Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την αγροτική παραγωγή, θέτοντας προκλήσεις για τη διαχείριση πόρων και τη βιωσιμότητα, την ώρα που απαιτούνται καινοτόμες λύσεις και στρατηγικές προσαρμογής για τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας
Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η κλιματική κρίση για τον αγροτικό τομέα και η αποτελεσματική, άμεση εύρεση λύσεων που θα αντιμετωπίσουν τα ολοένα αυξανόμενα, έντονα, καιρικά φαινόμενα συζητήθηκαν εκτενώς κατά τη διάρκεια της χθεσινής πρώτης μέρας του τριήμερου Διεθνούς συνεδρίου «Open Earth 2024» που φιλοξενείται στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Με παρουσία σημαντικών επιστημόνων και ερευνητών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό και με κεντρικό σύνθημα την ενίσχυση της αειφορίας του αγροτικού περιβάλλοντος, το συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του χθες με σειρά εισηγήσεων από κορυφαίους επιστημονικούς παράγοντες. Η διοργάνωση χρηματοδοτείται από το έργο LIFE ClimaMED: «Καινοτόμες Τεχνολογίες για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής στο αγροτικό τομέα της Μεσογείου» και διοργανώνεται υπό τον συντονισμό του Μπενακείου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), το Πολυτεχνείο Κρήτης, καθώς και άλλους φορείς από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Κύπρο.
Απουσιάζει η τεχνογνωσία στους παραγωγούς
Η Μαρία Ντούλα, διευθύντρια Ερευνών στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, κατέγραψε την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικές εφαρμογές, ενώ σημείωσε πως παρότι υπάρχει διάθεση, δεν υπάρχει τεχνογνωσία για τους αγροτικούς παραγωγούς: «Εργαζόμαστε πάνω στη γεωργία, στην προστασία του εδάφους και την προσαρμογή του αγροτικού τομέα, του γεωργικού και του κτηνοτροφικού κλάδου στην κλιματική αλλαγή και σε όλα όσα συμβαίνουν και αναμένουμε να εξελιχθούν. Η προσαρμογή στον επιστημονικό τομέα εξελίσσεται πιο γρήγορα από ότι στην πράξη, σε θεωρητικό επίπεδο. Δεν μπορούμε να πούμε σίγουρα πράγματα από τώρα για τα επόμενα 20-30-50 χρόνια, αλλά σίγουρα μπορούμε να δώσουμε κάποιες κατευθύνσεις ώστε να βοηθήσουμε τον αγροτικό και τον κτηνοτροφικό πληθυσμό να αρχίσουν να προσαρμόζονται και να σκέφτονται τον τρόπο που θα σκέφτονται από εδώ και πέρα. Σε πρακτικό επίπεδο νομίζω ότι είμαστε αρκετά μακριά. Οι παραγωγοί είναι μόνοι τους, δέχονται λίγη βοήθεια, όχι επειδή δεν το θέλουν, αλλά επειδή δεν τους παρέχεται. Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στη γνώση που παράγεται και σε αυτό που φτάνει στους παραγωγούς και το πως οι παραγωγοί ενώ είναι διατεθειμένοι να προσαρμοστούν, δεν μπορούν να βρουν τον τρόπο να το κάνουν».
Η έλλειψη σεβασμού απέναντι στο έδαφος αναμένεται να μας στοιχίσει στο μέλλον, αν δεν το κάνει ήδη, καθώς πρόκειται για ένα πόρο που δεν ανανεώνεται αν καταστραφεί, όπως σημείωσε η κ. Ντούλα: «Το έδαφος είναι ένας πόρος ο οποίος είναι πάρα πολύ αδικημένος, γιατί οι περισσότεροι αντιμετωπίζουμε προβλήματα στο νερό και τον αέρα, ενώ το έδαφος το θεωρούμε δεδομένο. Αυτό το γεγονός, μας έχει κάνει να φερόμαστε όλα αυτά τα χρόνια σε αυτό το φυσικό και κυρίως μη ανανεώσιμο πόρο με το χειρότερο τρόπο. Αν ένα έδαφος καταστραφεί δεν θα ανακάμψει ποτέ. Σε γενικές γραμμές, οι παραγωγοί φροντίζουν τα εδάφη τους, εφόσον υπάρχει και το θέμα της επιβίωσης. Υπάρχει ιδιαίτερη υποβάθμιση της παραγωγής σε περιοχές που αξιοποιούν νερά από γεωτρήσεις. Όσο επιμένουμε να μην προσαρμόσουμε τις καλλιέργειές μας, θα πιέζουμε το έδαφος να παράξει αυτό που μας έδινε παλιά και φυσικά αυτό δεν θα γίνεται».
«Μετράμε σε πραγματικό χρόνο τη στάθμη του νερού»
Στο πρόγραμμα έγκαιρης πρόληψης και προειδοποίησης που ολοκληρώθηκε σε συνεργασία με τον δήμο Ρεθύμνου, αναφέρθηκε ο Κώστας Λαγουβάρδος, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και μετεωρολόγος, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Η χώρα μας και η Κρήτη έχει ένα μεγάλο αριθμό έντονων καιρικών επεισοδίων, ο οποίος αυξάνεται δυστυχώς χρόνο με τον χρόνο, λόγω της κλιματικής κρίσης, γιατί τα φαινόμενα γίνονται πιο έντονα και πιο συχνά, άρα χρειαζόμαστε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρουσίας όπως το πρόγραμμα που είχαμε κάνει μαζί με τον δήμο Ρεθύμνης, το οποίο έχει ολοκληρωθεί εδώ και ένα χρόνο, αλλά το σύστημα είναι πλήρως λειτουργικό, με τους σταθμούς, τα σταθμίμετρα. Το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, για να μπορούμε να δίνουμε ειδοποιήσεις πριν και κατά τη διάρκεια ενός έντονου καιρικού φαινομένου».
Όπως πρόσθεσε ο κ. Λαγουβάρδος: «Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα πολύ πυκνό δίκτυο σταθμών μέσα στον Δήμο Ρεθύμνης, είχαμε δύο σταθμούς πριν στο Αστεροσκοπείο και γίνανε εννέα με το πρόγραμμα αυτό, έχουν μπει δύο σταθμίμετρα στα ανατολικά της πόλης σε δύο ρέματα, τα οποία πλημμυρίζουν και μετρούν σε πραγματικό χρόνο τη στάθμη του νερού. Αυτό σε συνδυασμό με τις προγνώσεις, μας δίνουν μία καλή ενημέρωση πριν και κατά τη διάρκεια της εξέλιξης ενός φαινομένου. Ο δήμος Ρεθύμνης είναι από τους ελάχιστους δήμους της χώρας που διαθέτουν τέτοια συστήματα και εκτιμούμε ότι αυτό το πρόγραμμα θα αποτελέσει ένα παράδειγμα και για τους άλλους. Είναι απαίτηση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού να υπάρχουν συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για τους πληθυσμούς όλων των χωρών και στο Ρέθυμνο έχουμε κάνει πολύ καλή δουλειά».
Τέλος, ο κ. Λαγουβάρδος πρόσθεσε την ανάγκη για διατήρηση του υπάρχοντος προγράμματος, προκειμένου να συνεχίσουν να αξιοποιούνται πληροφορίες για ερευνητικούς σκοπούς, αλλά και για την προσαρμογή στις εξελίξεις εκ μέρους του τουριστικού και του αγροτικού κλάδου: «Το πρόγραμμα έχει παραμείνει σε λειτουργία, στέλνονται αυτόματες ειδοποιήσεις στην πολιτική προστασία του δήμου, της Περιφέρειας και στην εθελοντική οργάνωση «Ένα», όταν έχουμε υπερβάσεις κάποιων ορίων, δηλαδή του ανέμου, της θερμοκρασίας ή της βροχής, ώστε να τους δίνεται το έναυσμα για να μπουν να δουν ότι κάτι συμβαίνει και απαιτεί προσοχή. Φυσικά στα πολύ έντονα φαινόμενα έχουμε και άμεση επικοινωνία μαζί τους. Το ζήτημα είναι το σύστημα να παραμείνει εν ζωή, γιατί σκοπός είναι να φτιάξουμε κάτι το οποίο δεν θα σταματήσει με τη λήξη του έργου, αλλά θα συνεχίσει να λειτουργεί για τα επόμενα χρόνια. Τέλος, αυτά τα στοιχεία δεν είναι μόνο για την πολιτική προστασία πλέον, αλλά έχουμε χτίσει μία βάση δεδομένων που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τους αγρότες, τους ανθρώπους του τουρισμού και για ερευνητικό έργο».
«Μεταφορά της αγροτικής παραγωγής σε μεγαλύτερα υψόμετρα»
Ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών από την πλευρά του υπογράμμισε: «Πρέπει να προβλέπουμε εξειδικευμένους κλιματικούς δείκτες, για κάθε τύπο καλλιέργειας, δηλαδή άλλο δείκτη χρειάζεται η ελιά, άλλο το αμπέλι, άλλο οι υπόλοιπες καλλιέργειες. Οι ερευνητές παρέχουμε εργαλεία και κλιματικούς δείκτες που σχετίζονται με τον κάθε τύπο καλλιέργειας, για την ελιά για παράδειγμα ένας σημαντικός δείκτης είναι το πόσες μέρες τον χρόνο, η θερμοκρασία το χειμώνα είναι κάτω από 12-13 βαθμούς, γιατί η ελιά έχει ανάγκη από κάποιες κρύες μέρες τον χρόνο, οι οποίες αν εκλείψουν στο μέλλον, προφανώς η ελιά θα αντιμετωπίσει πρόβλημα. Εκτός από το πρόβλημα της λειψυδρίας, υπάρχει και αυτό των παθογόνων μικροβίων που θα διογκωθούν λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι ο δάκος. Πρέπει επίσης να εστιάσουμε σε καλύτερα συστήματα άρδευσης, να μην γίνεται σπατάλη του νερού, γιατί είναι πολύτιμο ιδιαίτερα στην Κρήτη που αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της λειψυδρίας. Ένα άλλο πρόβλημα είναι και η υφαλμύρωση του υδροφόρου ορίζοντα, ιδιαίτερα σε περιοχές που βρίσκονται στη θάλασσα».
Επιπλέον, από τη στιγμή που υπάρχουν μη ελεγχόμενοι παράγοντες, όπως είναι η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας, οφείλουμε να στραφούμε σε σταδιακές πρόσκαιρες ή και μακροπρόθεσμες λύσεις, όπως ανέφερε ο κ. Γιαννακόπουλος: «Ένας τρόπος προστασίας της αγροτικής παραγωγής είναι η σταδιακή μεταφορά τους σε μεγαλύτερα υψόμετρα, που έχει λίγο πιο δροσερό κλίμα, ενώ για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, όταν δεν υπάρχει νερό για την άρδευση, τα ελαιόδεντρα πρέπει να είναι σε μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους, από αυτή που είναι σήμερα, για να μπορούν από το έδαφος να βρουν κάποια θρεπτικά συστατικά και υγρασία. Επίσης, οφείλουμε να πιέσουμε ώστε ο κόσμος μας να οδηγηθεί γενικώς σε χαμηλότερες εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, για να μπορέσουμε να φρενάρουμε την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας και να μην φτάσουμε στα επίπεδα που λένε τα κλιματικά μοντέλα στα απαισιόδοξα σενάρια. Η παγκόσμια θερμοκρασία δεν πρέπει να υπερβεί 1,5 με 2 βαθμούς αύξηση, επίπεδο που στη Μεσόγειο το ξεπεράσαμε».
Τέλος, Ana Perez Gimeno από το Πανεπιστήμιο του Έλτσε της Ισπανίας αναφέρθηκε στην ανάπτυξη των μικροοργανισμών στους υδάτινους πόρους, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής: «Η εμφάνιση μικροοργανισμών στο πόσιμο νερό, ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας και στην ανάπτυξη θρεπτικών συστατικών, όπως ο φώσφορος και το άζωτο, τα οποία ευνοούν τη δημιουργία συνθηκών για την ανάπτυξη αυτών των μικροοργανισμών, η οποία φυσικά δεν είναι καλή για την ανθρώπινη υγεία. Στις αναπτυγμένες χώρες, αντιμετωπίζουμε αυτήν την κατάσταση με απολυμάνσεις, χλωρίνη, εκτενείς καθαρισμούς και ισχυρά υγειονομικά μέτρα και εφαρμογή τεχνολογικών μεθόδων για την εξαφάνιση αυτών των μικροοργανισμών».