Μπορεί ο Μανόλης Σταγάκης να στάθηκε τυχερός και χάρις στη φροντίδα ενός γιατρού να γλίτωσε τον ακρωτηριασμό και των δυο ποδιών από βαριάς μορφής κρυοπαγήματα, άλλοι όμως δεν τα κατάφεραν. Όπως ο Κωστής Μιχελιδάκης, ένας αγαπητός συμπολίτης που έφυγε πριν από λίγα χρόνια.
Ήταν κι αυτός ένας από τους νέους που με το χαμόγελο στα χείλη έτρεξαν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας για την αξιοπρέπεια της φυλής. Ο εχθρός χειμώνας όμως και το βαρύ κρύο του στέρησαν στα 21 χρόνια του το αγαθό της αρτιμέλειας. Εκείνος έστω και χωρίς πόδια, εξακολουθούσε με το ίδιο θάρρος να μας θυμίζει κάθε χρόνο το χρέος στα ιδανικά της πατρίδας, παίρνοντας τη θέση του στις παρελάσεις εκεί που βρίσκονταν και οι άλλοι συναγωνιστές του σύμβολα της θυσίας στο καθήκον.
Ο Κωστής Μιχελιδάκης θα έμενε στην αφάνεια, όλα αυτά τα χρόνια, αν ένας φωτισμένος δάσκαλος δεν προτίμησε μια παρουσίαση του ήρωα στους μαθητές του παρά τις καθιερωμένες γιορτές που κανέναν δεν συγκινούν.
Άνθρωπος της ουσίας ο αγαπητός συνάδελφος συγγραφέας και εκπαιδευτικός κ. Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης, με σημαντικό ερευνητικό έργο στο ενεργητικό του, στις 28 του Οκτώβρη 1992, είχε μια έκπληξη για τους μαθητές του στο μονοθέσιο σχολείο Σωματά που υπηρετούσε.
Έκανε την παρουσίαση του ήρωα Κωστή Μιχελιδάκη από το Όρος Ρεθύμνου, συγκλονίζοντας τους μαθητές του, αν και τους είχε προετοιμάσει κατάλληλα για την εμπειρία αυτή. Και το σπουδαιότερο έδωσε με τον καλύτερο τρόπο και ένα δίδαγμα ζωής. Γιατί ο άνθρωπος που έχει στερηθεί την ικανότητα να περπατά, αποτελούσε και φωτεινό παράδειγμα πίστης στη ζωή που έστω και αν τον ταλαιπωρούσαν προβλήματα υγείας μέχρι τα βαθειά του γεράματα.
Στο Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη, ο ήρωας του Αλβανικού Μετώπου Κωστής Μιχελιδάκης κατέθεσε τις εμπειρίες από την περιπέτειά του αυτή. Και ‘μεις τις σταχυολογούμε τιμώντας έτσι και τις δυο πλευρές γιατί πραγματικά αξίζουν και οι δυο αυτή την τιμητική αναφορά. Ας μην ξεχνάμε ότι αν ο Κωστής Μιχελιδάκης έκανε το χρέος του στην πατρίδα, ο Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης έκανε με το ζήλο του, το καθήκον, στην έδρα, λειτούργημα και ακόμα εξακολουθεί να μας διδάσκει με τα εξαιρετικής σημασίας οδοιπορικά του, που μας γνωρίζουν με πλήρη στοιχεία τον τόπο μας. Και με το παράδειγμα της συνέντευξης αυτής αποδεικνύει πόσο καλύτερα μπορεί να γίνεται η διδασκαλία, όταν ο δάσκαλος διαθέτει φαντασία και διάθεση, χωρίς να περιμένει από τους μαθητές μια ξερή αποστήθιση του μαθήματος της ημέρα. Ίσα ίσα για ένα βαθμό.
Βασανιστικές πορείες στο Μέτωπο
Σύμφωνα λοιπόν με όσα είπε ο Μιχελιδάκης, στην ιστορική αυτή συνέντευξη, είχε συμπληρώσει οκτώ μήνες της θητείας του στο 29ο Σύνταγμα, όταν τον έστειλαν στην Αλβανία με τρένο από την Κομοτηνή.
Μόλις αποβιβάστηκε το Σύνταγμά του στο Αμύνταιο ξεκίνησαν με τα πόδια βόρεια προς τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα. Μετά από βασανιστικές πορείες φτάσανε σε ένα χωριό την Ιεροπηγή αρχές Νοεμβρίου, λίγο έξω από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Εκεί έμειναν δυο βράδια να ξεκουραστούν και συνέχισαν την πορεία πάντα νύχτα για να μη δίνουν στόχο στα αεροπλάνα.
Το πρώτο χωριό που συνάντησαν μπαίνοντας στην Αλβανία ήταν το Ντίβλιστα που είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς και το πυροβολικό. Οι πορείες συνεχίζονταν κάθε βράδυ μέχρι που έφτασαν στο Πόγραδετς.
Στο ύψωμα αυτό έκαναν τα οχυρώματά τους και ξεκουράστηκαν. Την επομένη με πυροβολικό και πεζικό έτρεψαν τους Ιταλούς σε άτακτη φυγή, ενώ συλλάβανε και αρκετούς αιχμαλώτους. Η μεγάλη τους χαρά όμως ήταν η καταστροφή ενός πολυβόλου που δεν άφηνε το πεζικό τους να προχωρήσει.
Μέσα στα τόσα μαρτύρια που περνούσε ο στρατός μας ήταν και οι ψείρες. Είχε γίνει πια καθημερινή ενασχόληση η προσπάθεια απαλλαγής από αυτές, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα.
Είχαν συνηθίσει πια να γεμίζει η χούφτα τους με τα ενοχλητικά αυτά ζωύφια κάθε φορά που τολμούσαν να αγγίξουν τα σημεία που φώλιαζαν. Άλλωστε είχαν πολύ πιο σοβαρούς κινδύνους να αντιμετωπίσουν.
Η ζωή των στρατιωτών κρεμόταν από μια κλωστή και πολλές φορές η σωτηρία στάθηκε θέμα τύχης.
Μια μέρα, σε μια ανάπαυλα της μάχης, εκεί που καθόταν ο Μιχελιδάκης στο αντίσκηνο με τους συναδέλφους του και σκότωναν ψείρες, πέφτει ένα Ιταλικό βλήμα πυροβολικού δίπλα στα πόδια τους σε απόσταση δύο μέτρων. Από θαύμα το βλήμα δεν έσκασε και σώθηκαν έτσι δέκα άτομα. Ένας από τους στρατιώτες, σαν πιο ψύχραιμος έπιασε στο βλήμα και το πέταξε στη χαράδρα.
Τα πρώτα σημάδια
Με νέα διαταγή το τάγμα του Μιχελιδάκη κατευθύνθηκε στην Κλεισούρα για την ενίσχυση άλλου τάγματος που έκανε επίθεση. Πήρανε τους όλμους με τ’ άλογα και έφυγαν. Κατά την πορεία ο Μιχελιδάκης άρχισε να νοιώθει αφόρητους πόνους στα πόδια. Δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά εκείνος απέδιδε το μαρτύριο στην κούραση από τις ατέλειωτες πορείες και δεν έδινε σημασία. Όταν πια δεν είχε κουράγιο να περπατήσει ανέφερε το γεγονός στο λοχαγό του που δήλωσε όμως αδυναμία να του προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Απλά του συνέστησε να καθίσει στο σημείο εκείνο να ξεκουραστεί και μετά να τους συναντήσει στο ύψωμα. Ήταν 15 του Νοέμβρη.
Ο Μιχελιδάκης υποφέροντας από τους πόνους κατάφερε να βρει ένα κατάλυμα σε κάτι εγκαταλειμμένες ιταλικές παράγκες, χωρίς καμιά βοήθεια, ενώ η κατάστασή του χειροτέρευε.
Ήταν τόσο αντίξοες οι συνθήκες που δεν μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη. Έπρεπε να κάνει υπομονή αν και υπέφερε φρικτά. Όσο περνούσε η ώρα ένοιωθε τις αντοχές του να λυγίζουν. Κάθισε μια νύχτα στην ερημιά, μη αντέχοντας άλλο τους πόνους, με μοναδική του συντροφιά τ’ αγρίμια και προσπάθησε να βγάλει τ’ άρβυλά του. Μάταιη προσπάθεια. Στην απελπισία του προσπάθησε με σουγιά να δημιουργήσει άνοιγμα από το πάνω μέρος αλλά μαζί με το δέρμα της αρβύλας, έκοβε και κρέας από τα πόδια του χωρίς να το καταλάβει. Είχε χειροτερέψει και δυστυχώς ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει σε πόσο κρίσιμη κατάσταση βρισκόταν. Κάθισε εκεί δέκα μέρες, χωρίς φαγητό, χωρίς ιατρική βοήθεια και μόνο η πίστη στο Θεό του έδινε θάρρος. Μετά από δέκα μέρες ένας λόχος που περνούσε από κει τον αντιλήφθηκε. Είχε γίνει ένα κουβάρι από τους πόνους, την πείνα και την ταλαιπωρία. Τον περιμάζεψε αλλά χωρίς να μπορεί να τον βοηθήσει περισσότερο.
Ένα χιλιόμετρο με τα γόνατα για εξέταση
Περίμεναν το γιατρό που ήρθε σε λίγες μέρες για να δει τους αρρώστους του λόχου. Για να τον δει το Μιχελιδάκης πήγε με τα γόνατα στη σκηνή του που απείχε από το σημείο που βρισκόταν κάπου ένα χιλιόμετρο.
Ο γιατρός με την ψυχραιμία που επέβαλαν οι συνθήκες έκανε ωμά τη διάγνωση. Ζήτημα αν μπορούσε ο άτυχος στρατιώτης να γλιτώσει τον ακρωτηριασμό. Ο κόσμος έπεσε και τον πλάκωσε. Ήταν Θεέ μου μόλις 21 ετών. Γιατί τόση αδικία; Σε τι έφταιξε;
Τα βάσανά του όμως συνεχίζονταν. Ο γιατρός δεν μπορούσε να προχωρήσει στην επέμβαση γιατί ο Μιχελιδάκης δεν ανήκε στην μονάδα του. Έπρεπε να κατέβει στο ορεινό χειρουργείο αλλά πώς;
Οι στρατιώτες του πρότειναν να ζητήσει από το λοχαγό ένα άλογο για να τον κατεβάσουν στο χειρουργείο.
Απάνθρωπη συμπεριφορά
Ο λοχαγός όμως τον αντιμετώπισε με απανθρωπιά:
– Δεν είσαι της μονάδας μου του είπε κοφτά. Δεν μπορώ να σε μεταφέρω.
– Και τι να κάνω λοχαγέ; Να πεθάνω;
– Όπως θέλεις βρες τρόπο να πας.
Απελπισμένος έφυγε από κοντά του ο Κωστής, προχωρώντας πάντα με τα γόνατα. Δυο στρατιώτες τον λυπήθηκαν και του βρήκαν δυο ξύλα για πρόχειρες πατερίτσες. Έτσι κάπως άρχισε μόνος του να προχωρά. Του έδειξαν το δρόμο κι άρχισε νέα μαρτυρική πορεία για τον άτυχο στρατιώτη. Προχώρησε με τον τρόπο αυτό ολομόναχος πάνω στα χιόνια σχεδόν ολόκληρη τη μέρα πάνω στα βουνά και στις χαράδρες.
Καθώς πλησίαζε στο ορεινό χειρουργείο βλέπει έναν γνωστό του να έρχεται στο μέρος του. Ήταν ο Μανόλης Σταματάκης από το Ρέθυμνο (Γραμματέας της Εισαγγελίας). Ανήσυχος προσπάθησε να τον βοηθήσει. Έβγαλε από την τσέπη του και του έδωσε μερικές σταφίδες. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο μέχρι που ήρθαν δυο νοσοκόμοι και τον πήγαν στο χειρουργείο. Έτριψαν τα πόδια του με χιόνι και τον έβαλαν στο κρεβάτι. Ο γιατρός που τον είδε, διέταξε να τον μεταφέρουν στην Κορυτσά. Εκεί μόλις τον ακούμπησαν στο κρεβάτι, γέμισε το σεντόνι ψείρες. Ο Μιχελιδάκης ντράπηκε το γιατρό που τον εξέτασε αλλά και τι να κάνει;
Ανένδοτος για τον ακρωτηριασμό
H αγωγή με αλοιφές που του ξεκίνησαν αμέσως δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στο μεταξύ το πλήθος των τραυματιών που έφερναν συνεχώς από το μέτωπο, υποχρέωσε τη μεταφορά και του Μιχελιδάκη σε ένα σχολείο ερείπιο, όπου δεν είχε κρεβάτι και στο πάτωμα, που ήταν αναγκασμένος να ξαπλώσει, είχε να αντιμετωπίσει κρύο και παγωνιά, ενώ το νερό που έμπαινε από την οροφή έκανε το βίο αβίωτο στους δυστυχείς που έμεναν στο παράπηγμα αυτό.
Από εκεί ο Ρεθεμνιώτης τραυματίας μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Φλώρινας, όπου, εκτός από τα άχρηστα πια πόδια που έτρεχαν συνεχώς πύον, τις ψείρες που τον βασάνιζαν, ήρθε να προστεθεί και το μαρτύριο της δυσεντερίας.
Όταν την δεύτερη μέρα ο γιατρός του ανακοίνωσε ότι θα του κόψουν τα πόδια έκανε σαν τρελός. Αρνιόταν πεισματικά όσο κι αν τον πίεζαν γιατροί, νοσοκόμοι, ο ίδιος ο διευθυντής. Έβλεπε σε τι χάλι ήταν τα πόδια του αλλά ήταν ανένδοτος στον ακρωτηριασμό. Μέχρι που τον έπεισε ένας γνωστός, που βρέθηκε εκεί, αδελφός του Γιάννη Λέρα, διευθυντή τράπεζας, με τον οποίο ο Μιχελιδάκης συνεργαζόταν όταν δούλευε στο Πετρακάκη στο Ρέθυμνο.
Μετά τον ακρωτηριασμό άφησαν τις πληγές ανοικτές να φύγει το μολυσμένο αίμα.
Η εγχείριση έγινε, ενώ ο άτυχος νέος καιγόταν στον πυρετό. Από θαύμα γλίτωσε τη ζωή του. Μετά από ένα μήνα τον μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και από κει στη Δράμα. Έμεινε εκεί δέκα μέρες και στη συνέχεια βρέθηκε σε ένα ορφανοτροφείο της Καβάλας που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο.
Εκεί ένας νοσοκόμος δεν άφησε να τον βάλουν στο φορείο. Τον μετέφερε στα χέρια, ενώ ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί για να υποδεχτεί και να στηρίξει τους τραυματίες έλεγε λόγια παρηγοριάς και του έδινε δώρα. Ο αρχίατρος μόλις είδε το Μιχελιδάκη και έμαθε την περίπτωσή του έδωσε εντολή να τον βάλουν στο πρώτο κρεβάτι γιατί του αξίζει όπως είπε χαρακτηριστικά.
Ποτέ πια
Η οδύσσεια του Μιχελιδάκη συνεχίστηκε με συνεχείς μεταφορές σε νοσοκομεία, ενώ οι βομβαρδισμοί άφηναν ερείπια, η πείνα θέριζε και η είσοδος των Γερμανών έκανε την κατάσταση χειρότερη.
Σιγά σιγά από το καροτσάκι έμαθε να χρησιμοποιεί τα τεχνητά μέλη που του έδωσαν μέχρι την απελευθέρωση. Τελικά έφθασε στην Κρήτη το 1945 μετά από φοβερές περιπέτειες.
Τελειώνοντας τη μαρτυρική του κατάθεση ψυχής στο Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη, εκείνο τον Οκτώβρη του 1992, ο ήρωας Κωστής Μιχελιδάκης πρόσθεσε: «Εύχομαι άνθρωπος να μη γνωρίσει αυτά που γνώρισα και έπαθα εγώ. Ειρήνη και υγεία σε όλο τον κόσμο και ποτέ πια πόλεμος».
Ο Κωστής Μιχελιδάκης έζησε μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Η παρουσία του στο χώρο των αναπήρων σε κάθε παρέλαση εθνικής επετείου ήταν το σήμα κατατεθέν ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Η αναπηρία του δεν του έσβησε το χαμόγελο και την ανάγκη της επικοινωνίας και της αίσθησης μιας γόνιμης παρουσίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ήταν πολλοί εκείνοι που με τις επισκέψεις τους στο αρχοντικό του επί της οδού Κριτοβουλίδου του έδιναν την ευκαιρία να θυμηθεί εκείνα τα γεγονότα, χωρίς μεμψιμοιρίες και αναφορά στα προσωπικά του προβλήματα.
Ο Ιωάννης Εμμ Τσουπάκης από την Νίθαυρη
Ήταν ωραίο παιδί ο Γιάννης Τσουπάκης. Λεβέντης, έξυπνος, γενναίος. Από μικρό παιδί μεγάλωνε με τις κρητικές παραδόσεις που γενναιόδωρα δέχτηκε από τους γονείς του Μανόλη Τσουπάκη και Χαρίκλεια Λαντζουράκη.
Είχε κέφι για τη ζωή, ήταν ανοικτή καρδιά, μερακλής και φυσικά όνειρο κάθε κοριτσιού.
Εκείνος όμως διάλεξε για σύντροφο της ζωής του μια πανέμορφη κοπέλα από τη Νίθαυρη επίσης, συγχωριανή του δηλαδή, την Ξανθίππη Δανδουλάκη.
Ο γάμος τους τελέστηκε με όλο το τυπικό των αρχοντικών της εποχής οικογενειών. Το γλέντι κράτησε μέρες και οι ευχές ήταν αμέτρητες για την ευτυχία του ζευγαριού. Όλα έδειχναν ευοίωνα για μια ανέφελη ζωή. Λογάριαζαν όμως χωρίς την κατάρα του πολέμου.
Πύκνωναν τα σύννεφα αλλά όλοι απεύχονταν την αναμενόμενη συμφορά.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε το Γιάννη με τον ίδιο ενθουσιασμό που διακατείχε τους νέους της εποχής του «Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα» έλεγε στη γυναίκα του, που ζούσε ένα μαρτύριο αποχαιρετώντας τον άνδρα που δεν είχε ακόμα προλάβει να ζήσει μαζί του την καθημερινότητα.
Το ίδιο επαναλάμβανε στους γονείς που προσπαθούσαν με τη σειρά τους να κρατήσουν την ψυχραιμία τους και να δώσουν κουράγιο στον πρωτογιό τους που έφευγε για το μέτωπο. Μόνο τα μικρότερα αδέλφια ο Ζαχαρίας, η Ελπινίκη και η Ευαγγελία, δεν μπορούσαν να αντέξουν τη στιγμή του αποχαιρετισμού και άφησαν τον πόνο τους να ξεσπάσει. Μάταια ο Γιάννης τα παρακαλούσε να σκεφτούν πως πρέπει να φύγει για την πατρίδα. Σ’ αυτόν τον πρωτότοκο έμελε ο κλήρος να τιμήσει την οικογένειά του. Έπρεπε να σταθούν όλοι στο ύψος των περιστάσεων.
Ο Γιάννης έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Τεπελένι στις 15-2-1941 σε ηλικία 36 ετών. Αργότερα ο αδελφός του Ζαχαρίας θα συναντήσει τυχαία στον Άγνωστο έναν από τους μάρτυρες του ηρωικού θανάτου του Γιάννη τους. Ήταν ο Βαγγέλης Μουρτζανός. Μόλις είδε τον Ζαχαρία πήγε προς το μέρος του και τον ρώτησε:
– Από πού είσαι φίλε;
– Από τη Νίθαυρη!
– Μήπως είσαι γιος του Τσουπάκη του Γιάννη που σκοτώθηκε στην Αλβανία;
– Όχι ήταν αδερφός μου.
Πλησιάζει τότε ο Μουρτζανός αγκαλιάζει τον Τσουπάκη και κλαίγοντας του λέει: «Ήμασταν μαζί όταν σκοτώθηκε».
Ο Ζαχαρίας δεν περίμενε ούτε στιγμή. Παρέσυρε τον συνεπαρχιώτη του σ’ ένα καφενείο και του ζήτησε να κάνει την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Κι εκείνος δεν τον απογοήτευσε:
«Θυμάμαι, άρχισε να του διηγείται ενώ εκείνος κρεμόταν από τα χείλη του, ότι μας αντικατέστησε ένας άλλος λόχος για να ξεκουραστούμε λίγο. Είχαμε πάει κοντά σε ένα σπηλιάρι. Μόλις καθίσαμε φωνάζουνε «ενισχύσεις». Λέει ο αξιωματικός: Εμά μωρέ, ακόμα δε φτάξανε και φωνάζουνε ενισχύσεις!
Αλλά πάλι φωνάζουνε ενισχύσεις, και μας λέει ο αξιωματικός: Μην κουνηθεί κανείς! Αλλά και τρίτη φορά φωνάζουν «ενισχύσεις» και τότε παίζει έναν πήδο ο αδελφός σου και μας λέει: «Αντέστε μωρέ, μόνο θα ‘ρθουνε επαέ να μας εσφάξουνε σαν τσοι χοίρους!».
Προχωρήσαμε περίπου εκατό μέτρα και μου φωνάζει, Βαγγέλη τραυματίστηκα, το τουφέκι μου… Του φωνάζω τρία βήματα μπροστά αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε, πήρε τη σφαίρα στην καρδιά και πέφτει κάτω. Δεν μπόρεσε να σταματήσει κανείς γιατί είχαμε μεγάλη επίθεση. Απομακρύνθηκα μακριά. Το δε επαύριο συναντήθηκα με τον ΠανάγοΔανδουλάκη από τη Νίθαυρη και με ρωτά: «Βαγγέλη που είναι ο Γιάννης; Σκοτώθηκε; μετά πήγαμε και τον πετρώσαμενε πέτρες και χαλίκια!».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.
Πηγές:
«Ηρώον Πεσόντων της Σκλαβωμένης Ελλάδος 1940 – 1945».
Νικολέου Τσουπάκη: Αφιέρωμα στον «Νιθαυριανό» Γιάννη Τσουπάκη που έπεσε μαχόμενος στην Αλβανία.