Είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερο δημοσίευμα σε μια έρευνα που είχε κάνει ο αξέχαστος Κώστας Ξεξάκης για τους Μικρασιάτες του Ρεθύμνου, που μετά την εγκατάσταση τους έδωσαν ζωή και στην τοπική αγορά με τις αστείρευτες ιδέες τους.
Σ αυτή ο σπουδαίος εκείνος άνθρωπος και αγωνιστής είχε κάνει ιδιαίτερη αναφορά σε έναν έμπορο τον Κώστα Βουρλάκη που με το εμπορικό του πνεύμα και τη συνεχή του αγωνία να εφοδιάζει το κατάστημά του με διαλεχτό εμπόρευμα, ήταν από τους επιφανείς της τοπικής αγοράς. Διάλεγε πάντα το καλύτερο για την πελατεία του, που τον τιμούσε με την απόλυτη εμπιστοσύνη της στην ποιότητα των ειδών του.
Ποτέ δεν αδίκησε κανέναν και έδειχνε πάντα σεβασμό στον ξένο μόχθο. Η όποια μορφή εκμετάλλευσης τον ενοχλούσε αφόρητα. Ίσως επειδή έζησε την προσφυγιά και ήξερε τι περνά ο κοινωνικά αδύναμος όταν βρεθεί σε ανάγκη.
Είχε πολλές αρετές ο άνθρωπος αυτός.
Ήταν όμως και υπέροχος ψάλτης. Από τους σημαντικούς μάλιστα, που αναφέρονται με πολλά θαυμαστικά στα χρονικά του τόπου.
Ο κ. Γιώργος Εκκεκάκης, στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη», αναφέρει σαν πιθανή ημερομηνία γέννησής του το 1875.
Ήταν Μικρασιάτης, ο εκλεκτός αυτός άνθρωπος. Καταγόταν συγκεκριμένα, από το Τζεσμέ της Ιωνίας. Μετοίκησε στη Χίο κατά τον πρώτο διωγμό (1914) κι από κει ήρθε στο Ρέθυμνο, κρατώντας συστατική επιστολή του Επισκόπου Χίου.
Αναφέρεται επίσης στο βιβλίο του π. Χαραλάμπους Καμηλάκη «Ο Μητροπολιτικός Ναός τα Εισόδια της Θεοτόκου», Ρέθυμνο 1999, σ. 231.
Εκτενέστερο αφιέρωμα κάνει για τον Κώστα Βουρλάκη ο αξέχαστος Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των δημοσιευμάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει». Και αναφέρει σχετικά:
«Δεμένος σφικτά με την ιστορία του παλιού Ρεθέμνους ο Βουρλάκης.
Πόσες βαθιά θρησκευόμενες Ρεθεμνιώτικες ψυχές δεν έκανε ν’ αναγαλλιάζουν και να μεταρσιώνονται με την τέχνη της μελωδικής ψαλτικής του και το μέταλλο της βαρύτονης φωνής του, που γινόταν βροντερά θριαμβική σ’ εκείνα τα θαυμάσια δοξαστικά.
Πως να ξεχάσει κανείς εκείνο «το δόξα σοι τω δείξαντι το φως», που όταν έψελνε, γέμιζε Χερουβείμ ο Ναός της Παναγίας και έκανε να πεταχτούν στα ουράνια οι ψυχές.
Δεν έχω ξανακούσει πουθενά τέτοια εκτέλεση!».
Αναφέρει στη συνέχεια με το γνωστό γλαφυρό του ύφος ότι ο Κωστής Βουρλάκης ήταν άνθρωπος θεοφοβούμενος με σπάνιο ήθος και χρυσή καρδιά.
Ήρθε με τον πρώτο διωγμό κι έγινε βέρος Ρεθεμνιώτης. Η σπάνια φωνή του τον οδήγησε σύντομα στο δεξί ψαλτήρι του Καθεδρικού Ναού.
Άνθρωπος εργατικός και με ευρύ πνεύμα, διοχέτευσε το επιχειρηματικό του πνεύμα στο εμπόριο, ανοίγοντας ένα κατάστημα υφασμάτων.
Από το πόστο αυτό δίδαξε με τον τρόπο του εμπορική δεοντολογία, βασιζόμενος στην εντιμότητα και το επαγγελματικό ήθος.
Αγάπησε πολύ το Ρέθυμνο. Ο σεβασμός στους ανθρώπους κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, που έδειχνε, ήταν παροιμιώδης. Άρχοντας σωστός ο Βουρλάκης εφάρμοζε στην καθημερινότητά του τις ρήσεις του Ευαγγελίου. Και ποτέ κανένας δεν κατάλαβε πόσο φιλάνθρωπος ήταν. Ένας πραγματικός Χριστιανός. Οι παρέες του ήταν διαλεχτές αφού ο ίδιος ήταν αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος από όλους. Και τις αποτελούσαν όλοι εκείνοι που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στην πολιτιστική και πνευματική ζωή του τόπου.
Σε μια επίσκεψη του Βενιζέλου στο Ρέθυμνο, ο Βουρλάκης προβληματίστηκε προκειμένου να δώσει την ιδανικότερη εικόνα στον Εθνάρχη.
Βενιζελικός μέχρι το κόκκαλο, δεν μπορούσε να μην φερθεί ανάλογα με την περίπτωση, υποδεχόμενος τον λατρεμένο του αρχηγό.
Έτσι λοιπόν, στη Δοξολογία που εψάλη για την υποδοχή του, ο Κωστής Βουρλάκης ξάφνιασε τους πάντες με ένα «Πολυχρόνιο» που σύνθεσε, προς τιμήν του υψηλού επισκέπτη, με περιεχόμενο που ταίριαζε απόλυτα στη δράση του επαναστάτη του Θερίσσου.
Μόλις τέλειωσε κι ενώ το εκκλησίασμα κρατούσε και την ανάσα του από το υπέροχο άκουσμα, γιατί ο ψάλτης είχε βάλει στην εκτέλεση και όλο το Βενιζελικό πάθος του, προσπαθούσε με συγκρατημένη διακριτικότητα, να καταλάβει ποια εντύπωση είχε προκαλέσει στον Εθνάρχη. Εκείνος βέβαια είχε κατασυγκινηθεί αλλά και από την άλλη προσπαθούσε να σταθεί στο επίπεδο ενός αρχηγού.
Μετά το πέρας της Δοξολογίας, κι ενώ ευχαριστούσε το Βουρλάκη για το υπέροχο δώρο, που του είχε προσφέρει, νοιώθοντας και πάλι τη συγκίνηση να τον κυριεύει, προσπάθησε να κρατήσει το συναίσθημά του χαριτολογώντας:
– Εμένα φίλτατε τι με εμπλέκετε με «Πολυχρόνια». Αυτά είναι ματαιοδοξία των Βασιλέων.
Με τίποτα όμως δεν μπόρεσε στη συνέχεια να κρύψει το θαυμασμό του για την φωνή, αλλά και το χαρακτήρα του Βουρλάκη που πραγματικά τον εξέπληξε.
Μια καρδιά γεμάτη αγάπη
Ο Βουρλάκης ήταν μια καρδιά γεμάτη αγάπη. Ακόμα και τους εχθρούς του – αν είχε – θα τους είχε σίγουρα συγχωρήσει.
Ο θεός τον αντάμειψε με τη δημιουργία μιας όμορφης οικογένειας. Βρήκε μια σύζυγο αντάξιά του και πέρασε ευτυχισμένη ζωή μαζί της, καμαρώνοντας άξια παιδιά. Αυτά συνέχισαν τη ζωή τους πάνω στα χνάρια του εξαίρετου πατέρα τους.
Η τοπική κοινωνία έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του Κώστα Βουρλάκη. Δεν είναι τυχαίο που ο Κώστας Μαμαλάκης, τελειώνει την αναφορά του στον περίφημο ψάλτη του Ρεθύμνου, ως εξής:
«Χάριζέ του χρόνους Θεέ μου! Τέτοιους ανθρώπους τους χρειαζόμαστε σαν παραδείγματα ζώντα. Για να φρονιματιζόμαστε. Να παίρνουμε κουράγιο και να μη χάνουμε την εμπιστοσύνη μας προς τον άνθρωπο…».
Σε βαθιά γεράματα εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο ο Κώστας Βουρλάκης αφήνοντας μνήμη αγαθή.
Πέθανε στις 3 Μαρτίου 1972, κι όλο το Ρέθυμνο τον συνόδευσε με ειλικρινή θλίψη στην τελευταία του κατοικία. Και μνημονεύεται πάντα με σεβασμό από παλιούς Ρεθεμνιώτες όταν θέλουν να δώσουν στους νεότερους παραδείγματα έντιμων εμπόρων και ανθρώπων που ζουν για να προσφέρουν στον συνάνθρωπο.
Νικόλας Μεσκίνης: Ήθελε να αγναντεύει τον τόπο που γεννήθηκε
Ήταν στην αρχή της καριέρας μου, κάπου στα 1975 όταν με ενημέρωσαν για την παρουσία ενός τρωγλοδύτη, αλλά διαφορετικού από τους άλλους. Αμέσως μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να τον γνωρίσω και να κάνω ένα ρεπορτάζ. Ήταν τότε η εποχή στείρα από ειδήσεις και γεγονότα. Επομένως μια συνέντευξη από τον άνθρωπο αυτόν, θα ήταν επιτυχία για τα δεδομένα της τοπικής ενημέρωσης.
Παίρνω λοιπόν τον δρόμο, τα κατσάβραχα για την ακρίβεια και βρίσκομαι μπροστά στη σπηλιά που ήταν ακριβώς κάτω από το πάντα επιβλητικό Δεσποτικό.
Κοιτούσα γύρω αμήχανα, σκεπτόμενη ότι μπορεί να πήγα και άδικα. Δεν είχαμε τότε τον τρόπο να κανονίζουμε τις συναντήσεις με κινητά τηλέφωνα.
Κάποια στιγμή κι ενώ σκεπτόμουν να φύγω, βλέπω να βγαίνει από το εσωτερικό της σπηλιάς, ένας γεροδεμένος άνδρας με κοντά κουρεμένα μαλλιά και μάτια με έντονο γαλάζιο χρώμα. Ροδαλός ροδαλός δεν θύμιζε άνθρωπο που ταλαιπωρείται από τη φτώχεια.
Με τα πρώτα λόγια που ανταλλάξαμε, μια συγκίνηση με κυρίευσε.
Είχε τη χαρακτηριστική προφορά των Μικρασιατών που ήταν για μένα άκουσμα οικείο από τα γεννοφάσκια μου.
Παραξενεύτηκε όταν του είπα πως θέλω να κουβεντιάσουμε για την εφημερίδα.
– Εμένα καλέ τον Νικόλα βρήκες; Δεν έχει προύχοντες ο τόπος να τους περάσεις στην εφημερίδα;
Αυτός ήταν ο Νικόλας Μεσκίνης ή Μεσχίνογλου από τις Φώκαιες. Ένας αυθεντικός Μικρασιάτης.
Η καρδιά του άνοιξε όταν πληροφορήθηκε τον τόπο και της δικής μου καταγωγής.
«Κοντά πέφτουμε» είπε και χαμογέλασε με πίκρα, συνειδητοποιώντας ότι τώρα πια δεν είχε νόημα να μιλάμε για αποστάσεις μιας χαμένης πατρίδας που επιμένουμε να την αναφέρουμε ως αλησμόνητη.
Όταν του ζήτησα να μου μιλήσει για τη ζωή του, άφησε πρώτα να ξεχυθεί από μέσα του το παράπονο του ξεριζωμού και το «ανάθεμα» για τους αίτιους που ξεκλήρισαν τόσες οικογένειες κι έσπρωξαν στην ανάγκη τόσο κοσμάκη.
Στο Ρέθυμνο όμως βρήκε τόπο να στεριώσει και σιγά-σιγά να πάρει τη ζωή στα χέρια του που δόξα τω Θεώ «έπιαναν καλά».
Μάστορας στα φουρνέλα δεν δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά, μόνο που δεν ήταν τακτική. Αλλά τα χέρια του να ήταν καλά και δεν έλεγε όχι στο μεροκάματο, με την ίδια προθυμία που δεν αρνιόταν ποτέ και την πρόσκληση για «ένα κρασάκι».
Ήρθε κι ο καιρός να παντρευτεί, αλλά διαπιστώνοντας ότι η γυναίκα του δεν ήταν αυτή που ονειρευόταν, την έδιωξε το ίδιο βράδυ.
– Ο Μεσκίνης δεν σήκωσε ποτέ τη μπαμπεσιά, μου δικαιολογήθηκε περιγράφοντας το γεγονός χωρίς διάθεση να κρύψει κάτι.
Κι έπειτα με σκοτεινιασμένο βλέμμα άρχισε να μου περιγράφει τις στιγμές που πέρασε μετά τη θλιβερή αυτή αποκάλυψη.
Είχε καθίσει, μου είπε, σε ένα βράχο και από τον βουνό πόνο του δεν πρόσεξε πως είχε ξημερώσει μια μέρα λύτρωσης για την Ελλάδα.
Δεν έδινε καμιά σημασία στα φορτηγά γεμάτα από Γερμανούς που «ξεκουμπίζονταν» από το Ρέθυμνο. Ήταν η μέρα που έφευγαν οι κατακτητές και ξημέρωνε η λευτεριά για το μαρτυρικό μας τόπο.
Για τον ίδιο όμως πάντως δεν ήρθε ξαστεριά, αφού συνέχισε να νοιώθει πάνω του τη του «χαφιέ» με αφορμή την αριστερή ιδεολογία του.
Μα το ίδιο έκανε για τον μπάρμπα Νικόλα είτε τον παρακολουθούσαν είτε κατά περιόδους τον άφηναν ήσυχο.
Όπως οι Μικρασιάτισσες εύχονταν με ένα πουκάμισο να καταλύσουν στο γάμο τους, έτσι και ο ιδεολόγος Μικρασιάτης δεν μπορούσε να απαρνηθεί τα πιστεύω του.
Έτσι απλά με την κουβέντα κυλούσε η ώρα, μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισε ο μπάρμπα Νίκος να μου δείξει τη σπηλιά του και ομολογώ ότι τόσο καθαρό περιβάλλον ούτε το περίμενα πως θα το συναντήσω σε ένα τέτοιο χώρο.
Διέκρινα μια ικανοποίηση στο βλέμμα του όσο με ξεναγούσε στα «αγαθά» του.
Φαινόταν βολεμένος με το μικρό μποστανάκι που είχε δημιουργήσει και τις κοτούλες του.
Γοητευμένη από την πρώτη μας συνάντηση θέλησα να τον ξανασυναντήσω, αλλά και για ένα άλλο λόγο.
Με την ευκαιρία που ερχόταν συχνά στην εφημερίδα ο αξέχαστος παπά Γιάννης Πίτερης, τόλμησα να τον ρωτήσω ευκαιρίας δοθείσης, πως επιτρεπόταν κάτω από ένα επιβλητικό δεσποτικό να ζει σε μια σπηλιά ένας άνθρωπος και μάλιστα προχωρημένης ηλικίας.
Άκουσε χωρίς να με διακόψει ο παπά Γιάννης και μετά με το γνωστό του μειλίχιο ύφος μου είπε απλά να ρωτήσω τον ίδιο το Μεσχίνογλου, γιατί αρνιόταν τις προτάσεις για ένα κανονικό σπίτι που του είχαν γίνει αρκετές φορές.
Και το έκανα. Μόλις άκουσε την ερώτησή μου ο μπάρμπα Νικόλας αντέδρασε απότομα.
– Πρώτα γιατί δεν θέλω να έχω υποχρέωση στους παπάδες μου είπε. Κι έπειτα …
– Κι έπειτα; Τον ρώτησα γεμάτη απορία.
– Κοίταξε πέρα μου είπε και μου έδειξε τη γαλάζια απεραντοσύνη που από το ύψος της σπηλιάς φαινόταν περισσότερο επιβλητική.
– Κοίταξε αυτό το θάμα συνέχισε. Εγώ δεν θέλω τίποτα άλλο από το να κάθομαι σε ένα βράχο και να αγναντεύω πέρα μακριά την πατρίδα. Να τη χαιρετώ και να κλαίω.
Πέρασαν τα χρόνια και μια άλλη καλή συνάδελφος η Αθηνά Πετρακάκη συνάντησε τον μπάρμπα Νικόλα και του πήρε συνέντευξη που δημοσίευσε στην «Άγονη Γραμμή» το 2010.
Σε κείνη ο Νικόλας αναφέρθηκε και σ’ ένα περιστατικό που δεν μου είχε αφηγηθεί. Ίσως επειδή τότε που τον συνάντησα μόλις είχαμε αποδεσμευτεί από τη χούντα των συνταγματαρχών και μέναμε ακόμα με την αίσθηση ότι και «οι τοίχοι έχουν αυτιά».
Στην Αθηνά ο Νικόλας Μεσκίνης κατήγγειλε μια περιπέτεια που είχε στην Ασφάλεια ένα βράδυ που γύριζε από το ψάρεμα. Μια από τις αγαπημένες του συνήθειες. Περνώντας από τη Σοχώρα τον συνέλαβαν Ασφαλίτες και τον χτυπούσαν με λύσσα, κατηγορώντας τον για διακίνηση επαναστατικών προκηρύξεων!!!
Μάταια τους έδειχνε το καλάθι με τα σύνεργα του ψαρέματος και την «ψαριά» του.
Έτσι «έφαγε» κείνο το βράδυ ο μπάρμπα Νικόλας «της χρονιάς του» και εντελώς αναίτια.
Στο δημοσίευμα αυτό της «Άγονης Γραμμής» πληροφορήθηκα ότι επιτέλους ο μπάρμπα Νικόλας, είχε βρει και μια καλή σύντροφο που του αφοσιώθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, αν κι εκείνη έφυγε πρώτη.
Ο ατρόμητος στις φουρτούνες της ζωής, Φωκιανός πρόσφυγας, έζησε στη σπηλιά του πάνω από 50 χρόνια. Αν κι έμενε μονάχος στη σπηλιά του, αποζητούσε την παρέα.
Κατέβαινε, εύρισκε τους φίλους του, έπιναν τα κρασάκια τους και μετά έπαιρνε το δρόμο για τη σπηλιά του.
Μια κάθοδός του όμως στάθηκε μοιραία, λίγο καιρό αφότου έθαψε τη σύντροφό του που τον είχε κάνει να εμπιστευθεί ξανά τη γυναίκα και τον έρωτα.
Ο Νικόλας Μεσκίνης έπεσε θύμα τροχαίου. Και θυμάμαι τον έκλαψαν και οι πέτρες.
Γιατί αν και κάπως ιδιόρρυθμος, τελευταία μάλιστα συνήθιζε να λέει και παραδοξολογίες, ήταν πάντα αξιοπρεπής και περήφανος. Ντόμπρος και ειλικρινής.
Κι έτσι έμεινε στη συνείδηση των Ρεθεμνιωτών.
Όσο για μένα κάθε φορά που χανόμουν στη γαλάζια απεραντοσύνη της θάλασσας σκεφτόμουν τον μπάρμπα Νικόλα που του άρεσε να κάθεται και να αγναντεύει, περιμένοντας ν’ αντικρύσει την αλησμόνητη πατρίδα να του γνέφει απέναντι. Κι ένα σφίξιμο στην καρδιά είναι σαν ν’ ανάβω ένα κεράκι στην μνήμη του.
Αυτό που με εντυπωσίασε στο δημοσίευμα της Αθηνάς Πετρακάκη είναι ο μύθος που για χρόνια έπλεκε τον ιστό του γύρω από το Νικόλα Μεσκίνη. Πίστωναν οι προφορικές παραδόσεις, στην κατοχή του ένα μεγάλο θησαυρό από αμέτρητες χρυσές λίρες.
Να είχαν επηρεαστεί και οι συμπολίτες μας από τους μύθους που συνοδεύουν πολλούς τρωγλοδύτες με τεράστια περιουσία στην κατοχή τους ανεκμετάλλευτη;
Ποιος ξέρει; Γεγονός είναι ότι και με την απλή λογική ο Νικόλας Μεσκίνης ό,τι αν έβγαζε από το μεροκάματο, όποτε το εύρισκε, το κατέθετε στην παρέα για το κρασάκι του και για να κεράσει τους φίλους του. Ένα θησαυρό πάντως – για να είμαστε δίκαιοι – τον έκρυβε κι αυτός, ήταν μέσα στην καρδιά του. Τον ανακάλυπτες εύκολα αν κάθιζες λίγη ώρα και κουβέντιαζες μαζί του και ήταν πραγματικά απροσμέτρητος.