Στο επίκεντρο έντονων πιέσεων βρίσκεται η παράκτια ζώνη της Ελλάδας λόγω της τουριστικής ανάπτυξης και της ανεξέλεγκτης τσιμεντοποίησης των ακτών, με την Κρήτη να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μια σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην οποία καταγράφηκαν δεδομένα από το 2006 μέχρι το 2018 αποκαλύπτει την αυξανόμενη σφράγιση του εδάφους στις παραθαλάσσιες περιοχές, καθώς και τις σοβαρές επιπτώσεις που αυτή επιφέρει, από την περιβαλλοντική υποβάθμιση έως τους κινδύνους πλημμυρών και καυσώνων.
Αν και η χώρα δεν έχει φτάσει ακόμα στα επίπεδα ανεξέλεγκτης δόμησης όπως συνέβη στην Ισπανία, η τάση είναι ανησυχητική, όπως τόνισε σε συνέντευξή του ο επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης στην Πολυτεχνική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Απόστολος Λαγαρίας στο Ραδιόφωνο ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1 με τον Σωτήρη Μεταξά και τον Κώστα Κεφαλογιάννη.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε μια ζώνη έως δύο χιλιόμετρα, σε περιοχές που δέχονται πιο έντονες ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Ομιλώντας για τους στόχους της έρευνας ο κ. Λαγαρίας σημείωσε ότι: «Ένας στόχος ήταν να επικεντρωθούμε στο παράκτιο μέτωπο με μια οπτική όχι τόσο διευρυμένη. Έγινε μια εστιασμένη έρευνα σε μια ζώνη που φτάνει μέχρι τα δύο χιλιόμετρα, δηλαδή στη ζώνη που επηρεάζεται πιο πολύ από τις ανθρωπογενής παρεμβάσεις. Εκεί που ο άνθρωπος παρεμβαίνει στο φυσικό τοπίο στο οικοσύστημα και στις χρήσεις γης που υπάρχουν, αγροτικές δραστηριότητες κ.λπ.».
Η Ελλάδα σε σύγκριση με την Ισπανία
Σε γενικό επίπεδο η κατάσταση στην Ελλάδα παραμένει πιο ελεγχόμενη σε σχέση με την Ισπανία, όπου η εκτεταμένη δόμηση στις ακτές ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1970, επεσήμανε ο κ. Λαγαρίας.
Βέβαια η χαρτογράφηση της Ελλάδας αποκάλυψε έντονες διαφοροποιήσεις ανά περιοχή, με ορισμένες ακτές παραμένουν σχετικά ανεπηρέαστες, ενώ άλλες προσεγγίζουν τα επίπεδα αστικοποίησης της Ισπανίας. Ωστόσο έντονος είναι ο προβληματισμός, καθώς η άναρχη ανάπτυξη συνεχίζεται, σύμφωνα με τον καθηγητή και την έρευνα, ειδικά μετά την έξοδο από την κρίση.
«Ευτυχώς δεν είμαστε ακόμη στο επίπεδο της Ισπανίας, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να το παίρνουμε αψήφιστα, ούτε να επαναπαυτούμε. Καθώς αυτό που βλέπουμε εάν συγκρίνουμε αυτά που μετρήσαμε στην Ελλάδα με την Ισπανία είμαστε σε μια καλύτερη κατάσταση σε γενικό επίπεδο. Ανά περιοχή αγγίζουμε τα επίπεδα της Ισπανίας. Δυστυχώς εάν δεν λάβουμε κάποια μέτρα σήμερα, φαίνεται ότι δεν θα αργήσει να πλησιάζει την κατάσταση της Ισπανίας. Η Ισπανία ξεκινώντας από τη δεκαετία του 70 πολύ επιθετικά τσιμεντοποίησε τις ακτές της, με αποτέλεσμα να βλέπουμε μια σχεδόν συνεχόμενη λωρίδα χτισμένου περιβάλλοντος. Δεν είναι μόνο τα κτίρια, αλλά μετράει οτιδήποτε καλύπτει την επιφάνεια του εδάφους. Άρα αυτό που φαίνεται από τα συμπεράσματα και τον χάρτη υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας και σε κάποιες άλλες. Αυτό ήταν το πιο ουσιαστικό γιατί μας επέτρεψε να δούμε που έχουμε ήδη πολύ τσιμέντο και που έχουμε λιγότερο αλλά με αυξητικές τάσεις. Μετρήσαμε κυρίως από το 2006 και ήταν μια καλή ευκαιρία να δούμε τι έγινε μέσα στη 10ετία της κρίσης».
Η περίπτωση της Κρήτης
Σύμφωνα με την έρευνα η Κρήτη παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ βόρειας και νότιας ακτογραμμής, με τα αστικά κέντρα και τα προάστια του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου η κάλυψη του εδάφους από ανθρώπινες κατασκευές ξεπερνά ήδη το 50%.
Τουριστικές περιοχές όπως τα Μάλια, η Χερσόνησος, ο Πλατανιάς, οι Γούβες και η Ελούντα εμφανίζουν επίσης υψηλή σφράγιση του εδάφους, φαινόμενο που συνεχίστηκε ακόμη και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, επεσήμανε ο καθηγητής.
«Με βάση τα επίσημα ευρωπαϊκά δεδομένα της σφράγισης εδάφους στην Κρήτη ειδικά προέκυψε η γνωστή εικόνα μεγάλης απόκλισης ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο κομμάτι. Διαπιστώθηκε ο βαθμός στον οποίο ειδικά η παράκτια ζώνη εκεί που έχουμε τα μεγάλα αστικά κέντρα της Κρήτης ξεπερνάει το 50% η σφράγιση του εδάφους. Δηλαδή στις ευρύτερες περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου, έχουμε πολύ μεγάλη σφράγιση του εδάφους ήδη, όπως και στα προάστια επεκτείνεται αυτό. Ξεπερνάει το 30% – 40% που είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο. Έπειτα προκύπτουν κάποιες περιοχές οι οποίες έχουν επηρεαστεί κι αυτές πάρα πολύ, που είναι τα τουριστικά επίκεντρα, όπως είναι ο Πλατανιάς, Γούβες, Μάλια, Χερσόνησος, όλος αυτός ο άξονας»
Στο νότιο μέτωπο της Κρήτης η παρέμβαση κατά κανόνα είναι μικρότερη, με εξαίρεση να αποτελεί το Τυμπάκι, όπου οι πιέσεις για ανάπτυξη είναι αυξητικές.
«Το Τυμπάκι που είναι η κατεξοχήν περιοχή της νότιας Κρήτης που ξεφεύγει από τον κανόνα ότι στον νότο που δεν έχουμε τόσο πολύ αυτό το φαινόμενο έως τώρα. Επίσης στη Γεωργιούπολη και στην περιοχή της Ελούντας, η οποία δημιουργεί αυξητικές τάσεις ακόμα και στο διάστημα της κρίσης. Δηλαδή υπάρχουν κάποιες περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από την κρίση, αυτό φαίνεται από την έρευνα».
Κίνδυνοι και περιβαλλοντικές επιπτώσεις
Αναφορά έκανε ο κ. Λαγαρίας στους περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως πλημμύρες και άνοδος της στάθμης της θάλασσας, που συσχετίζονται με την εντατική δόμηση στις ακτές.
Περιοχές όπως ο Πλατανιάς, το Γάζι, τα Μάλια, το Τυμπάκι και η Γεωργιούπολη βρίσκονται σε ευάλωτες θέσεις, επεσήμανε ο καθηγητής.
«Η μεγάλη παρέμβαση του ανθρώπου και η σφράγιση του εδάφους κυρίως με την ανάπτυξη υποδομών δημιουργεί πιθανές επιπτώσεις, όπως σημαντικό πλημμυρικό κίνδυνο με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Στην έρευνα βρήκαμε τις επικίνδυνες περιοχές και είδαμε τι έχουμε κάνει εκεί, έχουμε παρέμβει ή τις έχουμε αφήσει ελεύθερες; Στην Κρήτη υπάρχουν περιοχές, ειδικά στην περιοχή του Πλατανιά, στο Γάζι, στα Μάλια, που έχουν πολύ χαμηλή στάθμη το έδαφος και κινδυνεύει από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας στην οποία χτίζονται αυτήν τη στιγμή καινούργια κτίρια, αλλά και στο Τυμπάκι, και στη Γεωργιούπολη. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι όταν πια αντιμετωπίζεις λόγω της κλιματικής αλλαγής πολύ ακραίες θερμοκρασίες η σφράγιση του εδάφους με όποια μορφή κι εάν γίνεται αυξάνει πάρα πολύ τις επιπτώσεις των καυσώνων και δημιουργεί μια κατάσταση μεγαλύτερης δυσφορίες είτε είναι στους μόνιμους κατοίκους, είτε στους επισκέπτες. Άρα εκεί γίνεται πολύ πιο ενεργοβόρο και πιο δύσκολο, χρειάζεται άλλου είδους τεχνολογικές υποδομές και καλύτερο σχεδιασμό για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα το οποίο δεν θα το είχες εάν δεν είχες ξεπεράσει ένα κρίσιμο επίπεδο παρέμβασης στο έδαφος»
Αναγκαιότητα μιας νέας χωροταξική πολιτικής
Αναγκαίος είναι ο έλεγχος δόμησης στις παράκτιες περιοχές αναφέρει ο κ. Λαγαρίας, σε μια κατεύθυνση με έναν πιο στρατηγικό τρόπο.
Στην Ελλάδα, όπως αναφέρει, οι κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις επικεντρώνονται δυσανάλογα στη στενή παράκτια ζώνη. «Πρέπει να ελέγχουμε το μέγεθος της δόμησης, αλλά κυρίως τη χωροθέτηση. Αυτό που έχει ενδιαφέρον για την παράκτια ζώνη είναι ότι δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις ακριβώς για αυτήν τη λωρίδα. Δεν είναι απαραίτητο να τα βάζουμε όλα σε αυτήν την τόσο στενή, τόσο ευάλωτη κρίσιμη ζώνη της ακτογραμμής».
Η δυνατότητα ανάπτυξης στην ενδοχώρα αποτελεί μια εφικτή λύση, χωρίς να ασκείται συνεχής πίεση στις ακτές. «Μπορούμε να πάμε και στην ενδοχώρα. Αυτό στην Ελλάδα ενώ ακούγεται λογικό δεν έχει περάσει στον τρόπο σκέψης της κοινωνίας, αλλά και της ηγεσίας. Δεν προσπαθούμε να προστατεύουμε τον τόσο πολύτιμο κομμάτι εκεί που συναντιέται η ξηρά με τη θάλασσα. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να επενδύουμε, να χτίζουμε και να δημιουργούμε νέες υποδομές, απλώς μπορούμε να το κάνουμε με μια άλλη λογική», τόνισε ο κ. Λαγαρίας.
Επιμέλεια: Μαγδαληνή Κουντουνιώτη