Η ιστορία της τεχνολογίας είναι η ιστορία της επινόησης εργαλείων, συστημάτων και τεχνικών για την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και αναγκών. Είναι παρόμοια με άλλες πτυχές της ιστορίας της ανθρωπότητας, μόνο που η ευρύτητα της γνώσης της τεχνολογίας της είναι ευρύτερη από την αντίστοιχη της επιστήμης.
Θεωρώντας τις υδρο-τεχνολογίες του σήμερα και του μέλλοντος πρέπει πρώτα από όλα να αναφερθούμε στην ιστορία τους, που άλλαξε και βελτίωσε τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι ζούσαν. Για τις τεχνολογίες του μέλλοντος πρέπει πρώτα από όλα να αναφερθούμε στην ιστορία των τεχνολογιών, όπως αυτές των υδατικών πόρων. Γενικά οι Μινωίτες και οι περισσότεροι μετέπειτα αρχαίοι Έλληνες, επέλεγαν να κατοικούν σε ξηρικές περιοχές. Οι ακριβείς λόγοι για αυτό δεν είναι ξεκάθαροι, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το ξηρό περιβάλλον ως πιο ευχάριστο, προστατευμένο, ασφαλές ή/και υγιεινό. Επίσης αυτή η επιλογή της τοποθεσίας προσέφερε καλή προστασία από πλημμύρες και ασθένειες, που σχετίζονται με τους υδατικούς πόρους (Koutsoyiannis et al., 2008) Αντίθετα, άλλοι πρώιμοι προϊστορικοί πολιτισμοί ήκμασαν σε πεδιάδες συνήθως σε παραποτάμιες περιοχές, όπου η διαθεσιμότητα νερού ήταν ικανοποιητική ακόμη και για γεωργική ανάπτυξη (π.x. Μεσοποτάμιοι, Αιγύπτιοι, Ινδοί, Κινέζοι και άλλοι πολιτισμοί).
Στην Κρήτη, οι Μινωίτες αναπτύχθηκαν κυρίως σε ανατολικές περιοχές, με μειωμένη διαθεσιμότητα νερού. Από την προϊστορική εποχή οι βασικές μέθοδοι ανάπτυξης της διαθεσιμότητας νερών, ήταν η συλλογή και αποθήκευση βρόχινου νερού και η άντληση υπόγειων νερών. Αυτές οι επαναστατικές εφευρέσεις πρωτο-αναπτύχθηκαν πριν από την Μινωική εποχή, την Νεολιθική εποχή (ca 7.000 – 3.200 π.Χ.) και όπως είναι προφανές τα πρώτα έργα δημιουργήθηκαν χειρωνακτικά. Αυτές οι τεχνολογίες νερού επέτρεψε στην ανθρωπότητα να μετοικήσει σε μεγαλύτερες αποστάσεις από φυσικές πηγές νερού και ακόμα σημαντικότερο, να καλλιεργεί μεγαλύτερες εκτάσεις γης. Πιθανότατα αυτές οι πρώτες τεχνολογίες υδατικών πόρων θεωρούνται οι πιο καινοτόμες από μια μεγάλη λίστα, που επακολούθησε.
Στην Μινωική εποχή με πολύ μειωμένους υδατικούς πόρους, ακόμη και υπόγειους υδροφορείς σε μικρό βάθος, η πιο προσιτή τεχνολογία ήταν η συλλογή και αποθήκευση βρόχινου νερού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Φαιστός, όπου η υδροδότηση της γινόταν με τη συλλογή βρόχινου νερού, που αποτελούσε παράδοση χιλιετιών στην Κρήτη και σε άλλες χώρες της Μεσογείου (Εικ. 1α). Το σύστημα ύδρευσης του ανακτόρου της Φαιστού αποτελούνταν: (α) Από μια ανοιχτή αυλή ειδικής κατασκευής, με αυλακώσεις, για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων. Από εκεί εκτρέπονταν σε δεξαμενές, που βρισκόταν στη δυτική πλευρά της αυλής. Και (β) από ειδικές δεξαμενές με φίλτρο χοντρής άμμου, που χρησιμοποιούταν για τον καθαρισμό του νερού, πριν την αποθήκευσή του (Αγγελάκης, 2024). Άλλες παρόμοιες πρακτικές εφαρμόστηκαν στους οικισμούς Χαμέζι και Φούρνου Κορυφή του νομού Λασιθίου.
Επίσης την Μινωική εποχή σε περιοχές με υπόγειους υδροφορείς, σε μικρό σχετικά βάθος, όπως στην Ζάκρο και στις πόλεις Παλαίκαστρο, Ίτανοςς ή Ερημούπολης Σητείας και Κομμός νότια του νομού Ηρακλείου, η τεχνολογία ανόρυξης και άντλησης νερού από πηγάδια φαίνεται να αναπτύχθηκε σημαντικά την περίοδο της ίδρυσης των (Εικ. 1β). Την εποχή αυτή η χρήση πηγαδιών, ήταν εκτεταμένη κυρίως στην ανατολική Κρήτη, εξαιτίας των περιορισμένων επιφανειακών υδατικών πόρων. Το σύνηθες βάθος των πρώτων πηγαδιών ήταν 12,5 m και η διάμετρος τους 1,0 m.
Τέλος, την Μινωική εποχή αναφέρεται ότι αναπτύχθηκε η κατασκευή των πρώτων φραγμάτων, όπως αυτά στις Χοιρόμαντρες, στην Ψείρα Μόχλου και στα Γουρνιά του νομού Λασιθίου. Αυτά συνήθως ήταν μικρού μεγέθους, κατασκευάζονταν από πέτρες και χωμάτινα και συνήθως συνδύαζαν την συλλογή και αποθήκευση νερού με την προστασία γεωργικών εδαφών από διάβρωση τους (Angelakis et al., 2024).
Αργότερα, τους ιστορικούς χρόνους, κατά την Κλασική περίοδο ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, μεγάλος Προσωκρατικός φιλόσοφος (άνθηση περίπου το 470 π.Χ.), ήταν ο πρώτος «γιατρός» που δήλωσε ότι η ποιότητα του νερού επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων. Επιπλέον ο πατέρας της ιατρικής, ο Ιπποκράτης (ca 460-370 π.Χ.), διεξήγαγε αρκετές πειραματικές εργασίες σχετικές με τον καθαρισμό του νερού, επειδή η ποιότητά του απείχε πολύ από τον επιθυμητό βαθμό καθαρότητας, που ο ίδιος πιθανόν θα ήθελε. Έτσι, κατ’ αρχή σχεδίασε μία μεμβράνη από ύφασμα (το φίλτρο νερού του Ιπποκράτη), μέσα από την οποία περνούσε νερό, που είχε βράσει προηγουμένως, πριν καταναλωθεί. Επίσης η πραγματεία του Ιπποκράτη περί αέρων, υδάτων, τόπων (περίπου το 400 π.Χ.), αναφέρεται εκτενώς με διαφορετικές πηγές νερού, την ποιότητα του νερού των και σε επιπτώσεις τους στην υγεία του ανθρώπων. Διαπιστώνεται από αυτήν, ότι ο Ιπποκράτης ως βασική μέθοδο για την έρευνα του χρησιμοποιεί την παρατήρηση. Άλλες Ιπποκρατικές πραγματείες, που γράφτηκαν κυρίως την ίδια εποχή, περιέχουν σχόλια για την επίδραση του νερού στην υγεία των ανθρώπων.
Την ίδια περίοδο ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος (ca 498-408 π.Χ.), αρχαίος Έλληνας αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, φυσικός, μαθηματικός, μετεωρολόγος και φιλόσοφος, θεωρούμενος και ως ο «πατέρας της πολεοδομίας», εισήγαγε το Ιπποδάμειο σύστημα στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Αυτό αποτελεί μια σημαντική καινοτομία, η οποία αργότερα, κατά την Ελληνιστική περίοδο και μέχρι τη σύγχρονη εποχή, επηρέασε σημαντικά τα αστικά συστήματα ύδρευσης (Zarkadoulas et al., 2012). Ο Αριστοτέλης (384-328 π.Χ.) αναφέρει ότι ο Ιππόδαμος: «….πρώτος των μη πολιτευομένων επεχείρησε να είπη τι περί της αρίστης πολιτείας, διαιρέσας την μυρίανδρον τω πλήθει πόλιν εις τρία μέρη, ήτοι το περιλαμβάνον τους τεχνίτας, το τους γεωργούς και το προπολεμούν και τα όπλα έχον. Την χώραν εις την ιεράν, την δημοσίαν και την ιδίαν…» (Zarkadoulas et al., 2012).
Την εποχή αυτή στην Αθήνα το Λύκειο ή η Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη (355-328 π.Χ.), που δάσκαλοι και μαθητές έκαναν βόλτα, αναπτύχθηκε μεταξύ άλλων και η ιδέα της αφαλάτωσης. Η τεχνολογία αυτή ανάγεται στους αρχαίους Έλληνες ναυτικούς, που την εφάρμοζαν κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα με την εξάτμιση του θαλασσινού νερού, που πρώτος είχε περιγράψει ο Αριστοτέλης μετά από εκτέλεση σχετικής πειραματικής εργασίας. Επιπλέον ανακάλυψε την αρχή της διατήρησης της μάζας στον υδρολογικό κύκλο και ότι το νερό ανακυκλώνεται και πληθώρα άλλων (Koutsoyiannis et al., 2008).
Αργότερα μετά τους την Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο, την Ρωμαίική και την 1η Βυζαντινή περίοδο (ca 330 μ.Χ.-610 μ.Χ.), δεν αναπτύχθηκαν τόσο νέες υδρο-τεχνολογίες, αλλά επεκτάθηκε κυρίως το μέγεθος τους, εξαιτίας της περαιτέρω ανάπτυξης των ανθρωπίνων αναγκών.
Σήμερα, εξειδικευμένα, προηγμένα και ψηφιοποιημένα δίκτυα μεταφέρουν στο σπίτι μας το «ελιξίριο της ζωής», ενώ ταυτόχρονα σύγχρονες επίσης ψηφιοποιημένες τεχνολογίες εφαρμόζονται για τη διανομή ακόμη και μη συμβατικών υδατικών πόρων, στα πιο δύσβατα σημεία του πλανήτη. Ιδιαίτερα το δίκτυο ύδρευσης παρακολουθείται σε 24ωρη βάση από σύστημα τηλελέγχου – τηλεχειρισμού, για την συνεχή παρακολούθηση και καταγραφή της λειτουργίας του. Η τεχνολογία των υδατικών πόρων τρέχει τάχιστα, χωρίς να αποκόβεται από το παρελθόν, αλλά δυστυχώς αρκετοί αδυνατούν να την παρακολουθούν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να αμφιβάλουν για την ιστορία των επιτεύγματων τους.
Βιβλιογραφία
Αγγελάκης, Α. Ν. (2024). Η διαθεσιμότητα μη συμβατικών υδατικών πόρων στην Κρήτη. ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου 18/4/2024, https://patris.gr/2024/04/18/diathesimotita-mi-symvatikon-ydatikon– poron-stin-kriti/
Angelakis, A. N., Baba, A., Valipour, M., Dietrich, J., Fallah- Mehdipour, E., Krasilnikoff, Bilgic, E., Passchier, C., Tzanakakis, V. A.,
Kumar, R., Min, Z., Dercas, N., and Ahmed, A. T. (2024). Evolution of Water Dams: From Ancient to Present Times and Future. Water 2024, 16, 1889. https://doi.org/10.3390/w16131889.
Koutsoyiannis, D., Zarkadoulas, N., Angelakis, A. N., and Tchobanoglous, G. (2008). Urban Water management in Ancient Greece: Legacies and Lessons. ASCE, Journal of Water Resources Planning & Manag., 134 (1): 45-54.
Zarkadoulas, N., Koutsoyiannis, D., Mamassis, N., and Angelakis, A.
- (2012). A Brief History of Urban Water Management in Ancient Greece. In: Evolution of Water Supply throughout Millennia (Α. N. Angelakis, L. W. Mays, D. Koutsoyiannis, and N. Mamassis, Eds.). IWA Publishing, London, UK, Ch. 10: 259-270.