αντικειμένων ή των παραδοσιακών επιστημονικών κλάδων που έχουν ιστορικά αναδυθεί (Sjoberg, 2017).
Όπως αναφέρει ο Ρέππας (2019): «Ο PISA προωθεί μια διεθνοποιημένη εκπαιδευτική αγορά και λειτουργεί ως μηχανισμός πίεσης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα, ώστε να προσαρμόσουν τα αναλυτικά τους προγράμματα και την οργάνωση της σχολικής γνώσης στις απαιτήσεις της αγοράς. Πρόκειται για μια εργαλειακή και οικονομίστικη προσέγγιση της γνώσης και της εκπαίδευσης ως μηχανισμών παραγωγής κέρδους. Η κοινωνικοπολιτική στόχευση του PISA είναι η δημιουργία πολιτών που θα μπορούν να αξιοποιούν τις ευκαιρίες που θα τους προσφέρει η οικονομία της αγοράς. Έτσι το μόνο που επιδιώκει ο διαγωνισμός είναι η διείσδυση της αγοραίας κουλτούρας στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο τι και πώς διδάσκεται, ώστε αυτό να είναι άμεσα αξιοποιήσιμο από την αγορά. Η συμμετοχή στον διαγωνισμό αποφασίζεται ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας, ενώ οι μαθητές θεωρούνται απλά αντικείμενα ανάλυσης και κατεργασίας, που ως αυριανοί εργαζόμενοι θα λειτουργούν αποτελεσματικά για την οικονομία, άσχετα από τη θέση και το μέλλον που αυτή τους επιφυλάσσει. Αξιοποιεί ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο θεμάτων και κλειστών απαντήσεων σε τυποποιημένες ερωτήσεις, που είναι ξένα προς τους στόχους, την εκπαιδευτική κουλτούρα και τον πολιτισμό των μαθητών αρκετών εκπαιδευτικών συστημάτων. Η αξία ενός πραγματικού εγγραμματισμού έχει προϋποθέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες απ’ αυτές του συγκεκριμένου διαγωνισμού και από τις κοινωνικοπολιτικές στοχεύσεις του (…) για τους λόγους αυτούς είναι αναγκαία η απεμπλοκή από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου διαγωνισμού».
Ως ΕΛΜΕ Ρεθύμνου καλούμε τους εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές των επιλεγμένων γυμνασίων να μην υλοποιήσουν τον διαγωνισμό και τους γονείς να δηλώσουν ότι δεν συναινούν στη συμμετοχή των παιδιών τους».