Η περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι γεμάτη από έθιμα και παραδόσεις που συνδέουν τους ανθρώπους με τις ρίζες τους και έρχονται να υπενθυμίσουν στις οικογένειες την πλούσια πολιτιστική τους κληρονομιά. Για τους Μικρασιάτες, οι γιορτές αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς παρά τις ιστορικές αλλαγές που βίωσαν, τον ξεριζωμό και τη μετάβαση και εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, κατάφεραν να διατήρησαν άθικτες τις μνήμες, τις συνήθειες και τις παραδόσεις τους. Γιατί όπως σημείωσε και ο Κωνσταντίνος Καψαλάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών -ενός δραστήριου Συλλόγου με κοντά στα 2.000 μέλη- με τον οποίο συνομιλήσαμε θέλοντας να μας μυήσει στην Μικρασιάτικη εθιμολογία των εορταστικών ημερών που διανύουμε – «Φεύγοντας ως πρόσφυγας από μια περιοχή το μόνο πράγμα που θα πάρεις μαζί σου είναι οι συνήθειές σου, οι γεύσεις, οι μυρωδιές, η αγωγή και ο πολιτισμός σου».
Μικρασιάτικη γειτονιά: ένας κόσμος αλληλεγγύης και φιλοξενίας
Ο μικρόκοσμος της Μικρασιάτικης γειτονιάς, όπως μας τον περιέγραψε ο κ. Καψαλάκης, ήταν ένας κόσμος που χαρακτηριζόταν από βαθιά αλληλεγγύη και πραγματικό ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, ενώ η έννοια της φιλοξενίας έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην καθημερινότητα του σπιτιού. Οι αξίες αυτές, αποτυπώνονταν ιδιαίτερα στις γιορτινές ημέρες, όπου η στήριξη στον συνάνθρωπο παρέμενε ζωντανή παρά τους φρενήρεις ρυθμούς που υπήρχαν για την προετοιμασία υποδοχής των χριστουγεννιάτικων ημερών, με την κοινότητα να φροντίζει εν τέλει για την ευημερία όλων. Ο κ. Καψαλάκης, μας περιγράφει: «Καταρχήν, γενικά στα παράλια της Μικράς Ασίας αλλά και πιο βαθιά, οι Μικρασιάτες φροντίζανε τις μέρες πριν τις εορτές να ασπρίζουν και να καθαρίζουν τα σπίτια τους και να ετοιμάζονται για να υποδεχτούν τις μεγάλες εορτές. Αυτά, βέβαια, τα κάνανε όλοι εκτός από τους Πενθούντες. Οι Πενθούντες, δηλαδή αυτοί που είχαν πένθος, δεν ανάβανε το τζάκι τους γιατί το τζάκι ήταν μια ένδειξη γιορτής, το φρόντιζαν όμως για αυτούς οι γειτόνοι. Ο γείτονας ή ο συγγενής σου φρόντιζε για σένα το φαγητό που θα είχες τις μέρες αυτές όπως και για το γλυκό. Τις παραμονές γινόντουσαν τα μεγάλα ψώνια για το γιορτινό τραπέζι. Τα ψώνια τα έκανε για το σπίτι του ο καθένας αλλά και για τους πενθούντες και για τους άπορους της γειτονιάς. Φρόντιζαν να υπάρχει μια κάποια αφθονία για όλους».
Δεν σταματούσε, όμως, εκεί το βαθύ ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο. Για τους Μικρασιάτες η ετοιμασία του γιορτινού τραπεζιού ήταν μια ολόκληρη τελετή γιατί φτιαχνόταν, ώστε να υποδεχτεί κάθε επισκέπτη. Ήταν, μάλιστα, τόσο σημαντικό για εκείνους το αίσθημα της φιλοξενίας, που καθόρισε ακόμα και την ίδια τη Μικρασιάτικη γαστρονομία, όπως εξήγησε ο κ. Καψαλάκης: «Στο γιορτινό τραπέζι βάζανε την ελληνική σημαία και από πάνω το καλύτερο τραπεζομάντιλο, το καλύτερο σερβίτσιο και αφού τελείωνε αυτή η ιεροτελεστία αφήνανε ανοιχτή την πόρτα πια και τις μέρες της γιορτής μπορούσες να δεχτείς οποιονδήποτε θα θελε να έρθει να σε επισκεφτεί. Όλοι ήταν καλοδεχούμενοι. Μάλιστα, η Μικρασιάτικη κουζίνα διαμορφώθηκε από αυτή τη συγκεκριμένη συνήθεια: Πάντα θυμάμαι η γιαγιά μου που έλεγε «θα μαγειρέψουμε πέντε πιάτα που είναι για εμάς και ένα του επισκέπτη». Αν ο επισκέπτης δεν ερχότανε, αυτό το πιάτο περίσσευε το έδινες στη γειτόνισσα. Το πιάτο όμως αυτό δεν πήγαινε μόνο αλλά γυρνούσε πίσω, επίσης γεμάτο. Στη Μικρά Ασία όμως η γειτόνισσα μπορεί να ήταν Αρμένισσα, μπορεί να ήταν Τουρκάλα, Γαλλίδα, Ιταλίδα μπορεί να ήταν από τη Συρία. Οπότε όλες αυτές οι κοινότητες στην πραγματικότητα με ένα πιατάκι ανταλλάσανε γεύσεις και έτσι δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε τελικά η Μικρασιάτικη κουζίνα».
Η κουζίνα των εορταστικών ημερών
Η περιγραφή του προέδρου Ρεθυμνίων Μικρασιατών, σε ό,τι αφορά τη γαστρονομία των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, αναδεικνύει μια ιδιαίτερα και πλούσια σε συμβολισμούς παράδοση, όπου κάθε στοιχείο φαίνεται να δίνει τη δική του νοηματοδότηση στο γιορτινό τραπέζι, ενώ παράλληλα αντανακλά και τη βαθιά θρησκευτική πίστη και τις κοινωνικές πεποιθήσεις των ανθρώπων: «Το πρώτο φαγητό μετά τη μεγάλη νηστεία ήταν σούπα για να μη βαρυστομαχιάσουν, η οποία ήταν αρνίσια ή μοσχαρίσια. Χοιρινό δεν τρώγανε, εκτός αν ήταν από αγριογούρουνο και ήταν από κυνήγι. Δεν το τρώγανε όμως όχι από θρησκευτικές πεποιθήσεις, κυρίως εκτρέφανε μοσχάρια και αρνιά, δεν ήταν δηλαδή χαρακτηριστικό της οικονομίας τους», αναφέρει ο κ. Καψαλάκης και συνεχίζει λέγοντας: «Οι νοικοκυρές φρόντιζαν να έχουν χριστόψωμο, το οποίο το είχαν στολίσει με τον σταυρό πάντα και με διάφορα στολίδια που κάνουνε οι ζυμωτές και πολλές φορές βάζανε και τη σφραγίδα του δικέφαλου πάνω. Είχανε, βέβαια, και τη βασιλόπιτα, η οποία τότε είχε πιο πολύ τη μορφή που πλησίαζε σε αφράτο μπισκότο παρά στο κέικ ή το αφράτο ψωμί που τρώμε σήμερα. Βέβαια, πάντα φρόντιζαν να έχουν μέσα ένα μεταλλικό νόμισμα. Στο τραπέζι υπήρχαν πάντα ξηροί καρποί ως σύμβολο ευκαρπίας και ευγονίας της γης. Και πολλές φορές είχανε και ένα πορτοκάλι. Το πορτοκάλι ήταν μήνυμα από την ξενιτιά. Η οικογένεια αν είχε κάποιον ξενιτεμένο για διάφορους λόγους π.χ. αν είχε πάει στους Βαλκανικούς πολέμους, επειδή υπήρχε έλεγχος και λογοκρισία και κυνηγείτο όλη η οικογένεια δεν μπορούσες να στείλεις μια επιστολή. Έστελνε, λοιπόν, ο ξενιτεμένος με κάποιον, ένα πορτοκάλι στην οικογένειά του. Μάλιστα, υπάρχει και ένα δίστιχο το οποίο λέει: Ποτέ μου δεν εσούρεψα, δεν είπα βρέχει πάλι, χαιρετισμό δεν κράτησα ούτ’ ένα πορτοκάλι. Το «σούρεψα» σημαίνει ποτέ δεν κουτσομπόλεψα. Το «βρέχει πάλι» το θεωρούσαν αμαρτία να το πούνε. Στην πραγματικότητα λέγανε, ποτέ δεν κουτσομπόλεψα, δεν έκανα αμάρτημα και το πορτοκάλι που μου δίνανε το παρέδιδα, δεν το κράτησα», καταλήγει και συμπληρώνει ακόμα: «Πηγαίνανε τις Παραμονές στους φούρνους και μαγειρεύανε το γεμιστό αρνί με ρύζι και μπαχαρικά και πηγαίνανε και τις λαμαρίνες με τους μπακλαβάδες, κανταΐφια, σαραγλί. Στο τραπέζι το γιορτινό κάνανε και πολύ σαρμαδάκια, λαχανοντολμάδες και γεμιστά, γιατί συμβόλιζαν το θείο βρέφος που γεννήθηκε και το φασκιώνανε».
Εκτός από τον κ. Καψαλάκη, απευθυνθήκαμε και στον κ. Βασίλη Σιμιτζή, ο οποίος με καταγωγή από τη Μικρά Ασία και διατηρώντας προσωπικό αρχείο προφορικών καταγραφών των δύο γιαγιάδων του από τη Μικρά Ασία, η μία από την Καππαδοκία, η Ελένη και η άλλη από τη Φώκαια, μας μετέφερε σημαντικές πληροφορίες από τον πλούσιο γαστρονομικό κόσμο των Μικρασιατών, ιδίως των εορταστικών ημερών. Χαρακτηριστικά ο κ. Σιμιτζής αναφέρει: «Η γιαγιά -η μητέρα της μητέρας μου- η οποία ήταν από την Καππαδοκία, θυμάμαι να μας λέει για το χαρακτηριστικό γλυκό που το δίνανε και της άρεσε πάρα πολύ, που ήταν το «Φώτας φαΐ», το φαγητό των φώτων ή αλλιώς «Χοσάφι». Το χοσάφι ήταν ένα είδος ξηρών καρπών και ξηρών φρούτων όπως βερίκοκα βρασμένα μέσα και σε ρύζι και ξηρούς καρπούς και σταφίδες. Στην Καππαδοκία, επίσης, είχανε οπωσδήποτε γαλοπούλα και έλεγε πάντα η γιαγιά αυτή ότι ο καλύτερος μεζές ήταν η ουρά της γαλοπούλας λέγοντας, συγκεκριμένα, «Σεκερσί λεγκερισί» που σήμαινε κάτι σαν πολύ νόστιμη και γλυκιά η μπουκιά η συγκεκριμένη».
Σπουδαίες πληροφορίες, όμως αντλεί και μας μεταφέρει από τις μαρτυρίες της γιαγιάς του Κατίνας από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας: «Στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, τα μελομακάρονα τα λέγανε φοινίκια. Επίσης, είχανε τα γλυκά τα φυλαχτά: τρίγωνα με καρύδια, σταφίδες κ.ά. και στα αλμυρά κάνανε ένα είδος χυλοπίτες, τα «ντουντουμάκια» στα οποία χύνανε βούτυρο και γιαούρτι με σκόρδο. Επιπλέον, διαδεδομένα ήταν και τα «μαντουδάκια», όπου κι αυτά είναι τριγωνάκια γεμιστά με κρέας – κιμά βοδινό κυρίως, τα οποία ένα μέρος τα βράζανε και ένα άλλο μέρος τα τηγανίζανε και τα περιχύνανε με αραιό γιαούρτι και σκόρδο, ήταν πικάντικα. Κάνανε, επίσης, πολλά γλυκά με το «νιτζεστέ», δηλαδή στάρι το οποίο βάζανε στο νερό, φούσκωνε και έβγαζε ένα γαλάκτωμα, το οποίο κατακάθιζε στον πάτο. Παίρνανε το νιτζεστέ που ήταν σαν κονφλάου και με αυτό κάνανε με το πετιμέζι μουσταλευριά».
«Ελληνικά» έθιμα με μικρασιατικές ρίζες
Συνεχίζοντας την κουβέντα και περιγράφοντάς μας όλο και περισσότερα έθιμα από την παράδοση των Μικρασιατών, ο πρόεδρος των Ρεθυμνίων Μικρασιατών, μας έδωσε να καταλάβουμε πως η συνύπαρξη και ανταλλαγή εθίμων ανάμεσα στους Μικρασιάτες και τους ντόπιους στην Ελλάδα δημιούργησαν έναν πλούσιο πολιτισμικό ιστό, με πολλές παραδόσεις να διατηρούνται μέχρι σήμερα. Οι μικρασιάτικες ρίζες φαίνονται σε πολλές «ελληνικές» συνήθειες. Ο κ. Καψαλάκης, περιγράφει: «Στολίζανε καράβι. Υπήρχαν είτε στην αγορά είτε τα φτιάχνανε χειροποίητα όπου επικρατούσαν τα χρώματα της γαλανόλευκης και εκεί επάνω στολίζανε διάφορα σύμβολα τα οποία δίνανε ένα χριστουγεννιάτικο άρωμα. Το δέντρο ήρθε στη Μικρά Ασία μετά το 1920 και στην αρχή όταν ήρθε το στόλιζαν με κουκουνάρια βαμμένα χρυσά και ασημένια. Την Παραμονή των Χριστουγέννων, το βράδυ, μόνο τα αγόρια λέγανε τα κάλαντα με παραδοσιακά όργανα και ένα στολισμένο καράβι και λάμβαναν ως φιλοδώρημα, αυγά ή ξηρούς καρπούς ή γλυκίσματα. Και μετά όλοι πηγαίνανε στην εκκλησία, την Παραμονή των Χριστουγέννων. Μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές κυρίως στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, οι βοσκοί κατεβάζανε τα πρόβατά τους στο περίπολο της εκκλησίας προσπαθώντας να αναπαραστήσουνε το κλίμα του σπηλαίου την ώρα της γέννησης. Επίσης, σε κάποιες περιοχές έξω από τις εκκλησίες υπήρχαν οι χαλβατζίδες οι οποίοι πουλούσανε χαλβά αλλά εκείνη τη μέρα τον λέγανε «γκουά» που λέγεται ότι γκουά ήταν το πρώτο ενέργημα του Χριστού. Οι Μικρασιάτες ήταν πάρα πολύ πιστοί», ενώ συνεχίζει αναφέροντας παραδόσεις οι οποίες δεν απέχουν ιδιαίτερα από αυτές που τηρούνται μέχρι σήμερα: «Πάντα αφήνανε μια καρέκλα στον Άγιο Βασίλη και νερό για να τον καλοδεχτούν όταν θα έρθει και πολλές φορές του αφήνανε και στρωμένο το τραπέζι με τα γλυκίσματα για να ξαποστάσει από την ταλαιπωρία του. Είναι γνωστό ότι ο δικός μας Άγιος Βασίλης, είχε τη μορφή ενός βυζαντινού καλόγερου. Με ράσο, μακριά μαγκούρα και στο σακούλι του κρατούσε να ευλογήσει τα σπίτια και να δώσει ευχές. Και επίσης, ήταν και λιπόσαρκος. Όταν κόβανε την βασιλόπιτα κόβανε πάντα ένα κομμάτι του Χριστού, του Άγιου Βασίλη, του φτωχού, του σπιτιού και μετά βάζανε της οικογένειας. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στην εκκλησία πήγαινε μόνο ο πατέρας με τα παιδιά και κρατούσαν μαζί και ένα ρόδι, το οποίο το σπάγανε στο σπίτι, και όπως σκορπούσαν τα καρπουλάκια του ροδιού έτσι θεωρούσαν θα σκορπίσουν οι χαρές και η ευδαιμονία μέσα. Στην πόρτα τους κρεμάγανε την κρομμύδα-σκελετούρα, ως σύμβολο αθανασίας, διότι όπου και να την πετάξεις χειμώνα – καλοκαίρι δεν χάνεται».
Ιδιαίτερη μέρα για τους Μικρασιάτες ήταν η μέρα των Φώτων, καθώς εκτός από τα Θεοφάνια ήταν και μέρα «αργίας» για τις γυναίκες, οι οποίες άφηναν για λίγο τα καθήκοντα του σπιτιού στην άκρη και τις τυπικές υποχρεώσεις τους και αφιέρωναν χρόνο για τον εαυτό τους και τις φίλες τους, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Καψαλάκης: «Οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία την ημέρα των Φώτων. Η μέρα της γυναίκας ήταν των Φώτων. Η γυναίκα εκείνη τη μέρα είχε φροντίσει τις δουλειές της, είχε μαγειρέψει και τη μέρα αυτή ήταν η «αργία» της. Πήγαινε στην εκκλησία, φορούσε τα καλά της και μετά πήγαινε στις φιλενάδες της, πίνανε τον καφέ τους, βεγγερίζανε και κάνανε τις παρέες τους».