Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΙΩΤΑΚΗ*
O Μαξ Βέμπερ, στην ομιλία του, «Η πολιτική ως (κύριο) επάγγελμα» (και όχι ως παράλληλη ενασχόληση) αναφέρεται σε δυο αφηρημένα και μονόπλευρα μοντέλα που στην καθαρή αυτή μορφή τους συναντώνται σπάνια στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τα μοντέλα αυτά, η πολιτική μπορεί να αποτελεί, εναλλακτικά, είτε μόνο βιοποριστικό επάγγελμα και καριέρα για τη συμμετοχή στην εξουσία ή μόνο υπεύθυνη κοινωνική αποστολή. Στην πραγματικότητα, η πολιτική ως κύριο επάγγελμα αποτελείται από τον ετεροβαρή συνδυασμό και των δυο αυτών μοντέλων, πλησιάζοντας κάθε φορά, περισσότερο ή λιγότερο, είτε στο ρόλο του εγωιστικού επαγγέλματος ή στο ρόλο της κοινωνικής αποστολής. Στη βάση αυτή, η πολιτική ως κύριο επάγγελμα, όσο κι αν είναι συμβατή με την κοινωνική αποστολή, ωστόσο στις πλείστες των περιπτώσεων προσανατολίζεται πολύ περισσότερο στην απόκτηση και διατήρηση της εξουσίας. Η τάση αυτή της αυτονόμησης της πολιτικής ως «εγωιστικού επαγγέλματος» έχει ως επακόλουθο την υποβάθμιση της κοινωνικής αποστολής της και παρατηρείται κατεξοχήν στα προσωποπαγή κόμματα των προυχόντων και στα φαινόμενα οικογενειοκρατίας, όπου διαιωνίζονται οι κοινωνικές παθογένειες και ανισότητες.
Ενάντια στα φαινόμενα αυτά έχει καθιερωθεί και στην Ελλάδα, στις τελευταίες δεκαετίες, η μαζική – λαϊκή εκλογή των προέδρων ή αρχηγών των κομμάτων εξουσίας σύμφωνα με αντίστοιχες δημοκρατικές διαδικασίες. Η λαϊκή αυτή εκλογή άρχισε πρώτα από το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια επεκτάθηκε στη Νέα Δημοκρατία και τον Σύριζα. Με το σύστημα αυτό, ο αρχηγός και υποψήφιος εκάστου κόμματος για την πρωθυπουργία (ή την προεδρία, όπως π.χ. στις ΗΠΑ) εκλέγεται πριν από τις κοινοβουλευτικές (ή τις προεδρικές) εκλογές, από την ευρύτερη λαϊκή βάση του κόμματός του και όχι άτυπα ή από το κομματικό συνέδριο, από το σύνολο των βουλευτών ή από μια «κομματική κλίκα» (βαρόνων στα καθ’ ημάς). Η καινοτο-μία αυτή που οδηγεί στη «μαζική – λαϊκή δημοκρατικοποίηση της πολιτικής» κατά τον Μαξ Βέμπερ, άρχισε να καθιερώνεται στην Ελλάδα από τον Γιώργο Παπανδρέου (για διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος), όμως δεν έχει επεκταθεί σε μικρότερα και προσωποπαγή – και ως εκ τούτου μάλλον θνησιγενή – κόμματα, όπως έγινε π.χ. με το Ποτάμι.
Από τη σκοπιά αυτή αξίζει να δούμε την απόφαση του λαϊκά εκλεγμένου προέδρου του ΠΑΣΟΚ να μην αποδέχεται, μέχρι τώρα, τους επίσης λαϊκά εκλεγμένους αρχηγούς της Ν.Δ. και του Σύρριζα ως υποψηφίους πρωθυπουργούς, για τη συμμετοχή του σε συγκυβέρνηση πλειοψηφίας με το ένα ή το άλλο κόμμα. Η άρνησή του αυτή δεν δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα, ωστόσο έρχεται σε αντίθεση με τη δημοκρατική λαϊκή εκλογή των κομματικών αρχηγών και υποψηφίων πρωθυπουργών. Δεν θα επεκταθώ στο θέμα της ακυβερνησίας και κατά συνέπεια στην όξυνση της πόλωσης που μπορεί να αποβεί εις βάρος του ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές από την άρνηση αυτή. Τονίζω μόνο ότι, όσο πιο πολύ πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο περισσότερο εκδηλώνονται οι αρνητικές παρενέργειες από τη συνεχιζόμενη αυτή εμμονή η οποία ίσως στόχευε αρχικά μάλλον σε ένα σοκ (big bag), έχοντας ως αφετηρία μάλλον τον προβληματισμό των μελών του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, μήπως με την παθητική συμμετοχή τους σε μια κυβερνητική συνεργασία παρουσιαστούν σαν η «ουρά» τού ενός ή του άλλου κόμματος για την απόκτηση της πλειοψηφίας στη Βουλή, με όλες τις αρνητικές παρενέργειες που θα είχε για το κόμμα τους. Και αντίστροφα όμως: Η εμμονή στην άρνηση συγκυβέρνησης, χωρίς αγώνα για γόνιμους και επωφελείς συμβιβασμούς σε εμπράγματα πολιτικά θέματα, θα επέφερε επίσης μεγαλύτερη πόλωση στις επόμενες εκλογές και την περαιτέρω συρρίκνωση του δικού τους κόμματος. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές δεν συγκρίνονται με τα δημοψηφίσματα, τα οποία γίνονται για την απάντηση σε μονοθεματικά ερωτήματα με ένα απλό «ναι» ή ένα «όχι». Σε αντίθεση προς τα δημοψηφίσματα, οι συνταγματικά και λαϊκά εκλεγμένες (συγ)κυβερνήσεις έχουν τις δυνατότητες και την υποχρέωση να κάνουν απαραίτητους και σε τελευταία ανάλυση επωφελείς πολιτικούς συμβιβασμούς ανάμεσα σε ακραίες επιλογές, μία από τις οποίες ήταν π.χ. η ατυχής ένταξη αστυνομικών σε κεντρικά πανεπιστήμια.
Η αναγνώριση της λαϊκής κομματικής ανάδειξης των αρχηγών και υποψηφίων πρωθυπουργών άλλων κομμάτων, ακόμη κι αν δεν είναι αρεστή στο μικρότερο κόμμα με το οποίο θέλουν να συγκυβερνήσουν, αποτελεί ένα θέμα με το οποίο ο συμβιβασμός είναι θεμιτός – εφόσον βέβαια δεν προσκρούει στα μεγάλα και εμπράγματα πολιτικά θέματα που αποτελούν το πεδίο αντιπαράθεσης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ έχει δείξει μέχρι τώρα ότι δεν είναι πειθήνιο όργανο κανενός και μπορεί να προχωρεί με αίσθηση του μέτρου και σύμφωνα με τις αρχές του κόμματός του σε κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και λογικούς συμβιβασμούς.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Κρήτης