Η εμπόλεμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή μέσα από την ιστορική πολιτική και νομική προσέγγιση της δραματικής ανάφλεξης ήταν το αντικείμενο της επιστημονικής ημερίδας που διοργάνωσε το πρωί του Σαββάτου ο Δικηγορικός σύλλογος Ρεθύμνου, θέτοντας σε συζήτηση το κρίσιμο ερώτημα «υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη».
Ομιλητής στη συζήτηση την οποία συντόνισε η επίκουρος καθηγήτρια του τμήματος Κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης Αθηνά Σκουλαρίκη ήταν ο ιστορικός και ερευνητής στο Cetobac/Ehess στη Γαλλία Νίκος Σιγάλας, ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου πανεπιστημίου Μακεδονίας Κωστής Τσιτσελίκης, ο δημοσιογράφος – πολεμικός ανταποκριτής Πάνος Χαρίτος και ο καθηγητής Πολιτειολογίας του Παντείου πανεπιστημίου Δημήτρης Χριστόπουλος.
Την εκδήλωση άνοιξε ο πρόεδρος του Δικηγορικού συλλόγου Ρεθύμνου Θωμάς Λεχωβίτης θέτοντας προς συζήτηση προβληματισμούς σε σχέση με τη Χαμάς και το Ισραήλ, τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Να μου επιτραπεί να υποστηρίζω ότι δεν είναι η άνανδρη και φρικαλέα εισβολή ανδρών της Χαμάς στο έδαφος του Ισραήλ, με τον σφαγιασμό και την ομηρία αμάχων, που δίνει το στίγμα σε αυτήν την αντιπαράθεση, αλλά το εξαγγελθέν δικαίωμα στην αυτοάμυνα του Ισραήλ. Γιατί τα όρια αυτού του δικαιώματος θα πρέπει να εξεταστούν και να ελεγχθούν στον βαθμό που η άσκησή του παράγει κατά ανάγκη ανθρωπιστική κρίση.
Από την άλλη πλευρά, η Χαμάς είναι τρομοκρατική οργάνωση ή ο ένοπλος βραχίονος των Παλαιστινίων; Πόσο καθορίζει ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός την συμπεριφορά τους, πόσο ακόμα ο δυισμός μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών εμποδίζει την ενιαία και συμπαγή έκφρασή τους;
Η Παλαιστίνη είναι οι παριές του Αραβικού Έθνους; Και μήπως αποτελούν θύματα της βαθιάς διαίρεσης του Αραβικού κόσμου;
Το αν το Ισραήλ έχει μετεξελιχθεί σε ένα φοβικό κράτος και επαγωγικά σε κορυφαία στρατιωτική μηχανή, μήπως είναι δικαιολογημένο, ειδικά μετά τους πολέμους του 1967 και του 1973, όταν δέχθηκε ανοίκειες επιθέσεις από συντονισμένα πυρά Αράβων γειτόνων του; Είναι ή δεν είναι εξάλλου η μόνη δημοκρατία της περιοχής;».
O Δημήτρης Χριστόπουλος, κοσμήτορας σχολής Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο πανεπιστήμιο επιχειρώντας να στοιχειοθετήσει την έννοια της ειρήνης για την περιοχή σημείωσε ότι «Η ειρήνη είτε επιβάλλεται με το ζόρι από έναν ισχυρό σε έναν ανίσχυρο είτε είναι αποτέλεσμα μίας διαπραγμάτευσης των μερών. Αν επιβληθεί η ειρήνη χωρίς τη βούληση αυτού που του επιβάλλεται με όρους επαχθείς, τότε έχει κοντά ποδάρια. Αν η ειρήνη είναι προϊόν μίας έντιμης διαβούλευσης, τότε υπάρχει ελπίδα αυτή η ειρήνη να μην είναι μία απλή εκεχειρία, αλλά να έχει τα χαρακτηριστικά μίας βιώσιμης μακροπρόθεσμης ειρήνης.
Αυτή τη στιγμή, δεν φαίνεται να δημιουργούνται οι όροι για το δεύτερο, αλλά για το πρώτο. Το πρώτο, όμως, όσο κι αν πρόσκαιρα λύνει το ζήτημα της παύσης των εχθροπραξιών, μεσοπρόθεσμα συντηρεί το ζήτημα και συντηρεί και μια αδικία, η οποία δημιουργεί τέρατα.
Εδώ έχουμε τρία «τέρατα»:
Υπάρχει ένα τέρας, που είναι η Χαμάς. Η Χαμάς, όμως, δεν είναι ένα τέρας που γεννήθηκε τυχαία, αλλά ένα τέρας που γεννήθηκε από ένα άλλο τέρας, το κράτος του Ισραήλ. Έτσι, αν δεν υπήρχε αυτή η πολιτική, δεν θα υπήρχαν άνθρωποι να ζώνονται εκρηκτικά, να βάζουν εκρηκτικά στα παιδιά τους και να τα στέλνουν στον θάνατο. Πίσω, όμως, από το τέρας του Ισραήλ υπάρχει το τέρας της διεθνούς κοινότητας, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε., που ανέχονται το Ισραήλ προκειμένου να κάνουν τις δουλίτσες τους. Άρα, όλα αυτά είναι προϊόν πολιτικών επιλογών. Εάν αυτές αλλάξουν, υπάρχει μία πιθανότητα να περάσουμε προς την ειρήνη με τα χαρακτηριστικά της βιώσιμης ειρήνης».
Έμπειρος πολεμικός ανταποκριτής ο δημοσιογράφος Πάνος Χαρίτος, κατέθεσε στη διάρκεια της εκδήλωσης τις δικές τους απόψεις σε σχέση με τον πόλεμο στη Παλαιστίνη, υποστηρίζοντας ότι η σημερινή κατάσταση αφορά τη πιο βίαιη και ένοπλη αντιπαράθεση επισημαίνοντας ότι: «Ειρήνη δεν υπάρχει. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Το αν θα μπορούσε να υπάρξει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη, το απαντούν τα δεδομένα στην περιοχή. Αυτό που βιώνουμε αυτή τη στιγμή είναι ένα ακόμα κεφάλαιο, το οποίο έρχεται να προστεθεί σε αυτήν τη μακρόχρονη ισραηλινή-παλαιστινιακή διένεξη. Αν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί; Ναι, θα μπορούσε. Γιατί δεν έχει αποφευχθεί; Γιατί δεν είναι το ζητούμενο. Και δεν είναι το ζητούμενο, γιατί η κρίση αυτή έχει ρίζες και είναι βαθιές. Και ξεκινούν στην ουσία στο 1967 και φτάνουν μέχρι σήμερα.
Αυτό που βιώνουμε τώρα είναι μία διαφορετική φάση, ίσως η πιο βίαιη της ένοπλης αντιπαράθεσης και εδράζεται κυρίως στο γεγονός ότι η ισραηλινή κοινωνία επαναπαύτηκε, γιατί συντάχθηκε γύρω από έναν μύθο, που έχει να κάνει με τον μύθο της ασφάλειας και τον περιορισμό και την επιβολή απέναντι στον άλλο, το οποίο είναι αυτό που θα διασφαλίσει τελικώς την δική μας ευημερία και την ειρήνη και την ασφάλεια.
Η Δύση διαχρονικά στάθηκε δίπλα σε αυτό που λέγεται σήμερα Ισραήλ. Ασχέτως του τι συνέβαινε και ποιες ήταν οι πολιτικές του Ισραήλ, πάντα επικροτούσαν οι δυτικές κυβερνήσεις – τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. έστω κι αν έχει έναν περιορισμένο ρόλο σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων και καταστάσεων το πώς θα μπορούσε η διεθνής κοινότητα να επηρεάσει το τι συμβαίνει στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή».
Το Ισραήλ στέκει στο απυρόβλητο πρόσθεσε, λέγοντας ότι: «Έχει πάντα τη στήριξη της διεθνούς κοινότητας και των δυνάμεων εκείνων, οι οποίες χαράσσουν την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις, γιατί υπάρχει ένα πάρα πολύ ισχυρό εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ, γιατί υπάρχει ένα λόμπι, το οποίο στηρίζει την κυβέρνηση. Εκλέγει κυβερνήσεις και γιατί υπάρχει ένα λόμπι, που σε κάθε περίπτωση θα σταθεί δίπλα στις επιλογές της όποιας ισραηλινής κυβέρνησης».
Σύμφωνα με τον κ. Χαρίτο με τα δεδομένα αυτά είναι σχεδόν βέβαιη η αλλαγή στάσης της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο Ισραήλ. Χαρακτηριστικά τόνισε ότι: «Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και αυτή η καμπή έχει να κάνει με το ότι πλέον έχουμε φτάσει σε μία κρίση, η οποία όσο κι αν μένει δίχως ουσιαστικές παρεμβάσεις, ενοχλεί τη διεθνή κοινότητα. Ενοχλεί όχι τόσο τις κυβερνήσεις, αλλά έχει αρχίσει να ενοχλεί πλέον τους λαούς. Δεν ξέρω για πόσο θα εξακολουθήσουν να μένουν θεατές οι δυτικές κυβερνήσεις σε αυτά που συμβαίνουν πλέον στη Γάζα, στην Δυτική Όχθη, τα οποία δεν τα μαθαίνουμε και δεν βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Από την άλλη, όμως, νομίζω ότι αυτή η κρίση στον βαθμό που εκφράζεται με τα όσα συμβαίνουν στη Λωρίδα της Γάζας και με το πώς ο λαός με τα δεδομένα πλέον για 2.5 εκ. παλαιστίνιους, οι οποίοι για δεύτερη φορά εκτοπίζονται στην ζωή τους – μιλάμε για μία τρίτη ή τέταρτη γενιά παλαιστινίων που εκτοπίστηκαν για πρώτη φορά το 1948 και εκτοπίζονται εκ νέου δίχως να υπάρχει ουσιαστικός προορισμός – όλο αυτό διαφοροποιεί τα δεδομένα ακόμα και στον Αραβικό κόσμο. Οπότε μετά από την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων, που δεν είναι προβλέψιμο το πώς, το πότε θα ολοκληρωθούν, νομίζω ότι είναι δεδομένη πλέον η αλλαγή της στάσης από την διεθνή κοινότητα απέναντι στην στάση και τις πολιτικές του Ισραήλ και το κυριότερο είναι ότι έχει αρχίσει, έστω κι αν δεν φαίνεται επί του παρόντος, μία κουβέντα μέσα στην ισραηλινή κοινωνία για το τι είναι αυτό που μας οδήγησε στο σήμερα».
Ο ίδιος εκτιμά ότι οι περισσότεροι λαοί βρίσκονται πιο κοντά στους παλαιστίνιους. «Έτσι κι αλλιώς, πάντα ο αδύναμος είναι αυτός που σε τραβάει περισσότερο. Επιπλέον, στην Ελλάδα δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί και μία σχέση που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 με τους Παλαιστίνιους και την πολιτική που τήρησε η τότε κυβέρνηση», ενώ σε ό,τι αφορά τη Χαμάς λέει ότι είναι μια οργάνωση, την οποία οι Παλαιστίνιοι, κυρίως της Γάζας, την έχουν βιώσει στο πετσί τους. «Αν τους μιλήσεις, θα καταλάβεις πως δεν είναι μια επιλογή συνειδητή. Προέκυψε το 2007, το 2008 οριστικοποιήθηκε ο ερχομός της. Πολύ σύντομα οι Παλαιστίνιοι την απέρριψαν, γιατί μιλάμε για μία φονταμενταλιστική ακραία ισλαμική οργάνωση, η οποία κυριαρχεί στις ζωές των ανθρώπων, που περιορίζει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα. Ωστόσο, ο εγκλεισμός των Παλαιστινίων και η συνειδητή επιλογή από την πλευρά του Ισραήλ να ευλογήσει τον διαχωρισμό μεταξύ Δυτικής Όχθης και Λωρίδας της Γάζας είναι αυτή που εδραίωσε τη Χαμάς με τα αποτελέσματα που είχαμε την 7η του Οκτώβρη, τα οποία τα πλήρωσε περισσότερο από κάθε άλλον, εκτός από τον λαό της Γάζας, το ίδιο το Ισραήλ, που υπέστη την μεγαλύτερη απώλεια που είχε ιστορικά σε οποιαδήποτε πολεμική αναμέτρηση από 1948 μέχρι και σήμερα».