Το παραμύθι που θα σας διηγηθώ έρχεται από τα βάθη του χρόνου, είναι παμπάλαιο όπως παμπάλαιες είναι και όλες οι μεγάλες αλήθειες στον κόσμο ετούτο.
Ήταν που λέτε μια φορά κι έναν καιρό ένας μικρός φιλήσυχος λαός, άνθρωποι φτωχοί, του μεροκάματου, που ζούσαν στη μικρή τους χώρα μ’ έναν βασιλιά στο κεφάλι τους, δεν ήτανε και τόσο κακός λέγανε, (μάλλον φαίνεται πως τον είχανε συνηθίσει).
Είχε επιβάλλει όμως ο βασιλιάς αυτός έναν πολύ άδικο νόμο: Όποτε κάποιος πολίτης έφτανε γερνώντας σε μιαν ορισμένη ηλικία έπρεπε υποχρεωτικά να τον κατακρημνίσουν από τον «Μεγάλο Γκρεμό» και έτσι να θανατωθεί, αφού δεν μπορούσε πια να εργαστεί και να παράγει. Ένας νόμος άδικος και απάνθρωπος, που όμως ο βασιλιάς απαιτούσε την αυστηρή εφαρμογή του.
Σ’ ένα από τα πιο ταπεινά και φτωχικά σπίτια της επικράτειας εκείνης ζούσε ένα καλό κι εργατικό παλληκάρι μαζί με τον γέρο – πατέρα του (τη μάνα την είχαν χάσει από καιρό). Το παλληκάρι δούλευε ολημερίς φέρνοντας στο σπίτι όλα τα απαραίτητα ενώ ο πατέρας μαγείρευε και φρόντιζε για όλα τ’ άλλα.
Περνούσε, κυλούσε κι έφευγε γρήγορα ο αλήτης ο καιρός, εντελώς ανέφελα για το φτωχικό σπιτάκι διότι το παλληκάρι ήταν καλόκαρδο και πονετικό, ώσπου ήρθε η καταιγίδα του χρόνου να σαρώσει την ήσυχη ζωή των δυο απλών ανθρώπων.
Λέει μια μέρα στον πατέρα ο γιος του:
– Πατέρα μου, είμαι τόσο λυπημένος, μα πέρασαν τα χρόνια και γέρασες. Τώρα, σύμφωνα με τον απαράβατο νόμο του βασιλιά μας πρέπει να σε ρίξω στον γκρεμνό!
Ο γέρο – πατέρας πάγωσε, λέξη δεν βγήκε από το στόμα του.
– Ξέρεις, αλλιώς δε γίνεται, ο νόμος είναι αυστηρός, ξαναείπε ο γιος. Θα με σκοτώσει ο βασιλιάς αν δεν το κάνω. Το μόνο που θα μπορούσα να κάνω για σένα, είναι να σ’ αφήσω να διαλέξεις από «ποιά πλευρά του γκρεμνού» προτιμάς να σε ρίξω! Διάλεξε και – κανένα πρόβλημα.
Δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του γέρο – πατέρα, στις ρυτίδες ανάμεσα.
– Ρίξε με παιδί μου από την ίδια εκείνη τη μεριά που θα ήθελες να σε ρίξουν κι εσένα όταν έρθεις στα χρόνια μου!
Ο γιος ταράχτηκε πολύ. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, λυγμοί άρχισαν να συνταράζουν το κορμί του.
– Πατέρα, όχι, δεν μπορώ να σε ρίξω στον γκρεμνό. Δεν θα το κάνω.
– Αλλά τότε, πως θα ξεφύγεις από τον φοβερό νόμο και την οργή του Βασιλιά;
– Πατέρα μου αγαπημένε, θα χτίσω όλα τα παράθυρα του σπιτιού μας κι έτσι κανείς δεν θα σε ξαναδεί ποτέ. Έτσι δεν θα φανερωθεί το μυστικό, ο βασιλιάς δεν θα το μάθει.
Έτσι και έγινε, πατέρας και γιος συνέχισαν να ζουν όπως και πριν, αντάμα.
Κάποια μέρα το παλληκάρι ήρθε στο σπίτι σκεφτικό.
– Ο βασιλιάς αποφάσισε να βρει τον πιο σοφό στην επικράτειά του για να τον προσλάβει για σύμβουλο. Έτσι, έβαλε ένα γρίφο κι όποιος τον λύσει θα κερδίσει το βραβείο και τη θέση του συμβούλου του βασιλιά. Ο γρίφος είναι: «Τι είναι εκείνο που αξίζει περισσότερο από το μεγάλο διαμαντένιο δαχτυλίδι του βασιλιά;».
Ο γρίφος ήταν δύσκολος αλλά η συσσωρευμένη εμπειρία του γέρο-πατέρα βρήκε τη λύση αμέσως:
– Πήγαινε στον βασιλιά και δώσε του αυτή την απάντηση: «Πολυτιμότερο απ’ το μεγάλο διαμαντένιο δαχτυλίδι του βασιλιά είναι «του Μαρταπρίλη το νερό» (σ.σ. του Μάρτη και Απρίλη). Αυτό διότι αν βρέξει αρκετά αυτούς τους μήνες, η γη θα δώσει άφθονα γεννήματα, άρα τροφή στον κόσμο και ζωή, δηλαδή αγαθά σαφώς πολυτιμότερα απ’ το διαμάντι του βασιλιά.
– Είσαι ένας σοφός άνθρωπος πατέρα, είπε το παλληκάρι. Έτρεξε την άλλη μέρα στο παλάτι και έδωσε την απάντηση στον γρίφο του βασιλιά. Πραγματικά, η απάντηση αυτή θεωρήθηκε ως η σοφότερη από όλες, ώστε το παλληκάρι μας – με τη βοήθεια του σοφού γέροντα κέρδισε το βραβείο και τη θέση του πρώτου συμβούλου του βασιλιά.
Σιγά – σιγά το παλληκάρι συμβουλεύοντας τον βασιλιά κατάφερε να καταργήσει τον άδικο νόμο που θανάτωνε τους γέροντες, έτσι ώστε από τότε η δικαιοσύνη και η ισοπολιτεία βασίλεψαν πάλι στη χώρα.
Τώρα και συ αγαπητέ αναγνώστη, αναρωτήσου ποιο είναι το δίδαγμα αυτού του παλιού παραμυθιού.
– Υπάρχει σήμερα κάποιος «γρεμνός»; Και βέβαια υπάρχει! Η εποχή η σημερινή δεν διαφέρει από την παλιά εκείνη όσον αφορά στη συμπεριφορά προς τους ηλικιωμένους. Μήπως και σήμερα δεν τους πετούν σ’ ένα γκρεμό – καιάδα της αδιαφορίας; Ακούει κανείς παντού ύμνους προς στα νιάτα αλλά υφέρπει μια αποστροφή προς στην τρίτη ηλικία, λες και μπορεί ποτέ να υπάρξει άνθρωπος που θα σταματήσει τον χρόνο και θα μείνει στην αιώνια νεότητα. Οι ηλικιωμένοι περνούν τα ύστερα χρόνια του βίου τους μέσα στην πίκρα και την εγκατάλειψη, κι αυτό δεν φαίνεται ν’ αλλάζει εύκολα. Οι κοινωνίες άλλων χωρών π.χ. των Σκανδιναβικών έχουν πετύχει σημαντική πρόοδο. Η δική μας δυστυχώς, έχει πολύ ακόμη δρόμο να διανύσει.