Είναι κάποιοι άνθρωποι που ξέρουν να κουμαντάρουν τη ζωή τους, όπως κι αν τους έρχεται, επειδή θέλουν να ζουν το κάθε λεπτό. Και μαζί τους, στην απόδραση αυτή, παρασύρουν κι όποιον άλλον έχει τη διάθεση, αλλά δεν διαθέτει κίνητρα για να το αποφασίσει.
Αυτό το συναντούμε έντονα αρχές του περασμένου αιώνα στο Ρέθυμνο, που πρυτάνευε η στέρηση, αλλά χωρίς ποτέ να δώσει χώρο στη μιζέρια.
Ήταν κάποιοι άνθρωποι, που σε πείσμα της φτώχιας, έδιναν χαρά στους γύρω τους. Και δεν αναφερόμαστε στους γνωστούς γραφικούς τύπους, που τόσο όμορφα μας περιγράφει ο Χάρης Παπαδάκης, στο νέο του βιβλίο και τους προσφέρει έτσι ένα οφειλόμενο μνημόσυνο στο διηνεκές.
Γράφουμε σήμερα για τους, άρχοντες στην καρδιά, Ρεθεμνιώτες που ήξεραν να μεταβάλουν σε γλέντι μια τυχαία συνάντηση και σε πανηγύρι μια καθιερωμένη αφορμή, όπως για παράδειγμα οι απόκριες.
Αυτούς τους περιγράφουν παραστατικά, με το στίχο ή την πένα του καθένας, ο Γιώργης Καλομενόπουλος, ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις και ο Κώστας Μαμαλάκης.
Κάποιοι από τους παραδοσιακούς αυτούς γλεντζέδες «είχαν τον τρόπο τους». Κάποιοι άλλοι κυνηγούσαν το μεροκάματο. Όταν έσμιγαν όμως κανένας δεν τους ξεχώριζε. Κι ήταν μια ομορφιά να τους βλέπεις να γλεντούν τόσο όμορφα κυρίως αποκριάτικες μέρες και νύχτες.
Αυτοί οι άνθρωποι σχημάτιζαν το περίφημο «Κομιτάτο» με ειδικότητες και ιδιότητες που θα βοηθούσαν και στην οργάνωση Καρναβαλιού.
Με το άνοιγμα του Τριωδίου ήταν σε γενική …επιστράτευση όλοι αυτοί, ηθοποιοί, γελωτοποιοί, μουσικοί, ερασιτέχνες όλοι, εραστές της καθωσπρέπει διασκέδασης και της αθώας, έστω και με κάποιες υπερβολές σάτιρας.
Όπως μας ενημερώνει ο Παπαδάκις, οι μουσικοί, οι οργανοπαίκτες και οι τραγουδιστές της εποχής όλων των τάξεων, επιστήμονες, μαραγκοί, υποδηματοποιοί, υπάλληλοι ήταν άριστα καταρτισμένοι τόσο στην κλασική μουσική όσο και στη σύγχρονη της μαντολινάτας, της τετραφωνίας και την Κρητική. Καθόλου τυχαίο αυτό από τη στιγμή που η Δημοτική Φιλαρμονική ήταν ένα σχολείο και μάλιστα με άριστους δασκάλους. Και να δεις που το Ρεθεμνάκι μας ξεχώριζε, γιατί καμιά άλλη πόλη, πουθενά στην Ελλάδα, δεν είχε τόση πρόοδο στη Μουσική και στις Τέχνες.
Μια από τις περίφημες παρέες μας γνωρίζει ο Κώστας Μαμαλάκης.Μια παρέα που έδιδε «ζωή» στο Ρέθυμνο και δεν άφηνε να πέσει ο τόνος της κοσμικής και κοινωνικής του κίνησης.Γλεντζέδες αμεριμνοαμέριμνοι τις ώρες της «σχολής» τους, αετοί όμως τις ώρες της «αιχμής» στους τομείς της δραστηριότητάς τους.
Ο καλόκαρδος λεβέντης Μιχάλης Βαλαρής.
Ο γλυκομίλητος -ροδόσταμο έσταζε η ομιλία του- Βαγγέλης Πλειαδάκης.
Ο εγκάρδιος, με το γερμένο ελαφρά κεφάλι στον ώμο και το ύφος το συλλογισμένο, Μανόλης Σκευάκης. Ο «υψικάρηνος» εύστροφος και δημοφιλέστατος ρέκτης Δήμαρχος. Μανώλης Γοβατζιδάκης, με «κορώνα» της παρέας τον ψυχικά αριστοκράτη Αριστείδη Κορωνάκη.
«Απόψε θα το κάψουμε και θα πεθάνει ο χάρος!», μονολογούσε συμβολικά ένας ακόμα ρέκτης, ο Βασίλης Τζανιδάκης, ο Καναρίνης με το όνομα.
Ένας ομορφάνθρωπος, καθώς ντυμένος πάντα στην «τρίχα» χρησιμοποιούσε και μια αργκό που δεν σόκαρε όμως.
Και το καλαμπούρι δεν θέλει κόπο θέλει τρόπο.
Ο Ζαχαρίας Πωλιουδάκης κοσμαγάπητος όταν περπατούσε δεν πρόφταινε να ανταποδίδει χαιρετισμούς. Ήταν περιζήτητος στις συντροφιές, γιατί δεν στέρευε ποτέ η ανεξάντλητη δεξαμενή ανεκδότων που διέθετε. Είχε το θείο χάρισμα να σκορπίζει τη χαρά και το γέλιο ελιξίριο της ζωής.
Κι ένα από τα μεγαλύτερα πειραχτήρια επίσης και πάντα έτοιμος για καλή παρέα ήταν ο Στέλιος Δρακάκης, που τάραζε το Γεώργιο Δαφέρμο με την απαίτησή του να αλλάξει την επωνυμία «Πυρφόρος» από το περιοδικό και να το κάνει «Καραφωτιάς»!!!
Περίφημοι γλεντιστές ήταν μεταξύ άλλων, οι αδελφοί Μουντριανάκηδες, ο Κούνουπας, οι Κανακάκηδες που έδιναν με το μεταδοτικό κέφι τους, άλλη γεύση στην αποκριά.
Οι λεράδες στα χωριά
Θ’ αλλάξουμε όμως τώρα οδηγό, καθώς θέλουμε να δούμε πως διασκέδαζαν τις Απόκριες στα χωριά του νομού μας. Ο Κώστας Ξεξάκης θα μας πάρει έξω από το Ρέθυμνο για να ζήσουμε στην ύπαιθρο του νομού «Τσι Μεγάλες Αποκρές που κουζουλαίνονται κι οι γρες».Και μας τις περιγράφει με το γνωστό του, γλαφυρό τρόπο, έτσι όπως τις ζούσε στα δικά του παιδικά χρόνια:
Όπως μας εξηγεί,οι μικρές Αποκρές είναι τις παραμονές του Σαραντάημερου και οι μεγάλες πριν τη μεγάλη Σαρακοστή.Οι μεγάλες αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη με το σφάξιμο του χοίρου είτε του Μαρτί (χρονιάρικο οικόσιτο αρνί) που ανατρέφει ο κάθε νοικοκύρης ειδικά για τις αποκρές.
Όλοι οι νοικοκύρηδες έχουν φροντίδα για το μαρτί τους να βγει οκάδες πολλές και ότινος «βγει» πάνω από είκοσι οκάδες να το διαφημίζει με υπερηφάνεια.
Από μέρες πριν τις Απόκριες τα κοπελάκια είχαν γίνει ανυπόφορος μπελάς για τον μπαμπά των.«Πότε μπαμπά θα πας στη χώρα;».Κι ο λόγος ήταν:«Να μου πάρεις μια μουρίδα».
Κάμποσα παιδιά ήταν τυχερά. Ο μπαμπάς έφερνε μια δυο μάσκες από τη χώρα. Ύστερα μαζεύονταν όλα κάπου κι άρχιζαν τις προετοιμασίες πως θα ντυθούν «Λεράδες». Θα φορούσαν δηλαδή κουδούνια.
Από τους κουραδάρηδες του χωριού εδανείζονταν κάμποσα λέρια, είτε μερικά παιδιά είχαν δικά των φυλαγμένα για την περίπτωση αυτή. Εστολίζοντο με παλιόρουχα φανταχτερά ανδρικά είτε γυναικεία.
Οι Λεράδες ήταν σημαντικό γεγονός, που το περίμεναν με αγωνία, όλο το χρόνο, αλλά και οι μεγάλοι για να γελάσουν κι αυτοί.Η πρώτη εμφάνιση γινόταν την Τσουκνοπέμπτη είτε την Κρέτινη Κυριακή.
Το τσούρμο των Λεράδων είχε κάποια ορισμένη τάξη στη σύνθεσή του. Κύριο πρόσωπο -πρωταγωνιστής- Αρχηγός ήταν ο «Αράπης», αυτός φορούσε μια κατάμαυρη μασκάρα. Ήταν ο πιο φανίσιμος μεγαλόσκυλος και κεφάτος. Μόνο ο Αράπης φορούσε πολλά κουδούνια -λέρια μικρά και μεγάλα.
Ήταν όλα περασμένα σε ένα σκοινί που το ‘χε ζωσμένο στη μέση του. Οι αποδέλοιποι φορούσαν πολύχρωμες και φανταχτερές μασκάρες κι ένα δυο μικρά κουδούνια και παρίσταναν άλλος τον ντελικανή, άλλος τη γριά άλλος τον γιατρό, τον κουτσό κλπ.
Στους δρόμους που περνούσαν ο Αράπης εταρακουνούσε τα κουδούνια του, που χτυπούσαν δαιμονισμένα κι οι άλλοι θορυβούσαν όσο μπορούσαν περισσότερο και τα μικρά παιδιά τρομοκρατημένα, επαραμέριζαν και μετά ακολουθούσαν όλα μαζί ένα τσούρμο.
Έμπαιναν λοιπόν οι Λεράδες, αράδα στα σπίτια κι εκεί έδιναν μια τρελή παράσταση. Χόρευαν δηλαδή κι πηδούσαν όλοι μαζί. Ο Αράπης ταρακουνούσε τα κουδούνια του και φοβέριζε γύρω γύρω, οι άλλοι ούρλιαζαν, κάποιος έπεφτε κάτω «άρρωστος» και τον παραλάβαινε ο γιατρός, άλλος διπλάρωνε τη γριά κι ο καθένας έκανε κι ένα νούμερο που ταίριαζε στην εμφάνισή του.
Στο τέλος έβγαζαν τις μουρίδες εξεμασκαρώνοντο και «Για ξάνοιξε του λόγου σου, ποιος είναι τουτοσές». Ακολουθούσε κέρασμα, κρασάκι, μυζηθρόπιτες κι άλλα αποχερίδια.
Έτσι με το σαματά των Λεράδων άναβαν τα αίματα για να καταλήξουν το βράδυ μικροί μεγάλοι στο χορό που εστελιώνετο σε κάποιο ευρύχωρο σπίτι, είτε συνηθέστερα στο σχολείο, όπου μαζευόταν όλο το χωριό και ξενυχτούσαν γλεντοκοπώντας.
Βάτος και Μοναστηράκι σε καιρό αποκριάς
Οι περισσότεροι από τους παράγοντες του Ρεθύμνου είχαν την καταγωγή τους από κάποιο χωριό του νομού.Παρατηρούμε από διάφορες μαρτυρίες αλλά και δημοσιεύματα ότι οι μνήμες από τα παιδικά χρόνια στο χωριό δεν επηρεάστηκαν ούτε από το χρόνο αλλά ούτε και από την κοινωνική ανέλιξη ενός εκάστου στην τοπική ιεραρχία.
Παράδειγμα ο λόγιος των λογίων του Ρεθύμνου ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, ο πολυγραφότατος που καταγόταν από το Βάτο Αγίου Βασιλείου. Σε κάποιο από τα δημοσιεύματά του αναφέρεται στο χωριό του και στις Απόκριες που έζησε εκεί. Γράφει σχετικά στο «Βήμα» Κυριακή 15 Μαρτίου 1959.
«Τα Σαββατοκύριακα της Τυρινής ήταν πάνδημο πανηγύρι. Γέροι, γριές, φτωχοί και πλούσιοι, άνθρωποι αμίλητοι τον άλλον καιρό, κι άλλοι που δεν τους είδα να γελάσουνε ποτές, γίνονταν αγνώριστοι. Φώναζαν, τραγουδούσαν, ντυνόντουσαν μασκαράδες και η τελευταία Αποκριά, η καθαρή Δευτέρα και πολλές φορές και η καθαρή Τρίτη, περνούσαν με όλο χωριό στο πόδι του γλεντιού και της χαράς.
Το πρωί που ξυπνήσαμε, δε γινότανε βέβαια ο θόρυβος της νύχτας, μα πάλι δεν είχε πάψει ολότελα. Στη μεσοχωριά ακουγόταν λύρα που έπαιζε και μαντινάδες.
Κι εγώ με τον πατέρα μου, πήγαμε στο αμπέλι μας, που είναι απέναντι στο χωριό, Σκουτάρα λένε το κατατόπι. Εκείνος, ένας ωραίος άντρας, ψηλός και λεβέντης, πιο ωραίος απ’ όλους τους χωριανούς, που κι αυτοί ήσανε σπάνια δείγματα Κρητικής ράτσας έκανε δουλειά. Εμένα με πήρε προφανώς για να μην ανησυχώ στο σπίτι να υπερυφανευόμουνα γιατί πίστευα πως ήμουνα μεγάλος και πήγαινα να τον βοηθήσω. Έτσι όπως είμαστε απασχολημένοι, ο πατέρας μου με τη δουλειά, κι εγώ με το παιχνίδι που έκανα με μερικά αρνάκια που είχαμε εκεί είδαμε στην έξοδο του χωριού μας στον κεντρικό δρόμο που είναι έξω από τη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μερικούς χωριανούς μας πεζούς που λυροπαίζανε και τραγουδούσαν, κι είχανε στη μέση τους καβαλάρη, σ’ ένα μαύρο γάιδαρο μεσοψοφισμένο από την κακοπέραση, επίσης ένα χωριανό μας, που τραγουδούσε κι αυτός φώναζε. Ο γάιδαρός του, παρά την κακοπέραση και την αδυναμία του, έτρεχε και χλιμιντρούσε και καμιά φορά κατάβαλε προσπάθεια ακόμη και να γκανίσει.
Αυτός ο χωριανός μου, ο καβαλάρης λεγότανε Καμνής. Νύχτα έφευγε από χωριό και νύχτα γύριζε. Είχε οικογένεια και παιδιά, μια μέρα δεν τα είδε ποτές. Δούλευε όλο στα χωράφια, κι ολομόναχός του.
Ο Καμνής, ήταν ο άνθρωπος στο χωριό, που ζούσε μόνο με τον εαυτό του. Καμιά παρέα ούτε και κουβέντα έκανε ποτέ στη ζωή του, οξώ από τον χαιρετισμό του θεού.
Τούτος λοιπόν ο παράξενος χωριανός περνούσε το πολύ πρωί της καθαρής Δευτέρας, από τη μεσοχωριά και πήγαινε κάπου να δουλέψει. Μα εκεί του έτυχεν ο πειρασμός. Οι χωριανοί που ξενυχτίσανε στο γλέντι, τον αιχμαλωτίσανε μαζί με τον γάιδαρό του, τους βάλανε μέσα σε ένα καφενείο και τους πότισαν άφθονο κρασί. Στου ζώου το στόμα έβαλαν με ένα χωνί και το θαύμα έγινε. Ο αμίλητος Καμνής, φώναζε τώρα χαρούμενα προσπαθώντας να τραγουδήσει, πάνω στο γάιδαρο καβαλάρης και το υποζύγιο του πήρε δύναμη και ζωή από το πιοτό, ξύπνησαν τα νεύρα του, θυμήθηκε παλιές καλές μέρες και από κει που ήτανε ψόφιος, τώρα χλιμιντρούσε κι έτρεχε και τα πόδια του μπέρδευε τόσο που θα ρίχνανε το αφεντικό τους, αν δεν τον κρατούσαν οι συνοδοιπόροι τους.
Σ’ αυτό το σκηνικό η παρέα, στο αμπέλι μας, στο γάιδαρο του Καμνή ήσαν φορτωμένοι εκτός από αυτόν μεζέδες και κρασί. Σκόλασαν τον πατέρα μου από τη δουλειά, που πολύ αστείο του φάνηκε το θέαμα του Καμνή και του γαιδάρου του, κι άρχισεν εκεί το φαγοπότι.
Σιγά – σιγά μαθεύτηκαν από στόμα σε στόμα τα γεγονότα του αμπελιού μας, κι έφταναν οι χωριανοί με φαγιά και πιοτά πατείς με πατώσε, ώστου μαζεύτηκαν όλοι, κ και μέσα σε μια όμορφη και γλυκιά λιακάδα, και σε απέραντη χαρά και αγαλλίαση. Έτσι άνοιξαν εκείνο το χρόνο την Σαρακοστή με αδιάκοπο γλέντι».
Μνήμες Δημήτρη Αρχοντάκη
Ο αξέχαστος Δημήτρης Αρχοντάκης, από τους μακροβιότερους δημάρχους του Ρεθύμνου, στα τελευταία χρόνια της ζωής του μας άφησε και προσωπικές μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στο Μοναστηράκι και στην Ορνέ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Απόκρια στο Μοναστηράκι, όπως την περιγράφει με το γνωστό του εκείνο λογοτεχνικό ύφος χαρακτηριστικό και στα επίσημα έγγραφα ακόμα…
«Από τις Απόκριες στο Μοναστηράκι έχω επίσης άμεσα βιώματα, ξέρω όμως και από τον παππού μου και άλλους σύγχρονούς του ότι εκτός από την παρέα των συνήθως μασκαρεμένων που περιερχόταν τραγουδώντας τα σπίτια του χωριού, παλιότερα έκαναν και είδος αθλητικών αγώνων και έπαιζαν ομαδικά παιχνίδια.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια της περιοδεύουσας παρέας συχνά γινόταν αγώνας οινοποσίας, που ξεκινούσε με μια προσωπική πρόκληση ενός κωμαστή προς ένα άλλο: «Θα σε κάμω να πεις «βίκο»!». Η πρόκληση γινόταν αποδεκτή και οι δυο συμπότες έκτοτε έπιναν την ίδια ποσότητα κρασιού μέχρι τελικής πτώσεως. Παρευρέθηκα σε μια τέτοια οινομαχία, που έληξε όταν ο ένας μονομάχος δήλωσε «βίκο!», σηκώθηκε τρεκλίζοντας και κατευθύνθηκε υποβασταζόμενος προς το σπίτι του, κάτω από τα εύθυμα σχόλια των υπόλοιπων κωμαστών.
Για πολύ καιρό έκτοτε διερωτόμουνα γιατί ο «βίκος», το γνωστό ψυχανθές, εξέφραζε την ήττα στην οινοποσία και γιατί όχι άλλα ζωοτροφικά όσπρια όπως το ρόβι ή το λαθούρι. Τελικά, φοιτητής πια, κατέληξα στην άποψη ότι δεν επρόκειτο για το φυτό «βίκος», αλλά για βενετσιάνικο γλωσσικό κατάλοιπο, κάτω από το οποίο υπολάνθανε το λατινικό παθητικό ρήμα Vincor (ηττώμαι, νικήθηκα). Και σήμερα βρίσκω πολύ πιθανή την άποψη αυτή.
Η χαρά της ζωής, όταν βιώνεται πλούσια, ανακαλεί στη σκέψη και το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης και φέρνει το συναίσθημα της μελαγχολίας που χαρακτηρίζει κι αυτό την κρητική ποίηση. Συχνά στο τραγούδι αντιπαραβαλλόταν η προσωρινότητα του ανθρώπου προς την αιωνιότητα της Φύσης:
Στα ομαδικά γλέντια, με τη βοήθεια και του εξαίρετου αμαριώτικου κρασιού, οι άνθρωποι εκφραζόταν απροκάλυπτα, «εκ βαθέων».
Ομαδικά παιχνίδια και αυτοσχέδιοι αγώνες γινόταν κανονικά την Καθαρά Δευτέρα στην πλατεία του χωριού. Δεν τα πρόφτασα, αλλά από διηγήσεις ξέρω ότι τα κυριότερα ήταν:
- «Το Καράβι». Ήταν διελκυστίνδα, δύο ισάριθμες ομάδες διεκδικούσαν ένα μακρύ ξύλο (μια τέμπλα) αντί για το χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται σήμερα στους αγώνες.
- «Το Τόπι». Παιζόταν από πέντε άτομα. Τα τέσσερα σχημάτιζαν ένα κύκλο και το πέμπτο έμπαινε στη μέση. Οι τέσσερις πετούσαν ο ένας στον άλλο ένα σφιχτοδεμένο δεμάτι χόρτα και ο μεσαίος έπρεπε να καταλάβει εγκαίρως για ποιον προοριζόταν και να προλάβει να το αρπάξει στον αέρα. Αν το πετύχαινε, ήταν υποχρεωμένος αυτός που το πέταξε να τον σηκώσει στην πλάτη του και να κάνει το γύρο της πλατείας υπό τους καγχασμούς των θεατών.
- «Το Βόλι». Κανονικός αγώνας, όπως σήμερα.
- «Ο Αγγελικός Χορός». Μια δεκαριά άτομα, τα πιο ρωμαλέα, έπιαναν στον χορό αγκαλιασμένα σφιχτά σ’ ένα κύκλο. Πάνω στους ώμους τους ανέβαιναν άλλοι τόσοι πατώντας καθένας στους ώμους δύο διπλανών και σχημάτιζαν και αυτοί αγκαλιασμένοι ένα σφιχτό κύκλο. Το ζητούμενο ήταν πόση ώρα θα σήκωναν οι από κάτω τους από πάνω και να χορεύουν κιόλας και πώς θα κρατούσαν οι από πάνω την ισορροπία τους. Ήταν είδος επίδειξης αντοχής και ισορροπίας.
- Οι «Αμάδες». Το γνωστό παιχνίδι επιδεξιότητας.
- « Ποταμός». Ένας διασκεδαστής έσκυβε μέχρι ν’ ακουμπήσουν τα δάχτυλά του στη γη. Ο επόμενος τρέχοντας ακουμπούσε τα χέρια του στην πλάτη του πρώτου, πηδούσε πάνω απ’ αυτόν και έπαιρνε τη στάση του πρώτου μπροστά του. Το ίδιο ο τρίτος, όλοι στη σειρά μέχρι που ο πρώτος γινόταν τελευταίος. Τότε επαναλάμβανε τον κύκλο μέχρι να έρθει πάλι τελευταίος και ούτω καθεξής.
Είναι ελκυστική η ανάμνηση των εορταστικών αυτών εκδηλώσεων και η συσχέτισή τους με τα αρχαία Ανθεστήρια που τελούνταν την ίδια εποχή με τις σημερινές Απόκριες, τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου, και περιλάμβαναν εορτασμούς, αγώνες οινοποσίας, όπως προκύπτει λόγου χάρη από την παρωδία τους στους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, άλλους αγώνες και απεριόριστη ευθυμία και ελευθεριότητα…».
Το αφιέρωμά μας στις παλιές Απόκριες συνεχίζεται…