-
Κι ένα επεισόδιο με τον Πεντεφούντη που έκανε έξαλλους τους Βενιζελικούς
Κάθε προεκλογική περίοδος δίνει αφορμή για επίκαιρες αναφορές.Πόσα δεν θα έχει να αφηγηθεί καθένας από προσωπικές του εμπειρίες.
Ενδιαφέρουσες όμως είναι και οι σχετικές αναφορές λογίων της εποχής που περνούσαν στα «ψιλά» των εφημερίδων μικρές και ασήμαντες στιγμές με έντονο προεκλογικό χρώμα, που έδιναν όμως και την ατμόσφαιρα κάθε εποχής.
Χαρακτηριστικό το παρακάτω επεισόδιο που αναφέρει ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργης Καλομενόπουλος (Κρητική Επιθεώρηση 26 Φεβρουαρίου 1961) με το δικό του μοναδικό τρόπο και το μεταφέρουμε διασκευασμένο για τις ανάγκες του παρόντος αφιερώματος.
Μπορεί να ήταν μοιραίες για τον Βενιζέλο οι εκλογές του 1920, αλλά παραλίγο να μείνουν αξέχαστες με αρνητικό πρόσημο για μια χαρακτηριστική φιγούρα του παλιού Ρεθύμνου, του Πεντεφούντη.
Έχουμε κάνει πολλές αναφορές για τον γραφικό αυτό τύπο με την στεντόρεια φωνή, που από επαγγελματική «διαστροφή» συνήθιζε να τελαλίζει και καθημερινά γεγονότα. Στις εκλογές μάλιστα «ξεσάλωνε» κυριολεκτικά προβάλλοντας τους πολιτικούς του φίλους.
Ήταν τότε που λόγω πολεμικών γεγονότων οι στρατιώτες ψήφιζαν στο μέτωπο που πολεμούσαν, έτσι για να μη χαθούν οι ψήφοι. Και για να βγει το τελικό αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών, έπρεπε να φθάσουν και να καταμετρηθούν οι ψήφοι των φαντάρων μας.
Έλα όμως που ο Πεντεφούντης, μετά και από γενναία σπονδή στο Βάκχο, δεν είχε υπομονή να περιμένει. Από το πρωί της Δευτέρας είχε αρχίσει να ζητωκραυγάζει, για τον Βενιζέλο, θεωρώντας βέβαιη τη νίκη του. Και μια φώναζε υπέρ του Λευτεράκη, μια υπέρ του εκπροσώπου του στο ψηφοδέλτιο υποψηφίου βουλευτή Γιάννη Γοβατζή.
Οι ψήφοι δεν είχαν φτάσει ακόμα από το μέτωπο αλλά ο Πεντεφούντης είχε βγάλει ήδη… πρωθυπουργό.Λογάριαζε όμως χωρίς τους αντιβενιζελικούς, που τον άκουγαν καθισμένοι, όπως συνήθως, στο καφενείο του Σταμάτη, που ήταν το πολιτικό τους στέκι κι «έβραζαν».
Ένας πάντως ο Δασκαλονικόλας ή «Εμιριτζής» (από τις Καρίνες) δεν άντεξε περισσότερο και βγαίνοντας από το καφενείο, πλησίασε τον Πεντεφούντη και του είπε με το ανάλογο ύφος, που έκανε τον λεβέντη μας να τα χρειαστεί «γιάντα βιάζεσαι γιβεντισμένε, και δεν ανήμενες και τα αποτελέσματα του Στρατού; Αι κακομοίρη και αν χάσετε. Να γυρεύεις καράβι για να φύγεις»!
Ο Πεντεφούντης μη βρίσκοντας ασφαλή διέξοδο για να αποφύγει τις συνέπειες της βιασύνης του, σκέφτηκε, σκέφτηκε, ώσπου βρήκε μια μέση αλλά και σοφή συμβιβαστική λύση που θα τον τακτοποιούσε και με τους… λαϊκούς.Και μας την περιγράφει χαρισματικά ο εμπνευσμένος πάντα στίχος του Καλομενόπουλου:
Στο Ρέθεμνος την Κυριακή είχανε εκλογές
κι αποτελέσματα «ολικά» δεν είχαν βγει ακόμα.
Μα ο Πεντεφούντης το πρωί άρχισε τις ζητωκραυγές
«ζήτω, μωρέ, του Γοβατζή το κερδισμένο κόμμα»!
Κάποιος από τους λαϊκούς σιμώνει και τους λέει στ’ αυτί:
«Αι κακομοίρη, μπέκρακα, και δε θα μου ξεφύγεις.
Οι ψήφοι λείπουν του Στρατού. Να δούμε τι θα πουν κι αυτοί»
κι ο Γοβατζής σου αν δεν βγει να βρης… βάρκα να φύγεις
Ο Πεντεφούντης σκεφτικός τα λόγια του τα ερευνά
κι αμέσως νέα ζητωκραυγή αφήνει επί τόπου:
«Ζήτω μωρέ του Γοβατζή, μα… εντελώς προσωρινά
Ώσπου να δούμε ήντα θα πουν… οι ψήφοι του μετώπου.
Οι εκλογές που ήταν ένα μεγάλο γεγονός δεν μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες και τις κυρίες των τοπικών συλλόγων, έστω κι αν δεν είχαν δικαίωμα ψήφου.
Κι όπως αναφέρεται στον τοπικό τύπο από σχολιαστή «παρασκηνίων» ένας σύλλογος υποστήριζε τον Γοβατζή κι άλλος τον Ασκούτση. Ήταν και οι δυο από τους δημοφιλέστερους υποψηφίους της εποχής.Ιδιαίτερα ο Γοβατζής διακρινόταν και για τη μεγάλη του φιλανθρωπική δράση.
Ένας φιλάνθρωπος πολιτικός
Ο Ιωάννης Γοβατζιδάκης, όπως ήταν το όνομά του ολόκληρο, γεννήθηκε στους Βεδέρους το 1874 και καταγόταν από μεγάλη οικογένεια αγωνιστών. Από τους σημαντικότερους προγόνους του ο Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης, που ήταν αρχηγός των κρητικών επαναστάσεων (1866-1869).
Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Οι συνθήκες του καιρού του όμως δεν τον άφηναν για πολύ να ασχοληθεί με τις δουλειές του και την καλοπέρασή του. Η δυστυχία που έπνιγε το Ρέθυμνο, τα πεινασμένα ξυπόλυτα παιδιά, δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Πίστευε σε μια αλλαγή πολιτειακών καταστάσεων που θα οδηγήσουν τον τόπο στην ευημερία και στην προκοπή. Και προσπαθούσε να βρει διέξοδο της επαναστατικής του αυτής διάθεσης προς όφελος της πόλης και των κατοίκων.
Ήταν από τα πρώτα μέλη του Γυμναστικού Συλλόγου και όπως αναφέρεται στην εμπεριστατωμένη μελέτη του εκλεκτού μας λόγιου κ. Γιάννη Παπιομύτογλου, διετέλεσε και μέλος του διοικητικού συμβουλίου τη διετία 1900-1902. Αναφέρεται όμως και αργότερα ως μέλος συμβουλίου.
Το 1904 τον βλέπουμε να πρωτοστατεί σε συλλαλητήρια. Αρπάζει και κατεβάζει με θυμό τη σημαία της Κρητικής Πολιτείας και ανεβάζει την ελληνική. Ένα χρόνο μετά παίρνει μέρος στην επανάσταση του Θερίσσου. Η συμμετοχή αυτή του στοιχίζει τη σύλληψή του από τους Ρώσους και τη φυλάκισή του.
Εξελέγη για πρώτη φορά πληρεξούσιος Ρεθύμνης το 1912 επί Κρητικής Πολιτείας. Επανεξελέγη μετά τις εκλογές του 1923, στο Ρέθυμνο, το Φεβρουάριο του 1924 με το κόμμα των Φιλελευθέρων εξελέγη το 1928 και επανεξελέγη το 1933. Πέθανε ενώ υπηρετούσε ως εν ενεργεία βουλευτής, το Δεκέμβριο του 1934. Σύμφωνα με το Μητρώο της Βουλής απεβίωσε το Φεβρουάριο του 1934.
Οι θητείες του στην πολιτική δείχνουν και το μεγάλο του ηθικό ανάστημα. Σου έδινε την εντύπωση ότι όλοι οι συμπολίτες του ήταν οικογένειά του. Με ιώβειο υπομονή άκουγε τους πάντες, αδιαφορώντας αν του σπαταλούσαν το χρόνο. Ήθελε να ακούει τα προβλήματά τους και να προσπαθεί για την επίλυσή τους, κάτι που ποτέ δεν είναι τόσο εύκολο όσο θα θέλαμε. Ήταν όμως μια παρηγοριά για τους απλούς πολίτες να βρίσκουν την πόρτα του πολιτικού τους εκπροσώπου πάντα ανοικτή. Κι ένα χαμόγελο ζεστό να τους υποδέχεται. Ήταν ο δικός τους άνθρωπος, έτοιμος να τους συμπαρασταθεί με ειλικρίνεια και πάντα με ανιδιοτέλεια, χωρίς ποτέ να ελέγξει τις πολιτικές πεποιθήσεις εκείνου που ζητούσε τη βοήθειά του.
Από τη βουλευτική του αποζημίωση κρατούσε τα απαραίτητα για να ζήσει και τα υπόλοιπα τα έδινε εκεί που υπήρχε ανάγκη. Και δεν ήταν κανένας πλούσιος. Δεν είχε την περιουσία που θα του επέτρεπε αυτές τις αγαθοεργίες. Εκείνος όμως προτιμούσε να στερηθεί για να προσφέρει τη βοήθειά του σε κείνους που την χρειάζονταν. Κι αυτό τον αποζημίωνε. Ζούσε για τον τόπο του και τους ανθρώπους του. Και πόσες φορές από το πενιχρό του βαλάντιο δεν έβγαλε χρήματα για να αποφυλακίσει Ρεθεμνιώτες που είχαν οδηγηθεί στις φυλακές για χρέη. Πόσες οικογένειες, πόσα παιδιά δεν είδαν τη χαρά να επιστρέφει στο φτωχικό τους χάρις στον Ιωάννη Γοβατζιδάκη.
Εκεί που ο φιλάνθρωπος πολιτικός ξεχνούσε και τους τρόπους του και τη ευγένειά του ήταν στις περιπτώσεις που κάποιος απλός άνθρωπος αδικείτο από το σύστημα. Ανεξάρτητα από το πόσο ψηλά ιστάμενος ήταν αυτός που αδικούσε τον εύρισκε μπροστά του θηρίο ανήμερο για το δίκιο και μόνο. Η αδικία εξαγρίωνε τον Γοβατζιδάκη. Και το ήξεραν όλοι αυτό. Ο Γοβατζιδάκης επίσης ποτέ δεν περιορίστηκε στο να δώσει ένα μπιλιετάκι στον ψηφοφόρο του για να εξυπηρετηθεί όπως έκαναν τόσοι και τόσοι πολιτικοί. Από το χέρι έπαιρνε τον ενδιαφερόμενο και πήγαιναν μαζί στην υπηρεσία που θα έδινε λύση στο πρόβλημα. Ήθελε αμέσως να ξέρει ποια θα ήταν η τύχη του αιτήματος κάθε απλού ανθρώπου που ζητούσε την πολιτική του στήριξη γι’ αυτό επιδίωκε να είναι από κοντά.
Κι ενώ πολλές φορές του δόθηκε η ευκαιρία και οι μεγάλοι πειρασμοί δεν έλειψαν, εκείνος προτίμησε να πορεύεται με την βουλευτική του αποζημίωση, χωρίς να αποζητά τον πλούτο, εκμεταλλευόμενος το αξίωμά του. Το θεωρούσε ανέντιμο. Και το ξόρκιζε μετά βδελυγμίας.
Μαρτυρίες αποκαλύπτουν τη μεγάλη του ευαισθησία. Κάποιος Ρεθεμνιώτης αναζητώντας τον στην Αθήνα, έμαθε πως βρισκόταν σε κάποιο νοσοκομείο, στο πλευρό ενός συμπολίτη που δεν είχε οικογένεια. Πέρασε να τον αναζητήσει εκεί, να δει και τον άρρωστο. Μπαίνοντας στο θάλαμο βρίσκει τον Γοβατζιδάκη να κάθεται σε μια γωνιά προσπαθώντας να μένει αθέατος και να κλαίει με λυγμούς. Θρηνούσε τον φίλο του που είχε πεθάνει, αλλά τουλάχιστον βρέθηκε αυτός κοντά του να του κλείσει τα μάτια.
Βουλευτής Ρεθύμνου συνετέλεσε στην ανέγερση πολλών σχολείων. Στο δρόμο της γνώσης έβλεπε μια μελλοντική ανάκαμψη της γονατισμένης από τα δεινά πολιτείας.
Μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του εκείνο το Δεκέμβρη του 1934, στην αρχή όλοι πάγωσαν. Γιατί είχε παρουσιάσει μια καλυτέρευση η υγεία του και όλοι πίστεψαν -ήθελαν να πιστέψουν- ότι ο καλός τους φίλος θα ξεγελούσε το χάρο. Ήταν όμως μια αναλαμπή και αμέσως μετά ακολούθησε το μοιραίο.
Μεσημέρι έφτασε στα Χανιά ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αμέσως ξεκίνησε για το Ρέθυμνο. Μπαίνοντας στο σπίτι του νεκρού φίλου και συναγωνιστή του συλλυπήθηκε τα αδέλφια και τους άλλους συγγενείς κι έπειτα κάθισε σιωπηλός κοντά στο φέρετρο μέχρι την ώρα της κηδείας που ακολούθησε πεζός. Η συγκίνηση του Εθνάρχη έδειχνε πόσο εκτιμούσε τον Γοβατζιδάκη. Ήρθαν κι άλλοι στην κηδεία του. Ο γενικός γραμματέας της Γενικής Διοίκησης Κρήτης Εμμανουήλ Παπαδογιάννης, ο δήμαρχος Χανίων Ιωάννης Μουντάκης, ο ιδρυτής της εφημερίδας των Χανίων «Βήμα του Λαού» Μαριδάκης κ.ά.
Αργά το μεσημέρι ξεκίνησε η νεκρώσιμη πομπή. Πάνω από πενήντα στεφάνια προηγούντο και ακολουθούσαν η μουσική του δήμου, τα εξαπτέρυγα, ο Μητροπολίτης Τιμόθεος με όλο τον ιερό κλήρο από το Ρέθυμνο και τα γύρω χωριά. Το φέρετρο κρατούσαν απλοί άνθρωποι του λαού, όπως θα το ήθελε ο λαοφιλής νεκρός, και ακολουθούσαν ο Βενιζέλος και οι συγγενείς. Με κατάνυξη εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία και ακολούθησαν επικήδειοι από τους Εμμανουήλ Τσιριμονάκη, δικηγόρο, Νικόλαο Ανδρουλιδάκη, δικηγόρο – πολιτευτή, Ιωάννη Μουντάκη δήμαρχο Χανίων, Εμμανουήλ Παπαδογιάννη γενικό γραμματέα της Γενικής Διοίκησης Κρήτης και Ευάγγελο Δρανδάκη δικηγόρο και πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου Ρεθύμνου.
Η ψυχή του Γοβατζιδάκη όμως θα είχε γεμίζει αγαλλίαση, καθώς την επομένη του θανάτου του ξεκίνησαν δωρεές σε ευαγή ιδρύματα. Και κείνα τα Χριστούγεννα αρκετοί φτωχοί θα έκαναν γιορτές χάρις στις δωρεές εις μνήμην του υπέροχου εκείνου ανθρώπου.
Ο Νικόλαος Ασκούτσης
Τι να πούμε και για τον Νικόλαο Ασκούτση, που έρχεται στην επικαιρότητα και λόγω της επετείου από τη Μάχη της Κρήτης.
Γεννήθηκε το 1888 ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1890 ή το 1892. Καταγόταν από το Μελιδόνι και ήταν συγγενής της οικογένειας Μοάτσου. Ο πατέρας του Χαρίλαος ήταν από τα εξέχοντα πρόσωπα της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας. Η μητέρα του Όλγα ήταν το γένος Δ. Χιονάκη.
Ήταν μικρό παιδί όταν έπεσε από δέντρο και το χτύπημα του στοίχισε το δεξί του χέρι. Η έλλειψη της κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εκείνης της εποχής ευθύνεται γι’ αυτό. Με τα μέσα της εποχής αργότερα προσπάθησε να καλύψει αυτή την αναπηρία και να ξεπεράσει με θάρρος αυτή τη δοκιμασία για ένα νέο άνθρωπο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν εκείνος που τον έφερε πολύ κοντά του και τον ενέπνεε ιδεολογικά. Ήταν φυσικό να τον ακολουθήσει από το κίνημα της Θερίσσου μάλιστα.
Σπούδασε νομικά και αρχικά δικηγόρησε στο Ρέθυμνο, όπου και διακρίθηκε ως ποινικολόγος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν τον άφησε όμως να συνεχίσει τη δικηγορία. Θέλησε να τον έχει κοντά του ως κρατικό λειτουργό. Έτσι το 1917 τον διόρισε νομάρχη Λαμίας και στη συνέχεια Νομάρχη Ρεθύμνου. Υπηρέτησε επίσης ως Νομάρχης Αττικής.
Άρχισε να πολιτεύεται στο Ρέθυμνο με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στις εκλογές του 1923. Ήταν υποψήφιος πάλι στο Ρέθυμνο στις εκλογές του 1926, με την Ένωση Φιλελευθέρων αλλά δεν εξελέγη, καθώς συγκέντρωσε 1.893 ψήφους. Ωστόσο, επανεκλέχθηκε στις εκλογές του 1928, του 1932 και του 1933 ξανά με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Υπηρέτησε ως υπουργός – γενικός διοικητής Κρήτης από τις 22 Δεκεμβρίου 1930 ως τις 26 Μαΐου 1932, στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Κατά τη Μάχη της Κρήτης συνελήφθη από τους Ναζί στη Μονή Αρκαδίου, όπου είχε καταφύγει, και μεταφέρθηκε αρχικά στο Ρέθυμνο.
Αργότερα τον μετέφεραν στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνέχισε να μένει στην πρωτεύουσα και ήταν μέλος της ΠΕΕΑ (Γραμματέας Συγκοινωνίας) της «Κυβέρνησης του Βουνού» του Αλέξανδρου Βώλου, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ στη Βίνιανη της Ευρυτανίας στις 10 Μαρτίου του 1944 και αυτοδιαλύθηκε λίγο πριν την απελευθέρωση, στις 9 Οκτωβρίου 1944. Το 1944 ο Νικόλαος Ασκούτσης, έφυγε στο Κάιρο ως εκπρόσωπος της ΠΕΕΑ.
Ως μέλος του ΚΚΕ ήταν μέλος της εξόριστης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου ως υπουργός Συγκοινωνίας, από τις 2 Σεπτεμβρίου ως τις 18 Οκτωβρίου 1944 και ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων, από τις 23 Οκτωβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου 1944.
Στις εκλογές του 1951 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών εκπροσωπώντας το χώρο της Αριστεράς.
Μερίμνησε ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι στο Ρέθυμνο (όπως ο δρόμος Ρεθύμνου-Αμαρίου) και κτίρια όπως των Φυλακών (σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο), το Τελωνείο και ο Οίκος Παιδείας του Γυμνασίου Αρρένων στην πόλη, σημερινό 1ο Γενικό Λύκειο.
Πέθανε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1955, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, αλλά η κηδεία του έγινε στο Ρέθυμνο, όπου η σορός του μεταφέρθηκε αεροπορικώς.
Για τις συνθήκες του θανάτου του Ασκούτση, ο επιστήθιος φίλος και γιατρός του Γιώργης Αγγελιδάκης, μας είχε πει σχετικά:
«Ο Νικόλαος Ασκούτσης είχε μεταβεί στο Παρίσι, αλλά φαίνεται πως τον επηρέασε η μεγάλη διαφορά θερμοκρασίας από το σπίτι που είχε επισκεφθεί φιλικά μέχρι το ξενοδοχείο του κι έτσι υπέστη έμφραγμα που ήταν μοιραίο γι’ αυτόν.
Στην κηδεία του εδώ στην πόλη μας, ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν συναγωνιστές του όπως ο γέρο Λαμπράκης, ο Καρτάλης (που φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας πίσω από το Δημαρχείο) και ο Αλέξανδρος Σβώλος που εκφώνησε τον επικήδειο».
«Ένας άνδρας με καρδιά…»
Ο επικήδειος δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», στις 13 Νοεμβρίου 1955 και αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ένας άνδρας με καρδιά και με ανθρωπιά, αυτός ήταν ο Ασκούτσης που έλειψε από χθες από ανάμεσά μας.
Το ήθος είναι εκείνο που προ πάντων τον εστόλιζε. Αγωνιστής από τα μικρά του χρόνια δεν ήταν μόνο ένας δημοφιλής πολιτικός που έκαμε πολλά για τον τόπο του και πέθανε φτωχός, ήταν κάτι περισσότερο από κάτι διάφορο. Αγαπούσε αυτός το λαό με απλότητα και χωρίς επιτήδευση, αλλά τον αγαπούσε αληθινά και βαθειά. Δεν απομακρύνθηκε από κοντά του, τον εσυντρόφεψε στις μαύρες μέρες της Κατοχής, είδε το χάρο με τα μάτια του στις φυλακές της Αγιάς. Εξυπηρέτησε το λαό όσο μπορούσε, βουλευτής, υπουργός και δεν εβαρυγνώμησε όταν αδικήθηκε.
Με το ένα πόδι στον τάφο ετοιμαζόταν ίσα με προχθές να μπει πάλι στην υπηρεσία του Λαού. Κοιτάζοντας μακρύτερα και ακούοντας μόνο την πατριωτική καρδιά του, μη λογαριάζοντας όσες πικρίες μπορούσαν να επακολουθήσουν τράβηξε μια στιγμή έναν άλλο δρόμο.
Και σε ηλικία που οι άνθρωποι γίνονται συνήθως πιο συντηρητικοί ένιωσε το σφρίγος νέων ιδεών. Πάλι από αγάπη προς τον λαό, αλλά κι επειδή είχε έμφυτη την παλικαριά επειδή έτσι είδε το πατριωτικό του καθήκον, επειδή ήταν μεγαλωμένος στη σκιά του Αρκαδιού, επειδή ήταν θρεμμένος από το ριζοσπαστισμό του Βενιζέλου, επειδή αληθινά τον εσυγκινούσε κάθε προοδευτική αντίληψη.
Και πήραμε μαζί το δρόμο του βουνού. Με όσα πέρασε ο Ασκούτσης στα τριάντα τόσα χρόνια της δημόσιας ζωής του, μόνο φωτεινά ίχνη άφησε…».
Η κηδεία του Νικολάου Ασκούτση έγινε με πάνδημη συμμετοχή. Κανένας από του σύγχρονούς του δεν ξέχασε την προσφορά του στον τόπο. Κι αυτό του έπρεπε.