Το Ολοκαύτωμα στη Λαμπινή, αποτελεί μια καθιερωμένη αναφορά μας σε κάθε επέτειο.
Δεν μπορεί να χαθεί στη λήθη το ματωμένο χρονικό της 20ης του Γενάρη 1827, όπου οι Τούρκοι του Αλμπάν μπέη, κύκλωσαν το χωριό την ώρα που οι κάτοικοι τιμούσαν στην ιστορική εκκλησία της Παναγίας τη μνήμη του Αγίου Ευθυμίου, τους υποχρέωσαν να βγουν ρίχνοντας αναμμένα πανιά βουτηγμένα στο λάδι στο εσωτερικό, τους περισσότερους κατέσφαξαν και τους υπόλοιπους τους μετέφεραν σκλάβους στην πόλη.
Σήμερα τιμώντας την επέτειο είπαμε να φωτίσουμε μερικές μορφές Λαμπιθιανών που καθένας στον τομέα του συνέχισε τις παραδόσεις της περιοχές και τίμησε τον τόπο μας. Ας θυμηθούμε μερικούς από αυτούς.
Ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης έγραψε τη δική του σελίδα στα τοπικά χρονικά.Γιος του Μανόλη είχε κι αυτός την επωνυμία «Μελάς», λόγω της μεγάλης παραγωγής μελιού, που ήταν μέρος των ασχολιών και των τριών αδελφών. «Μελάδες» τους άκουγες και πολλοί το απέδιδαν στο μειλίχιο χαρακτήρα τους. Ήταν κι αυτό από τις αρετές τους.
Ο Αθανάσιος διακρίθηκε ως σημαιοφόρος του 8ου Συντάγματος Ρεθύμνου. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Πολέμησε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό και στον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο.Παρασημοφορήθηκε και προήχθη επ’ ανδραγαθία στη νικηφόρο πορεία του ένδοξου στρατού μας. Στα δέκα χρόνια που υπηρέτησε την πατρίδα του γλίτωσε από θαύμα αρκετές φορές.Κι όμως, όταν απολύθηκε, ζήτησε να πάει εθελοντής με το αγαπημένο του 8ο Σύνταγμα, όταν τον Μάιο του 1919 γινόταν η απόβαση στη Σμύρνη.Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό γιατί δεν είχε ακόμα αποθεραπευτεί από τραύμα του και έπρεπε να αποθεραπευτεί.
Έτσι αναγκάστηκε να οργανώσει τη ζωή του και να βρει τον δρόμο του.Κατέβηκε στη Λαμπινή και δέχτηκε τον διορισμό εισπράκτορα στο Δημόσιο Ταμείο.Η επαγγελματική του αυτή ιδιότητα έγινε αφορμή να αναδειχθεί και ο φιλάνθρωπος που έκρυβε μέσα του.
Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι κι εκείνη την εποχή, στήριζε με όλες του τις δυνάμεις τους φτωχοφαμελίτες.
Πόσες και πόσες φορές δεν κάλυπτε ο ίδιος τις υποχρεώσεις εκείνων, που διαφορετικά θα είχαν συνέπειες με τον νόμο και θα έμενε η οικογένειά τους στο δρόμο. Επειδή οι γενιές εκείνες είχαν μεγάλο φιλότιμο, αρκετοί ήταν εκείνοι που όταν κατάφεραν να ορθοποδήσουν επέμεναν να του επιστρέψουν τα χρήματα που είχε δώσει. Οι πιο πολλοί όμως ανήμποροι να ανταποκριθούν, δέχονταν την βοήθειά του και ξεχείλιζαν τα χείλη τους από ευχές.
Ήταν και λεβεντάνθρωπος ο Θανάσης. Ξεχώριζε με το παράστημά του που έκανε πιο επιβλητικό η φροντισμένη τσοχαδένια φορεσιά του με τα λουστρινένια ποδήματα. Άστραφτε από αρχοντιά και δυναμισμό.
Παντρεύτηκε μια άξια γυναίκα την Ελένη Περάκη, που είχε γεννηθεί στο Ρέθυμνο. Πήγε «νύφη» στη Λαμπινή αλλά γρήγορα το χωριό την αγάπησε, γιατί ήταν καλή κι ευγενική, σεβαστική με όλους.Με την καλή του σύντροφο ο «Μελάς» είχε πάντα το σπίτι του ανοικτό και την τάβλα του στρωμένη. Άνθρωπος προκομμένος κατάφερε να αυγατίσει το βιος, που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ελιές, αμπέλια, περβόλια, δέντρα, κάρπιζαν ευλογημένα με την ακούραστη φροντίδα του.
Όπως συμβαίνει στα χωριά, αρκετοί ήταν εκείνοι που ακούσια είτε εκούσια, προκαλούσαν ζημιές με τα ζώα τους στην περιουσία του. Στις περιπτώσεις που ο σωφρονισμός επιβαλλόταν, έκανε μήνυση στους υπαίτιους κι όταν γινόταν η δίκη στο Σπήλι, πήγαινε πλήρωνε το πρόστιμο, που τους επέβαλε το δικαστήριο και τους έκανε και το τραπέζι σε ταβέρνα της κωμόπολης.
Αυτός ήταν ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης, ο περίφημος «Μελάς», που διακρινόταν και για την άριστη μνήμη του, που δεν τον πρόδωσε ούτε στα γερατειά του. Ο καλός και γενναιόδωρος συνεχιστής της κρητικής παράδοσης που με μαντινάδες εξέφραζε πολλές φορές τη σοφία του λαού μας.
Από το γάμο του απέκτησε ένα γιο τον Κώστα και μια κόρη τη Στέλλα.
Ο «Μονιάς» της Λαμπινής
Ο γιος του Αθανασίου, ο Κωνσταντίνος, ήταν ο περίφημος «Μονιάς» της Λαμπινής. Ο μεγάλος ποιητής που τίμησε τα Κρητικά Γράμματα.
Ο Κώστας Απανωμεριτάκης του Αθανασίου και της Ελένης το γένος Μάρκου Περάκη, γεννήθηκε στη Λαμπινή Αγίου Βασιλείου το 1917. Τα πρώτα γράμματα άκουσε στο Δημοτικό Σχολείο της γενέτειρας και εγκύκλιες σπουδές παρακολούθησε στο Ημιγυμνάσιο Σπηλίου και στο Πρακτικό Λύκειο Ρεθύμνου. Στις μεσαίες γυμνασιακές τάξεις άρχισε να αναδεικνύεται το ποιητικό του ταλέντο. Τα σχολικά του εκείνα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Μαθητική Ηχώ». Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει και στις Ρεθεμνιώτικες εφημερίδες «Ελεύθερος Λόγος» και «Τύπος» ποιήματά του με εξωσχολικό περιεχόμενο.
Τα ποιήματα της εποχής εκείνης, ο ίδιος που δεν χαριζόταν ούτε στον εαυτό του τα χαρακτήριζε πρωτόλεια.
Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου το 1939 και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε δάσκαλος στην Μεγάλη Τράβα Διδυτείχου. Στην εκπαίδευση υπηρέτησε ευδόκιμα σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Από το 1955 και μετά η υπηρεσία αυτή διανύθηκε σε σχολεία της πόλης του Ρεθύμνου, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Επίτιμου Διευθυντή Α’ το 1976.
Δόκιμος αξιωματικός έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Γερμανικό Πόλεμο. Έζησε στρατευμένος Ανθυπολοχαγός την κόλαση του Εμφυλίου και αποστρατεύτηκε Ανάπηρος Πολέμου με το βαθμό του εφέδρου Λοχαγού.
Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα εναντίον του κατακτητή σαν στέλεχος των αντάρτικων ομάδων της «Εθνικής Οργάνωσης Ρεθύμνης» (ΕΟΡ).
Κι όμως ποτέ δεν θέλησε να κάνει αναφορά στη δράση του αυτή. Η συμμετοχή του αυτή στους εθνικούς αγώνες και μετέπειτα οι δυσκολίες που συνάντησε υπηρετώντας τη δημοτική εκπαίδευση στα σχολεία της υπαίθρου δεν του επέτρεψαν να ασχοληθεί με την ποίηση. Έτσι ακολουθεί μια μακρά περίοδος σιωπής.
Πέρασε πολλά λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του που αρνείτο να συνεργαστεί με κύκλους εχθρών της Δημοκρατίας.
Μας έλεγε για το ήθος του μεγάλου μας ποιητή ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Κώστας Μυγιάκης που τον έζησε από κοντά:
«Ο αξέχαστος συνάδελφος υπήρξε παράδειγμα συνεπούς ιδεολόγου. Θυμάμαι με πόση λεβεντιά δέχτηκε την απόφαση του επιθεωρητή που κυριολεκτικά τον «εξόρισε» σε οργανική θέση από τις χειρότερες. Με τη γνωστή του αξιοπρέπεια αποδέχτηκε τη μοίρα του χωρίς η πικρία του να γίνει αντιληπτή από τους μαθητές και τον περίγυρό του. Έκανε το καθήκον του ως άξιος δάσκαλος πράττοντας κατά συνείδηση. Και παντού άφησε ίχνη δημιουργίας…».
Η συμμετοχή του στην πολιτιστική ζωή ήταν σημαντική και πάντα αναμενόμενη με ενδιαφέρον, επειδή δεν επιδίωκε την προβολή και δεν αναλώθηκε ποτέ σε συνεχείς παρουσίες αλλά επέλεγε πάντα τις εκδηλώσεις που θα υποστήριζε με την παρουσία και το έργο του.
Ακόμα και σήμερα δεν γίνονται εκδηλώσεις χωρίς να αναφέρονται ποιήματά του για το Αρκάδι, για τη Μάχη της Κρήτης, για τη Λαμπινή, για το Κέντρος.
Η εντυπωσιακή του δημιουργία στο χώρο της ποίησης, ξεκίνησε με τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Ρέθυμνο το 1955.
Εκεί αρχίζει να δημοσιεύει τα ποιήματά του στις Ρεθεμνιώτικες εφημερίδες «Κρητική Επιθεώρηση», «Ρεθεμνιώτικα Νέα», «Βήμα» και «Νέος Κόσμος», καθώς και σε άλλες εφημερίδες της Κρήτης, όπως στο «Δημοκράτη» Ηρακλείου και στο «Φως» Αγίου Νικολάου. Επίσης στις εφημερίδες της κρητικής παροικίας της Αθήνας «Κρητικός Κόσμος» και «Κρητικά Νέα», καθώς και στα περιοδικά «Κρητική Εστία» και «Προμηθεύς ο Πυρφόρος».
Παντρεύτηκε τη Μαρία το γένος Δημητρίου Σταυριδάκη και απέκτησε τρία παιδιά τον Θανάση, την Ελισάβετ και την Χρυσούλα. Ο γιος του κληρονόμησε το ταλέντο του στην ποίηση και το καλλιεργεί σε χαμηλούς τόνους πάντα.
Αντίσταση με την πένα
Ο Κώστας Απανωμεριτάκης, όπως και κάθε ασυμβίβαστη ψυχή, ήταν από τους πρώτους που έβαλε στο στόχαστρο η χούντα των συνταγματαρχών.
Αδιαφορώντας για τις διώξεις, τη δυσμενή μεταχείριση και την σκληρή αντιμετώπιση απάντησε στη βία με την πένα του. Κι έδωσε την περίφημη συλλογή «Τα τραγούδια του Κρυφού Σχολειού», που εκδόθηκαν αργότερα.
Βραβεύτηκε το 1966 με το πρώτο βραβείο στον παγκρήτιο διαγωνισμό της «Κρητικής Εστίας» με το ποίημά του «Κάλεσμα» (δημοτικό) και το 1979 με τον πρώτο έπαινο στον πανελλήνιο διαγωνισμό των «Κηφισσίων» με το ποίημά του «Αναστάσιμο» (λυρικό). Στην αίθουσα του Λυκείου των Ελληνίδων, τιμήθηκε από τον Σύλλογο Δασκάλων και Νηπιαγωγών νομού Ρεθύμνης, για το πλούσιο και άρτιο ποιητικό του έργο και το 2004 του απονεμήθηκε έπαινος από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση για το σύνολο του έργου του.
Έλαβε ακόμα πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της από το 1968 μέχρι το 1973.
Έχει ανθολογηθεί στην εγκυκλοπαίδεια «Κρήτη Αφιέρωμα», στη συλλογή «Κρητικά Δημοτικά Τραγούδια» του Παντελή Μαρκατάτου και στην ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μιχάλη Σταφυλά.
Έχει συμπεριληφθεί στο Λεύκωμα Κρητών Δασκάλων και συγγραφέων που εξέδωσε ο Σύλλογος Δασκάλων – Νηπιαγωγών Νομού Ηρακλείου «Νίκος Καζαντάκης».
Το 1991 κατά τη διάρκεια του λαμπρού εορτασμού που έγινε στη Φορτέτζα για τα ολοκαυτωμένα χωριά του Κέντρους απαγγέλθηκε ολόκληρο το ποίημά του το «Μπλόκο».
Το 1993 στον εορτασμό που έγινε στην αίθουσα του Ωδείου Ρεθύμνου με τη συμπλήρωση 80 χρόνων από την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, απαγγέλθηκε το ποίημά του «Ένωση», το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του «Τα τραγούδια του Κρυφού Σχολειού».
Το 2004 του απονεμήθηκε έπαινος από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ρεθύμνου για την προσφορά του με το συγγραφικό του έργο στην ανάδειξη των αγώνων της Εθνικής Αντίστασης.
Ο Κώστας Απανωμεριτάκης, ο σπουδαίος τροβαδούρος του Ρεθύμνου, έφυγε τα ξημερώματα της Κυριακής 12 Μαρτίου 2006, από ανακοπή καρδιάς και τάφηκε στις 13 Μαρτίου στο Δεύτερο Νεκροταφείο Αθηνών. Τα οστά του έχουν μεταφερθεί και εναποτεθεί στο Κοιμητήριο της Λαμπινής.
Το 2007 το Δημοτικό Συμβούλιο με απόφασή του ονοματοθέτησε οδό, που φέρει το όνομά του στην περιοχή του δήμου Ρεθύμνου.
Μιχάλης Παπουτσιδάκης: Ο μελωδικός ψάλτης και ποιητής
Εκτός από τους Κώστα και Θανάση Απανωμεριτάκη, τον Γεώργιο Σηφάκη (Σιμισακογιώργη) είναι και ο Μανόλης Παπουτσιδάκης ο γνωστός εκπαιδευτικός, χορωδός και ψάλτης. Η «ψυχή» κάθε συντροφιάς.
Ο τόσο σεμνός αυτός δημιουργός έχει το σπάνιο χάρισμα να «σκαρώνει» μαντινάδες στη στιγμή ανάλογα με το θέμα.
Και τον θυμάμαι σε εκδηλώσεις να μου βάζει με τρόπο στην παλάμη ένα χαρτάκι, όπου εκφραζόταν με το δικό του μοναδικό τρόπο αποτιμώντας το θέαμα ή το άκουσμα που είχε παρακολουθήσει με μαντινάδες άψογες σε σύνθεση, ρίμα και μέτρο.
Πατέρας του ήταν ένας επίσης εξαίρετος άνθρωπος και περίφημος ποιητής ο Μιχάλης Παπουτσιδάκης.
Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος που ελάχιστοι όμως θυμούνται. Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα με το ταπεινό αυτό αφιέρωμα.
Ο τόσο αγαπητός σε όλους κύριος Μιχαλάκης γεννήθηκε στη Λαμπινή.
Από μικρός έδειξε την έφεσή του στα γράμματα. Ήταν άριστος μαθητής και ένοιωθε έρωτα για τα θεία. Έτσι μετά το δημοτικό σχολείο, που τέλειωσε στο χωριό του, απομακρύνθηκε για ένα διάστημα στου Πρέβελη. Ενώ φαινόταν ότι θα ακολουθήσει το μοναχισμό, οι πατέρες της Μονής διακρίνοντας τη δίψα του για μάθηση, ανέλαβαν τις σπουδές του στην πόλη. Τον βοήθησαν να νοικιάσει μια καμαρούλα στο Ρέθυμνο κι έτσι προχώρησε στο Γυμνάσιο.
Μια φορά του έλαχε να δείξει το ταλέντο του στη λύρα και το βιολί. Είχαν πάει εκδρομή κι εκεί παίζοντας με ψυχή κέρδισε τους πάντες.
Μετά το Γυμνάσιο έδωσε εξετάσεις για μια θέση στο Δημόσιο. Πέτυχε μεν αλλά για μια θέση στο Δημόσιο Ταμείο Κατερίνης. Ούτε να το σκεφτεί ότι θα ξενιτευόταν. Αποφασιστικός καθώς ήταν συνέχισε να προσπαθεί δίνοντας εξετάσεις μέχρι που κατάφερε να διοριστεί στο γραφείο του Νομομηχανικού στο Ρέθυμνο.
Τώρα η ζωή του χαμογελούσε πλατιά. Άνθρωπος της παρέας και του γλεντιού, γέμισε όμορφες αναμνήσεις τους φίλους του από αξέχαστα γλέντια.
Ασχολήθηκε με επιτυχία και με τις μαντινάδες που δημοσίευε στην «Κρητική Επιθεώρηση» προπολεμικά με το ψευδώνυμο «Μ. Λαμπινιώτης».
Παράλληλα ήταν και ψάλτης με μελωδικότατη φωνή. Κι έψαλε στην ενορία του που ήταν στον Άγιο Νικόλαο.
Δοκίμασε την πρώτη του πικρία από την άδικη μεταχείριση ανθρώπων που έχουν να διαχειριστούν εξουσία τότε που χωρίστηκαν οι ενορίες.
Ενώ το σπίτι του ήταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο για να βολέψει ο εφημέριος το γιο του έδωσε στο Μιχαλάκη να καταλάβει ότι περίσσευε.
Εκείνος δεν είπε κουβέντα. Έπιασε το ψαλτήρι στους Τέσσερις Μάρτυρες αλλά είχε χαμηλή φωνή και είχε στο μεταξύ αρχίσει να υποφέρει από άσθμα. Ήταν το δικό του «παράσημο» από τον πόλεμο στη Αλβανία, όπου βρέθηκε ως έφεδρος αξιωματικός. Ενώ λοιπόν ήταν μελωδικότατος ψάλτης δεν μπορούσε να ακουστεί σε τόσο μεγάλο ναό. Τότε δεν υπήρχαν και μικρόφωνα. Υπέφερε όμως γιατί ήταν ευσυνείδητος και ήθελε να δίνει τον καλύτερο εαυτό του αλλά μάταια.
Τότε αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να φύγει στην Αθήνα. Ήταν στα 1956.
Το τάμα
Όταν πολεμούσε στην Αλβανία ο Μιχαλάκης βρέθηκε κάποια στιγμή σε πολύ δύσκολη θέση. Θυμήθηκε τότε τον Άη Γιώργη κι έκανε τάμα να γυρίσει ζωντανός και θα του έκανε εκκλησάκι. Στο νου βέβαια είχε τον Άη Γιώργη του Τράγκα, μιας τοποθεσίας βορείως της Λαμπινής, όπου υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος ναός.
Έκανε το τάμα του αλλά περνούσαν τα χρόνια χωρίς να του επιτρέπουν οι συνθήκες να κάνει αυτό που έταξε στον Άγιο.
Το 1966 πήρε σύνταξη από το Δημόσιο.
Με το εφάπαξ αποφάσισε να κάνει το τάμα του εκεί στην Ακροβατερή, όπου είχε φυτέψει ένα αμπέλι της γυναίκας του. Ξεκίνησε με 5.000 δραχμές και προσευχή να προχωρήσει με το καλό κι όπου φτάσει. Μπήκαν τα θεμέλια, προχώρησαν οι εργασίες μέχρι που έγινε το κτίσμα αλλά ήταν ξέσκεπο. Από χωρητικότητα τώρα ίσα που έμπαιναν 30-40 άνθρωποι στο εκκλησάκι.
«Πράγματι, μας λέει ο γιος του, το θυμάμαι που ξεκίνησε, έγιναν τα θεμέλια του, χτίστηκαν με τούβλο, μπήκαν οι κολόνες κι έμεινε ξεσκέπαστο. Ήταν μικρό. Να χωρούσε 30-40 ανθρώπους αυτό το εκκλησάκι κι ο κόσμος όλος».
Ένα τραγικό γεγονός στάθηκε αφορμή να γίνει το τάμα στην εντέλεια.
Είχε ένα φίλο ο Παπουτσιδάκης δάσκαλο, που ψάλανε κιόλας μαζί. Αυτός είχε ένα γιο περίπου 30 χρόνων που δυστυχώς πέθανε στον ύπνο του από αναρρόφηση. Θρήνος και οδυρμός στην οικογένεια αλλά και σε όλη την περιοχή γιατί ήταν ιδιαίτερα αγαπητή η οικογένεια.
Ο Μιχαλάκης δεν άφηνε λεπτό μόνο το φίλο του που ήταν απαρηγόρητος. Μια μέρα τον άκουσε να του λέει πως είναι διατεθειμένος να συμπληρώσει και να σκεπαστεί η εκκλησία αρκεί να γίνει διμάρτυρη. Να αφιερωθεί ένα κλίτος στον Άγιο Νικόλαο.
Χάρηκε με την πρόταση. Ο Παπουτσιδάκης δεν είχε καμιά αντίρρηση. Το μαθαίνει ο τότε Μητροπολίτης Τίτος και επειδή υπήρχε εκκλησία του Αγίου Νικολάου πρότεινε να αφιερωθεί το κλίτος στον Όσιο Νικόλαο τον Κουρταλιώτη. Έτσι κι έγινε η γνωστή εκκλησούλα στη θέση Ακροβατερή.
Έμεινε στην υπηρεσία του μέχρι το 1966 που συνταξιοδοτήθηκε. Κατέβαινε στην Κρήτη τα καλοκαίρια. Έφυγε από τη ζωή το 1986 χτυπημένος από την επάρατη σε ηλικία 78 ετών.
Πρόσφατα ο γιος του Μιχάλη Παππουτσιδάκη, ο Μανόλης, πήρε τους πρώτους στίχους του ποιήματος και με τον Σιμισακογιώργη τους έκαναν ριζίτικο στο ρυθμό του Διγενή.
Είναι πολλοί ακόμα που τίμησαν τη γενέτειρά τους Λαμπινή με την κοινωνική προσφορά και το έργο τους. Θα έχουμε όμως την ευκαιρία να τους αναφέρουμε σε επόμενα αφιερώματα.