Στο διάβα των ημερών και των ετών, υπάρχουν κάποια έτη που διαφέρουν ως προς τα άλλα, όσο αφορά το πλήθος των ημερών τους. Ενώ τα κανονικά – απλά έτη έχουν 365 ημέρες, ορισμένα έχουν μια ημέρα παραπάνω, την 29η Φεβρουαρίου και λέγονται δίσεκτα. Ένα τέτοιο έτος είναι και το καινούργιο, το 2024.
Πως όμως προέκυψε η μια επί πλέον ημέρα – 29η Φεβρουαρίου – στο ημερολόγιό μας;
Πριν το Γρηγοριανό ή νέο ημερολόγιο (ν.η.) που έχουμε σήμερα και στη χώρα μας, ίσχυε το Ιουλιανό ή παλαιό ημερολόγιο (π.η.), το οποίο καθιερώθηκε το 45 π.Χ. σ’ όλο το τότε Ρωμαϊκό κράτος, άρα και στη χώρα μας, από τον αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα. Ο πραγματικός όμως δημιουργός του ήταν ο Έλληνας αστρονόμος Σωσιγένης (1ος αιώνας π.Χ.) από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Επειδή το ημερολόγιο που υπήρχε τότε (του Νουμά) είχε 365 ημέρες, προπορευόταν ως προς τις εποχές, αφού ήταν μικρότερο του (τροπικού) έτους το οποίο έχει 365,242199 ημέρες. Τροπικό έτος το χρονικό διάστημα της περιφοράς της Γης γύρω από τον Ήλιο (ακριβώς μεταξύ δυο εαρινών ισημεριών).
Με τα χρόνια λοιπόν, ενώ οι Ρωμαίοι είχαν μήνα Μάρτιο, βρίσκονταν στον χειμώνα και οι καλοκαιρινές γιορτές του θερισμού συνέπιπταν με το τέλος του (ημερολογιακού) χειμώνα. Επίσης οι ίδιοι μήνες μπορούσαν να είναι άλλοτε χειμερινοί και άλλοτε θερινοί!
Η διαφορά αυτή το 46 π.Χ. ήταν 80 ημέρες, και ο Σωσιγένης μεγάλωσε το έτος 45 π.Χ. κατά 80 ημέρες. Ο Σωσιγένης είχε υπολογίσει το (τροπικό) έτος ίσο με 365,25 ημέρες ή 365 μέρες και έξι ώρες και γι’ αυτό όρισε όπως κάθε τέσσερα χρόνια να προστίθεται μια ημέρα (4×0,25=1).
Έτσι κάθε τέσσερα χρόνια, μετά την 23η Φεβρουαρίου, πρόσθεταν μία ημέρα για διορθωθεί η διαφορά των έξι ωρών.
Η 24η Φεβρουαρίου ήταν η έκτη ημέρα πριν τις καλένδες (πρωτομηνιά) του Μαρτίου και η επί πλέον αυτή ημέρα μετριόταν για δεύτερη φορά (δυο ημέρες με τον αριθμό 24), σαν δυο φορές έκτη, δηλαδή «δις-έκτη» ή δίσεκτη (bisectus), με συνέπεια ακόμη και σήμερα να ονομάζεται δίσεκτο το έτος που έχει μια πρόσθετη μέρα, μόνο που εμείς σήμερα την τοποθετούμε στο τέλος Φεβρουαρίου ως 29η.
Είναι βέβαια άξιο απορίας πως μια επί πλέον μέρα τον χρόνο, που είναι απαραίτητη για τη διόρθωση του ημερολογίου, έγινε αφορμή για δεισιδαιμονικές αντιλήψεις και να θεωρείται ο χρόνος που την έχει γρουσούζικος… Μάλιστα αυτό επικρατεί εν μέρει ακόμη και στις μέρες μας, π.χ. οι γάμοι δεν προτιμούνται στα δίσεκτα έτη… Ίσως αυτό να οφείλεται στην υπαρξιακή ανασφάλεια του ανθρώπου ή στην Ρωμαϊκή αντίληψη της «κακοδαιμονίας» του 13ου εμβόλιμου μήνα του αρχαίου Ρωμαϊκού ημερολογίου που παρέλαβαν οι αρχαίοι Λατίνοι και Έλληνες. Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή, η παρανόηση του λαού ότι τα δίσεκτα έτη είναι «γρουσούζικα», να προέρχεται από την λανθασμένη γραφή της λέξης δίσεκτο σε «δύσεκτο». Δηλαδή αντί του σωστού «δις» με γιώτα (που σημαίνει δύο φορές) να εννοείται λανθασμένα το προθεματικό μόριο «δυς» με ύψιλον που έχει την έννοια της δυστυχίας ή της δυσκολίας.
Μέχρι το 8 μ.X. η πρόσθετη μέρα από λάθος εφαρμογή υπολογιζόταν κάθε τρία χρόνια, και τότε ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) όρισε την εμβόλιμη μέρα κάθε τετραετία.
Κατά τους χριστιανικούς χρόνους καθιερώθηκε να θεωρούνται δίσεκτα τα έτη που διαιρούνται με το τέσσερα. Ο Σωσιγένης όμως υπολόγισε το Ιουλιανό έτος κατά 365,25 – 365,242199 = 0,007801 ημέρες ή 11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα, μεγαλύτερο του τροπικού έτους, με συνέπεια κάθε 128 έτη η διαφορά να ανέρχεται σε μία ημέρα περίπου (128×0,007801=0,998528), με αποτέλεσμα οι μετρούμενες ημέρες να καθυστερούν ως προς τις εποχές, το αντίθετο δηλαδή απ’ ότι συνέβαινε με το ημερολόγιο του Νουμά!
Έτσι, ενώ την εποχή του Χριστού η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 μ.Χ. (όταν συνήλθε η Α΄ Οικουμενική σύνοδος που όρισε πότε θα εορτάζεται το Πάσχα), η εαρινή ισημερία έγινε στις 21 Μαρτίου, και η εαρινή ισημερία του 1582 έγινε ημερολογιακά (με το π.η.) στις 11 Μαρτίου, δηλαδή 10 μέρες νωρίτερα. Ο 10 αυτές ημέρες ήταν η καθυστέρηση του π.η. έναντι του τροπικού έτους.
Το γεγονός δημιουργούσε προβλήματα και στον προσδιορισμό της ημερομηνίας εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα σύμφωνα με τον κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Τότε ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄ αποφάσισε να διορθώσει το ημερολόγιο, ώστε να σταματήσει η ανωμαλία που παρατηρούταν. Έτσι με βάση τις προτάσεις των αστρονόμων Χριστόφορου Κλάβιου και του L. Lilio μετονόμασε την 5η Οκτωβρίου (Παρασκευή) σε 15 Οκτωβρίου 1582 και όρισε όπως κάθε 400 χρόνια, να θεωρούνται δίσεκτα, όχι τα 100 (400:4) αλλά μόνο 97=100-3. Αφαιρούσε δηλαδή τρεις ημέρες, επειδή στα 400 χρόνια η διαφορά – καθυστέρηση ανερχόταν σε τρεις περίπου ημέρες (400×0,007801=3,1204), οπότε καθιερώθηκε ο κανόνας των δίσεκτων ετών με το Γρηγοριανό ή Νέο ημερολόγιο (ν.η.):
Δίσεκτα είναι τα έτη που διαιρούνται με το τέσσερα, αλλά από τα επαιώνια έτη (δηλαδή όσα είναι πολλαπλάσια του 100, π.χ. 1900,2000) μόνο όσα διαιρούνται και με το 400.
Για παράδειγμα, ενώ το 1900 ήταν δίσεκτο με το π.η., δεν ήταν δίσεκτο με το ν.η. Το ίδιο θα συμβεί και με το 2100 μ.Χ. Όμως το 2000 μ.Χ. ήταν δίσεκτο και με τα δυο ημερολόγια, αφού διαιρείται με το 4 και με το 400, όπως βέβαια και το νέο έτος 2024 αφού διαιρείται με το τέσσερα. Το επόμενο επαιώνιο δίσεκτο έτος και με τα δυο ημερολόγια θα είναι το 2400 μ.Χ.
Τελικά λοιπόν η διαφορά των δυο ημερολογίων βρίσκεται μόνο στον αριθμό των δίσεκτων επαιωνίων ετών που θεωρεί κάθε ημερολόγιο και συγκεκριμένα στο ότι, το παλαιό θεωρεί δίσεκτα όλα τα επαιώνια, ενώ το νέο (Γρηγοριανό) μόνο όσα από αυτά διαιρούνται με το 400. Στα άλλα έτη (που δεν διαιρούνται με το 100) τα δυο ημερολόγια δεν έχουν διαφορά!
Εντός 400 διαδοχικών ετών στο ν.η., υπάρχουν 97 δίσεκτα έτη, ενώ στο π.η., εντός 28 διαδοχικών ετών υπάρχουν επτά δίσεκτα έτη. Αυτό επαναλαμβάνεται συνέχεια στο πέρασμα των αιώνων, αφού τα 400 έτη – όπως έχω αποδείξει – είναι η περίοδος του ν.η., με την έννοια ότι κάθε 400 χρόνια έχουμε το ίδιο ημερολόγιο, ενώ το π.η. έχει περίοδο 28 έτη. Το δίσεκτο 2024 ανήκει στην κατηγορία των ετών που αρχίζουν Δευτέρα στο ν.η και Κυριακή στο π.η. Τέτοια δίσεκτα έτη υπάρχουν 13 στο ν.η., ενώ ένα έτος στο π.η., εντός της περιόδου κάθε ημερολογίου.
Από τον Μάρτιο του 1900 – και μέχρι τον Μάρτιο του 2100 – η καθυστέρηση του π.η. είναι 13 ημέρες. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, αρχικά, το 1582 υπήρχαν οι 10 ημέρες καθυστέρηση του π.η. (ρύθμιση του Πάπα) και προστέθηκαν οι τρεις ημέρες από τα έτη 1700, 1800, 1900 τα οποία δεν είναι δίσεκτα με το ν.η., ενώ είναι με το π.η. Όταν λοιπόν εφαρμόστηκε από το Ελληνικό κράτος το ν.η. το 1923, η Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 1923 του π.η. ονομάστηκε Πέμπτη 1 Μαρτίου 1923 του ν.η. Έτσι όσο και να ψάξουμε στα…. ληξιαρχεία της χώρας δεν θα βρούμε συμπολίτη μας που να έχει γεννηθεί από 16 μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1923!…Η νέα αυτή ρύθμιση δεν έγινε αμέσως δεκτή από την Ελληνική εκκλησία.
Επειδή όμως είχε γίνει ήδη δεκτό το ν.η. από το Ελληνικό κράτος και δημιουργούνταν προβλήματα στον εορτασμό διαφόρων εορτών (π.χ. την 25η Μαρτίου 1923 είχαμε χωριστό εορτασμό Εθνικής εορτής και Ευαγγελισμού) η εκκλησία της Ελλάδας ενδιαφερόταν σοβαρά για την διόρθωση του ημερολογίου. Έτσι αναγκάστηκε τελικά, με την σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να αποδεχθεί το ν.η. στις 10 Μαρτίου 1924 (Κυριακή), που έγινε 23 Μαρτίου 1924 με το ν.η. (αλλά χωρίς μετακίνηση του Πασχάλιου και των κινητών εορτών του, που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το π. η.).
Καλή και Ειρηνική Χρονιά!