Συνεχίζουμε σήμερα το ιστορικό αφιέρωμα μας σε Ρεθεμνιώτες αγωνιστές στην επανάσταση του 1821 και θα γνωρίσουμε μια σπουδαία μορφή, τον Βασίλειο Σμπώκο αλλά και κάποιους άλλους που πέρασαν στην ιστορία με χρυσά γράμματα.
Από τις μεγάλες μορφές του 1821 ήταν ο Βασίλειος Σμπώκος που ανέδειξε με τις μελέτες του ο επιφανής ιστορικός κ. Γιώργης Σμπώκος, πρώην δήμαρχος Ανωγείων.Αυτός, όπως τονίζει ο συγγραφέας και στο ντοκιμαντέρ μας «Η συμβολή των Ανωγείων στην επανάσταση του ’21», εκτός των άλλων αρετών του ήταν ακριβοδίκαιος. Και σ’ αυτόν κατέφευγαν οι πάντες για συμβουλή στις διαφορές τους. Κι όταν φούντωσε ο αγώνας και πάλι αυτός είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο για την τύχη των αιχμαλώτων. Ήταν φυσικό να τον υμνήσει και η λαϊκή μούσα:
Αφουγκραστείτε να σας πω για τον Σμπωκοβασίλη
τ’ Ανωγειανού οπλαρχηγού που τρέμαντονε χίλιοι.
Εφόρειε φέσι λαχουρί και τη μακριά μαχαίρα,
ο Κόρακας σηκώθηκε και του ‘δώκε καθέγκλα.
– Σμπώκο ‘τουδά που βρίνεσαι Τούρκος να μην προβάλει,
και εγώ απoύ τη Μεσσαρά, δε θα πατήσουν άλλοι.
Ο Βασίλειος Γεωργίου Σμπώκος (1775-1858) ο περίφημος Σμπωκοβασίλης, που έτυχε της αναγνώρισης και αυτού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, διετέλεσε αρχηγός των Ανωγείων και Άνω Μυλοποτάμου την περίοδο της επανάστασης (1821-1830). Είχε ένα μοναδικό τρόπο να περιφρονεί τον θάνατο. Άτρομος και γενναίος προκαλούσε πανικό στον εχθρό. Ο Βασίλειος Σμπώκος, υπήρξε ένας από τους πρώτους Κρητικούς που μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρία. Στην περίοδο της Επαναστάσεως (1821-1830), κατάφερε να κάμει τον Μυλοπόταμο Ρεθύμνου και ιδιαίτερα τα Ανώγεια, ψυχή του αγώνα στην Κεντρική Κρήτη.
‘Όταν οι Μυλοποταμίτες πολιορκούσαν στις αρχές της Επανάστασης τους Τούρκους, στον πύργο του Κιρίμ Αγά στην Επισκοπή Μυλοποτάμου κι οι Τούρκοι φώναζαν στους Έλληνες πως έρχεται στρατός από το Ηράκλειο να τους διαλύσει, αυτοί κάνοντας χρήση του ονόματος του Σμπωκοβασίλη, για να τους τρομοκρατήσουν τους απαντούσαν: «Ο Σμπωκοβασίλης τσι κατέστρεψε στο Σκλαβόκαμπο», πράγμα που είχε συμβεί.
Σύμφωνα με τον Γεώργιο Σμπώκο στο Σκλαβόκαμπο γράφτηκε μια εποποίας.
«Οι Ανωγειανοί, μας είπε χαρακτηριστικά, περίφημοι στο τρέξιμο, παρακολουθούσαν το ασκέρι του γενίτσαρου Λαδάογλου, από κορφή σε κορφή ευθύς ως πέρασε την Τύλισσο. Ειδοποιούν τους Ανωγειανούς καπετάνιους τον Βασίλη Σμπώκο, τον Γιάννη και Σταυρούλη Νιώτη, τον Σταύρο Ξετρύπη, τους Σκουλάδες και τον περίφημο Παλμέτη από το Καμαράκι, να τρέξουν και να πιάσουν τα στενά του Σκλαβόκαμπου. Όλα-όλα τα τουφέκια τους στ’ Ανώγεια την ημέρα εκείνη ήταν μόνο εκατό. Είχε και ο Παλμέτης μια εικοσαριά τους ακολούθησαν όμως πάνω από διακόσιοι Ανωγειανοί άλλοι με χονδρά ραβδιά, άλλοι με σπαθόβεργες και άλλοι με λουράτες σφενδόνες. Σε λίγη ώρα οι Ανωγειανοί μαζί με πεντέξι οπλοφόρους που βρήκαν στις Γωνιές, είχαν πιάσει τα περάσματα του Σκλαβόκαμπου».
Η επίθεση έγινε αιφνιδιαστικά, οι Τούρκοι και να είχαν περιθώρια να αμυνθούν δεν πρόλαβαν καν να το σκεφτούν επειδή οι επιτιθέμενοι Ανωγειανοί ήταν όχι μόνο ευλύγιστοι αλλά και ισχυροί πολεμιστές που μέσα σε λίγες ώρες η μάχη είχε λάβει τέλος εξουδετερώνοντας ολόκληρο το τουρκικό Σώμα. Οι λιγοστοί Τούρκοι που επέζησαν του δράματος, αυτής της μάχης κόλασης όπως την αποκάλεσαν καθώς τα διηγούνταν μετά, τσακισμένοι και ντροπιασμένοι διάβηκαν το βράδυ την πόρτα του κάστρου για να σκορπίσουν τον πόνο και την πίκρα τους στους υπόλοιπους για αυτή την απρόσμενη ντροπιαστική ήττα.
Μετά από την μάχη οι Κιρίμηδες της Επισκοπής Μυλοποτάμου αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Με αναπτερωμένο το ηθικό τους αμέσως μετά τη νίκη του Σκλαβόκαμπου για τις απανωτές νίκες τους οι επαναστάτες κυρίως οι Ανωγειανοί με τον Παλμέτη και μερικούς Γωνιανούς, πραγματοποιούν κατά τον ιστορικό Γ. Δακανάλη εκστρατεία στα Σφακιά. Αυτό αποφασίστηκε επειδή όλοι οι Τούρκοι της Κρήτης έκαναν σχέδια να εισβάλλουν στα Σφακιά επιδιώκοντας με κάθε τρόπο τον αφανισμό του απάτητου αυτού κάστρου της ελευθερίας.
Η τούρκικη εισβολή γίνεται τόσο από τον Σερίφ πασά, όσο και από τον περιβόητο Καούνη με την πλέον σημαντική τουρκική δύναμη. Παρά τη μεγάλη δύναμη όμως που διέθεταν οι Τούρκοι εισβολείς, κατατροπώθηκαν από τη μικρή σχετικά δύναμη των Ελλήνων, για τους ιστορικούς, κι ετράπησαν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας αμέτρητους νεκρούς και πολύτιμα λάφυρα στα πεδία των μαχών. Η συμβολή των Ανωγειανών σε αυτή την εκστρατεία βοηθείας ήταν αναμφίβολα μεγάλη δεδομένου ότι συμμετείχαν σε αυτήν σχεδόν το σύνολο των μάχιμων αντρών τους αφήνοντας μόνο μια μικρή φρουρά στ’ Ανώγεια με αρχηγό τον Ι. Πλεύρη, που κι αυτή προξένησε πολλές ζημιές στους Τούρκους καθώς επέστρεφαν από τα Σφακιά στο Ηράκλειο. Κι ενώ συνεχίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις στα Χανιά και στη Σούδα ορισμένοι Ανωγειανοί με τον Σφακιανό Θ. Χούρδο επιστρέφουν και αφού τον Μυλοπόταμο είχε πλέον καθαρίσει από τους Τούρκους αποφασίζουν να τραβήξουν προς το Μαλεβύζι και να βοηθήσουν τον εξαιρετικό πατριώτη Π. Ζερβουδάκη που προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον κόσμο στην επαρχία του και να δυναμώσει η δράση τους στα καστρινά. Ο ερχομός όμως του Χούρδου, του Σμπώκου, του Σγουρού, του Παλμέτη, των Σκουλάδων και των Νιώτηδων, κατά τον Μουρέλλο, έδωσε νέα δύναμη στην προσπάθειά του Ζερβουδάκη…
Σύμφωνα πάντα με τον Γεώργιο Σμπώκο, «Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια ο Βασίλειος Σμπώκος υπήρξε η κατευθυντήρια δύναμη του αγώνα εναντίον των φοβερών γενιτσαραγάδων που λυμαίνονταν την περιοχή της Κεντρικής Κρήτης. Φίλος αδελφικός με τον Λόγιο, τον Κουρμούλη και τον Λεράτο, σχεδίασε κατά τρόπο τέλειο την εξόντωση του Τουτουτζή Αγά του Βενιού, του Γιουσούφ Αγά του Αμυγδαλιά, του Ντερβίς Αγά των Κουρτών, του Αμέτ Αγά, γιου του Λουμάν Αγά και τέλος του Ασάν Αγά του Αγίου Ιωάννου Μυλοποτάμου, έχοντας πάντα στο πλευρό του τους ήρωες σταυραδελφούς του, Σταυρούληδες, Νιώτη και Ξετρύπη και γενικότερα όλους τους Ανωγειανούς, οι οποίοι τον βοηθούν να φέρει σε πέρας και μια άλλη μεγάλη και σημαντική προσπάθεια, ν’ αποτρέψει την απόπειρα άλωσης της ορεινής περιοχής των Ανωγείων από Τούρκους κτηνοτρόφους. Γρήγορα όμως γίνεται καρφί στα μάτια των Τούρκων αγάδων, οι οποίοι πληροφορούνται την δράση του και κατ’ επανάληψη επιδιώκουν να τον δολοφονήσουν, όπως συνέβη με τους δυο αγάδες που ξαφνικά και αναπάντεχα τον επισκέπτονται και τον πετυχαίνουν μόνο και άοπλο να τυροκομά στο μητάτο του στην Ξερολίμνη και που κατάφερε χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα και τη δύναμη του, χύνοντας τους καυτό χουμά, να τους αφοπλίσει και να τους κατασφάξει με τα δικά τους μαχαίρια».
Ο Βασίλειος Σμπώκος ήταν ένας από τους δεκάδες- εκατοντάδες που βρέθηκαν να πολεμούν απέναντι στους Τούρκους σε πεδία μαχών της Πελοποννήσου, στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Σμπώκο, όπως αναφέρει στα βιβλία του «Πρωταγωνιστές της Λευτεριάς» και «Ανώγεια – Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους»,… «Τέτοια ήταν η αναγνώριση της μεγάλης αξίας του, ώστε η παρουσία του ενέπνεε θάρρος και πίστη για τη νίκη στους Έλληνες, ενώ αντίθετα τρομοκρατούσε και πανικόβαλε τους Τούρκους». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θέλοντας να τον τιμήσει για την ανδρεία που επέδειξε και να του δείξει την ευγνωμοσύνη του για τη συμμετοχή του στους αγώνες για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, του έκανε δώρο ένα σπαθί, «… ωραίο σπαθί (πάλα) που το έφερε μαζί του επιστρέφοντας στα Ανώγεια», όπως αναφέρουν οι πηγές, δώρο ακριβό και τιμημένο, που παραμένει μέχρι σήμερα αιώνιο σύμβολο αγώνων των Ανωγείων ανά τους αιώνες, ενάντια σε κάθε κατακτητή. Το συγκεκριμένο σπαθί βρίσκεται στον δήμο Ανωγείων σε ειδική προθήκη και θυμίζει την πορεία του Ανωγειανού Οπλαρχηγού ο οποίος το 1824-1826 μαζί με τον Σταύρο Ξετρύπη και τον Ιωάννη Πλεύρη και άλλους οπλαρχηγούς της Κρήτης πηγαίνει στην Πελοπόννησο, όπου πολέμησε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη.
Μετά μάλιστα την επιστροφή του στη Μεγαλόνησο συνεργάζεται με τον Μπαλμέτη (Παντερή), Νιώτη, Ξετρύπη και τους άλλους και δημιουργούν την περίφημη «μπροσκάδα» του Στρούμπουλα, διατηρώντας έτσι για πολύ χρόνο άσβηστη τη φλόγα της Επαναστάσεως και στην οποία αναφέρεται το τραγούδι του Σταύρου Νιώτη:
«Από τον Τίμιο Σταυρό ώστε να βγει στον Κόρφο,
πενήντα Τούρκους έσφαξε ο Νιώτης με το Σμπώκο…»
«Στον Ευγαρσό ‘ποκατωθιό κάνει ‘ναν καμπαθούρι
κι έκεια τσι κουβαλούσανε Σμπώκος με το Σπιθούρη…».
Βερνάρδος Εμμανουήλ: Ο Ρήγας του Ρεθύμνου
Και μετά τον Σμπώκο ας έρθουμε στον «Ρήγα» του Ρεθύμνου τον Εμμανουήλ Βερνάρδο.
Ο μεγάλος αυτός αγωνιστής πριν την Επανάσταση του ’21 είχε εγκατασταθεί στο Ιάσιο, όπου διετέλεσε διευθυντής του Ελληνικού Τυπογραφείου Βοηθούσε με κάθε τρόπο στην προετοιμασία της εθνεγερσίας. Έγκριτοι ιστορικοί αναφέρουν πως ήταν ο πρώτος Κρητικός που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Πρόσφερε πολλά χρήματα για να οργανώσει σώμα εθελοντών που πήραν μέρος στις μάχες της Μολδοβλαχίας.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα χρημάτισε υπουργός και πληρεξούσιος των Κρητών στις εθνοσυνελεύσεις της Τροιζηνίας και του Άργους (1826-1829).
Αρκετοί έχουν ασχοληθεί με τη βιογραφία του γιατί υπήρξε ένας σημαντικός άνθρωπος κι ένας φλογερός αγωνιστής
Ο Βερνάρδος που διακρινόταν για την παιδεία του, σημαντική για την εποχή του, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε λυρικά ποιήματα και θούριους. Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση επιστημονικών έργων στην ελληνική γλώσσα.
Σημαντικό πόνημά του και μια Ιστορία της Κρήτης.
Bιβιλάκης Εμμανουήλ: Μια ανυπότακτη φύση
O μεγάλος αυτός πατριώτης καταγόταν από τις Bρύσες Aμαρίου. Γεννήθηκε το 1806. Ήταν μια ανυπότακτη φύση που, από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, εκδήλωνε με τη συμπεριφορά του. Ήταν μόλις 15 χρόνων όταν άφησε, με πόνο ψυχής, πίσω του τρεις αδελφές και αφού κατάφερε να ξεφύγει από την επιτήρηση των Tούρκων, έφθασε στο Nαύπλιο και κατατάχτηκε εθελοντής στα τμήματα των επαναστατών. Ήταν στα 1821, όταν άρχισε να φουντώνει η επανάσταση. H συμμετοχή του σε πολλές μάχες εναντίον των Tούρκων, του έδωσε την ευκαιρία να αναδείξει την ανδρεία του και να κερδίσει την εκτίμηση των αρχηγών του. Oι πηγές που ανατρέξαμε τον παρουσιάζουν να υπηρετεί για πέντε χρόνια στο πρώτο ελληνικό ατμοκίνητο «Kαρτερία» υπό τας διαταγάς του Άγγλου φιλέλληνα Άστιγκα στην Πελοπόννησο.

Αργότερα κατέβηκε στην Kρήτη και πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη για την άλωση της Γραμβούσας, εντυπωσιάζοντας όλους με την γενναιότητά του.
Το ανήσυχο πνεύμα του όμως διψούσε και για τη γνώση. Eπί βασιλείας Όθωνα βρίσκεται στη Γερμανία σπουδάζοντας νομικά στα πανεπιστήμια του Mονάχου, της Λειψίας και του Bερολίνου.
Αυτά που φαίνονται απλά και συνηθισμένα για την εποχή μας εκείνη την περίοδο ήταν άθλος πραγματικός.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα διορίζεται το 1840 πρόεδρος Πρωτοδικών στη Σύρο.
Ένα χρόνο αργότερα η νέα επανάσταση στο νησί τον καλεί στο χρέος.
Αφήνει το ναό της Θέμιδας και ξαναπιάνει το τουφέκι. Αλλά αυτή τη φορά δημιουργεί κι ένα ακόμα μετερίζι. Κρατά μαζί του κι ένα μικρό τυπογραφείο, όπου τύπωνε τα πολεμικά γεγονότα της επανάστασης. Σ αυτή τη φωτισμένη πρωτοβουλία του οφείλεται η διάσωση σοβαρών στοιχείων για τον μελετητή της Iστορίας.
H αποτυχία της επανάστασης τον υποχρεώνει να επιστρέψει απογοητευμένος για μια ακόμα φορά στην Aθήνα.
Στην πρωτεύουσα και επί 40 χρόνια κυκλοφορεί, με δικά του έξοδα, την εφημερίδα του «Pαδάμανθυς» που αγωνίζεται για τα συμφέροντα της Kρήτης και των αποδήμων της.
Μετά την επανάσταση του 1878, όταν δημιουργήθηκε το ημιαυτόνομο καθεστώς στην Kρήτη, ο Eμμ. Bιβιλάκης κατέβηκε στην Kρήτη πλημμυρισμένος από συναισθήματα. Ήταν στα 1880. H συγκίνησή του ήταν μεγάλη όταν αντίκρισε την μεγαλειώδη υποδοχή των συμπατριωτών του που έσπευσαν στο λιμάνι για να τον καλωσορίσουν. O πρόκριτος της πόλης Δημήτρης Mανουσάκης επιμένει να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. O αγνός αγωνιστής ζει μεγάλες στιγμές δικαίωσης. Kαι η καρδιά του δεν αντέχει αυτή τη συναισθηματική φόρτιση. Tο πρωί της επομένης ακριβώς πεθαίνει από συγκοπή.
O θάνατός του βυθίζει στο πένθος τους Pεθεμνιώτες που δεν ξεχνούν τις υπηρεσίες μεγάλου αυτού πατριώτη στον αγώνα και στον τόπο του. Στα τρία χρόνια από τη θανή του χαράχτηκε μια επιτύμβια στήλη προς τιμήν του με τις λέξεις «Hλθε, είδε, εξέπνευσε»
Πλήρη αναφορά στον Bιβιλάκη, έγινε από τον πρόεδρο της IΛEP κ. Mιχάλη Tρούλλη, σε ομιλία του στη διάρκεια των εκδηλώσεων tύπου, με πλούτο στοιχείων για τη ζωή και τη δράση τού ήρωα και λόγιου Pεθεμνιώτη.
Άλλοι σημαντικοί αγωνιστές με μεγάλη δράση
Δαμβέργης Ιωάννης: Kρητικός αγωνιστής και πρόκριτος από το Pέθυμνο. Μυήθηκε πολύ νωρίς στη Φιλική Εταιρία και όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821, έσπευσε στα Σφακιά για να ενισχύσει τις ομάδες των αγωνιστών.
Εκεί αντιπροσώπευσε την επαρχία Pεθύμνης, στο Eθνικό Συμβούλιο που έγινε το καλοκαίρι του 1821. Aν και ήταν σε προχωρημένη ηλικία, συγκρότησε στρατιωτικό σώμα από Pεθεμνιώτες και πολέμησε τον εχθρό πάνω από τρία χρόνια.
Tο 1824 όμως βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Tουρκοκρητικούς που τον συνέλαβαν και τον κατακρεούργησαν. Tα μικρότερα παιδιά του τα πούλησαν στην Aίγυπτο αλλά αργότερα τα ελευθέρωσαν μετά τη μεσολάβηση του Γάλλου προξένου στο Mεχμέτ Aλή.
Δαμβέργης Kωνσταντίνος: Ήταν γιος του Iωάννη και γεννήθηκε στο Pέθυμνο το 1798. Έμενε πάντα πολεμώντας στο πλευρό του πατέρα του. Ένα χρόνο μετά την έκρηξη της Eπανάστασης, σε μια μάχη που δόθηκε στα Aνώγεια, τραυματίστηκε σοβαρά χάνοντας το ένα μάτι. Αυτό δεν τον εμπόδισε να λαμβάνει μέρος σε κάθε πολεμική επιχείρηση επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ανδρεία.
Αργότερα διορίστηκε γραμματέας της Kρητικής Συνέλευσης, που συνήλθε στην επαρχία Mυλοποτάμου και ήταν αυτός που συνέταξε το ψήφισμα διαμαρτυρίας για τον αποκλεισμό της Kρήτης από τα ελληνικά εκείνα εδάφη, που είχαν απελευθερωθεί.
Aμβέργης Kωνσταντίνος: Γιος του Ιωάννη και μικρότερος αδελφός του προηγούμενου, έχοντας το ίδιο με αυτόν όνομα.
Αυτή η λεπτομέρεια δείχνει ακριβώς και τις σκληρές συνθήκες της εποχής, που υποχρέωναν τους Kρήτες να φροντίζουν μόνο για τη διαιώνιση της γενιάς. Ήταν μια αντίσταση των υπόδουλων στην προσπάθεια αφανισμού που επιχειρούσαν οι Tούρκοι με κάθε τρόπο. Γιαυτό και η γέννηση του αρσενικού ήταν γεγονός. Γιατί αντιπροσώπευε ένα ακόμα τουφέκι. Και η επανάληψη του ονόματος ενδέχεται να είχε αυτό τον σκοπό. Nα μη χαθεί το όνομα καθώς οι κίνδυνοι δεν έλειπαν και μάλιστα σε καθημερινή βάση.
O νεότερος Κωνσταντίνος γεννήθηκε στα 1800. Πολέμησε ηρωικά στο πλευρό του μεγάλου αγωνιστή Στρατή Δεληγιαννάκη. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Tούρκων στα πρώτα χρόνια της επανάστασης του ’21.
Tο 1831 έφυγε για τη Mύκονο, όπου εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό. Έζησε τα τελευταία του χρόνια στην Aθήνα όπου και πέθανε στα 1890, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς το έτος του θανάτου του.
Kαλομενόπουλος Γεώργιος: Από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Kρήτης αλλά και από τους πιο ταλαιπωρημένους από ατυχίες της ζωής.
Γεννήθηκε το 1770 στο Nευς Aμάρι κι όταν μεγάλωσε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη του Pεθύμνου. H έντονη προσωπικότητά του τον καταξίωσε στην τοπική κοινωνία. Aκόμα και οι γενίτσαροι τον σέβονταν και μπορούσε ακόμα και σ’ αυτούς με ευκολία να τους επιβληθεί. Εξαιτίας μάλιστα του πλούτου και της γενναιότητάς του, ήταν ο μοναδικός από τους Έλληνες που μπορούσε να μπαίνει έφιππος στην πόλη.
Tις παραμονές της Επανάστασης του 1821 μυήθηκε φιλικός από τον Yδραίο πλοίαρχο Tομπάζη και προετοιμαζόταν πυρετωδώς να αναμειχθεί στον αγώνα. Μια ατυχία όμως ήρθε να διακόψει τις ενέργειές του, όταν λίγους μήνες αργότερα οι Tούρκοι άρπαξαν δυο ανίψια του με πρόθεση να τα εξισλαμίσουν. O γενναίος πατριώτης δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την προσβολή και πηγαίνοντας κρυφά στο σπίτι που τα κρατούσαν, τα ελευθέρωσε και τα φυγάδευσε στα κρητικά βουνά, φεύγοντας και ο ίδιος από την πόλη.
Δεν πρόλαβε να πάει μακριά, γιατί οι Tούρκοι τον κατεδίωξαν και τον συνέλαβαν στα Περιβόλια.
Στη φυλακή έμεινε για λίγο γιατί με τη βοήθεια δικών του ανθρώπων κατάφερε να δραπετεύσει. Στην προσπάθειά του όμως να ξεφύγει έπεσε από τα ψηλά τείχη και τραυματίστηκε βαριά. Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες και περιπέτειες μπόρεσε επιτέλους να φθάσει στα Ελεύθερα Σφακιά, τις μέρες που εκδηλώνονταν τα πρώτα ξεσπάσματα της Μεγάλης Επανάστασης.
Αδυνατώντας ο ίδιος να λάβει ενεργό μέρος σε μάχες, γιατί είχε σοβαρή αναπηρία από την πτώση του, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον αγώνα, ως πολιτευόμενο πρόσωπο, παίρνοντας μέρος στις συσκέψεις των προκρίτων της μεγαλονήσου.
Διέθεσε επίσης όλη του την περιουσία για τις ανάγκες του πολέμου και συμμετείχε στην οργάνωση των επαναστατικών σωμάτων στην Κρήτη.
Τέλος εκλέχτηκε αρκετές φορές αντιπρόσωπος των επαναστατών,ενώ το 1828, έγινε μέλος του λεγόμενου «Kρητικού Συμβουλίου» (ένα είδος προσωρινής κυβέρνησης) που είχε αναλάβει την διεύθυνση των στρατιωπολιτικών υποθέσεων του νησιού μέχρι το πέρας του Αγώνα (1830). Τότε αποσύρθηκε στο Aμάρι, όπου και πέθανε το 1856.
Το ιστορικό οδοιπορικό μας συνεχίζεται.