Η πρώτη αρχαιολογική συλλογή δημιουργήθηκε στο Ηράκλειο το 1883, με τη φροντίδα του Φιλεκπαιδευτικού συλλόγου, που υπό την προεδρία του Ιατρού Ιωσήφ Χατζιδάκη κατόρθωσε να εξασφαλίσει εξουσιοδότηση της τότε Οθωμανικής Κυβέρνησης για τη δημιουργία Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το 1900 η αρχαιολογική συλλογή στεγάσθηκε σε δύο δωμάτια στην αυλή της Μητρόπολης του Αγίου Μηνά. Ευρήματα από τις πρώτες εκτενείς ανασκαφές εμπλούτισαν τη συλλογή, που παραχωρήθηκε στην τότε Κρητική Πολιτεία. Στο τέλος του 1900 η συλλογή μεταστεγάστηκε στο κτίριο Στρατώνων της σημερινής Περιφέρειας Κρήτης, με την φροντίδα των δύο πρώτων Εφόρων Αρχαιοτήτων της, των Ιωσήφ Χατζιδάκη και Στέφανου Ξανθουδίδη (Κοντογιωργάκη, 2014).
Η πρώτη μουσειακή αίθουσα κατασκευάστηκε το 1904-1907, στα ερείπια της Βενετσιάνικης εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου, με σχέδια του αρχιτέκτονα W. Dorpfeld και του γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρίας, Παναγή Καββαδία. Το 1908, μετά την προσθήκη δεύτερης αίθουσας, μεταφέρθηκαν εκεί οι υπάρχοντες αρχαιότητες από τους Στρατώνες. Το 1912 το κτήριο προσέλαβε όψη κλασικού κτηρίου και άρχισαν να μεταφέρονται ευρήματα από ολόκληρη την Περιφέρεια Κρήτης (Κοντογιωργάκη, 2014).
Η σημερινή δομή του κτηρίου του μουσείου ξεκίνησε το 1937 με σχέδια του Πατρόκλου Καραντινού. Δυστυχώς, οι εργασίες διακόπηκαν το 1935 με την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και τον κίνδυνο να απωλεσθούν τα πολύτιμα εκθέματα του κτηρίου, το οποίο διασώθηκε χάρη στις προσπάθειες του Νικολάου Πλάτωνα. Υπό την εποπτεία του, το μουσείο άρχισε να επαναλειτουργεί μετά το 1947. Το 1962 αγόρασε τη συλλογή του ιατρού Στυλιανού Γιαμαλάκη. Το 1964 προστέθηκε στο κτήριο μια νέα πτέρυγα και η έκθεση ολοκληρώθηκε υπό την εποπτεία του Στυλιανού Αλεξίου (Κοντογιωργάκη, 2014).
Το 1979 περίπου 35.000 Ηρακλειώτες διαμαρτυρήθηκαν κατά της εξαγωγής αρχαιοτήτων από το Αρχαιολογικό μουσείο στα πλαίσια διεθνών πολιτιστικών ανταλλαγών, με αποτέλεσμα να μην υλοποιηθούν οι εξαγωγές.
Από τον Νοέμβριο 2006 έως τις αρχές του 2014 το μουσείο παρέμεινε κλειστό για το κοινό λόγω εργασιών ανακαίνισης. Μια μικρή προσωρινή έκθεση με τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου μπορούσε κανείς να δει στην ειδική αίθουσα, που είχε διαμορφωθεί στη βορινή πλευρά του. Από τον Μάρτιο του 2014 το ανακαινισμένο μουσείο είναι πλέον πλήρως επισκέψιμο και πιο εντυπωσιακό.
Το αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου φιλοξενεί ευρήματα του Μινωικού πολιτισμού, ενός από τους σημαντικότερους προϊστορικούς πολιτισμούς του πλανήτη και του πρώτου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η σημασία και η ποιότητα των μνημειακών ευρημάτων το καθιστούν διεθνώς μοναδικό. Παρ’ όλη την μακρά ιστορία και κυρίως την ανεκτίμητη αξία του πολύτιμου θησαυρού του αρχαιολογικού μουσείου Ηρακλείου, δυστυχώς αυτό υστερεί σε σύγκριση με άλλα μουσεία της χώρας. Σημαντικός αριθμός αντικειμένων είναι αποθηκευμένα σε αποθήκες και υπόγειους χώρους του κεντρικού κτηρίου, δηλαδή ανάρμοστες δράσεις για τέτοιας αξίας πολύτιμους θησαυρούς. Αντίθετα, στην υπόλοιπη Ελλάδα τα κτήρια, που στεγάζουν τα περισσότερα αρχαιολογικά μουσεία, είναι μεγαλοπρεπή. Ένα τέτοιο αξιόλογο παράδειγμα αποτελεί το μουσείο Πατρών με σχετικά μειωμένο αριθμό ευρημάτων. Πιθανόν η πρόσφατη θεσμική αναβάθμιση του μουσείου Ηρακλείου, σε ΝΠΔΔ να συμβάλει στην γενικότερη αναβάθμιση του.
Το ίδιο συμβαίνει με τους αξιόλογους και μοναδικούς αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κνωσός, που είναι πιθανόν ο δεύτερος σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της χώρας μας, μετά την Ακρόπολη. Είναι ένας απαράδεκτα παραμελημένος χώρος, που δεν αναδεικνύει το κύρος του, προκαλεί ερωτηματικά στους διεθνείς επισκέπτες, μειώνει την επισκεψιμότητα και ενδεχομένως δεν προστατεύεται η σωματική ακεραιότητα των επισκεπτών, αφού είναι υποχρεωμένοι να εκτεθούν στα διερχόμενα αυτοκίνητα και άλλα εμπόδια.
Σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και σε αναπτυσσόμενες χώρες, ανάλογοι χώροι έχουν αναδειχθεί με μεγαλοπρεπείς εισόδους και περιβάλλοντες χώρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Περσέπολη στην Περσία, όπου μετακινήθηκαν ολόκληροι οικισμοί, προκειμένου να δημιουργήσουν μια μεγαλοπρεπή είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο.
Πιθανόν αυτή η υποβαθμισμένη κατάσταση των χώρων πέριξ της Κνωσού και ιδιαίτερα της εισόδου της, να έχουν συμβάλει στην μη αναγνώρισή της από την Unesco, ως μνημείου πολιτιστικής κληρονομιάς, σε αντίθεση με την Περσέπολη και το μουσείο της Βεργίνας, όπως έχει προαναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο.
Βιβλιογραφία
Κοντογιωργάκη, Ε. (2014). Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Κρήτες,https://papastephanaki-hasomeri.blogspot.com/2014/03/blog-post_19.html
*Ο Ανδρέας Ν. Αγγελάκης είναι Επίτιμο Μέλος και Distinguished Fellow της IWA (Παγκόσμιας Εταιρείας Νερού)