Στο επιχειρηματικό δαιμόνιο της γυναίκας του χρωστούσε την επιτυχία του ο περίφημος «Αδελιανός»
Μόλις είχα αποκτήσεις τις πρώτες μου κάμερες και βιαζόμουν να τις εγκαινιάσω. Ποιες καλύτερες ευκαιρίες από τις επισκέψεις μου σε αγαπημένους φίλους, που με τις υπέροχες αφηγήσεις τους με γύριζαν στα παλιά.
Οι πιο τακτικές επισκέψεις μου ήταν στο αρχοντικό του Λεωνίδα Καούνη στην πλατεία 25ης Μαρτίου κοντά στο Δεσποτικό. Κι ενώ η κα Λιλίκα έκανε τα πάντα να μας περιποιηθεί, ο σεβάσμιος φίλος μου ξεκινούσε οδοιπορικό στο χθες. Κι έλεγε τόσα και τόσο ενδιαφέροντα.
Ένα πρωινό θέλησα να μάθω περισσότερα για το 24ωρο ενός παιδιού στο Ρέθυμνο του μεσοπολέμου. Και από αυτό έμαθα ενδιαφέροντα πράγματα για την οικογένειά του.
Ο Λεωνίδας Καούνης ευτύχησε να γεννηθεί σε εύπορη οικογένεια. Έχουμε κάνει τόσα αφιερώματα για τον πατέρα του Εμμανουήλ, από τους ευεργέτες του τόπου μας. Χάρις σ’ αυτόν έχουν διασωθεί από τα χέρια αρχαιοκάπηλων τόσοι και τόσοι αρχαιολογικοί μας θησαυροί, που βρίσκονται στο Μουσείο Ρεθύμνου.
Η μητέρα του Λεωνίδα ήταν κόρη του περίφημου Αδελιανού. Αυτός ήταν από τους πλουσιότερους εμπόρους της πόλης. Ποιος γνωρίζει όμως ότι από απλός υπάλληλος με επισφαλές μεροκάματο, θα γινόταν άρχοντας χάρις στο «τσαγανό» της γυναίκας του;
Μια γυναίκα βοήθησε τον σπουδαίο εκείνο Ρεθεμνιώτη να μεγαλουργήσει στον επιχειρηματικό τομέα. Ήταν από τον Κάστελο και πρώτη ανιψιά του Εμμανουήλ Σ. Λαμπρινάκη, διδασκάλου, που με δαπάνες του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου είχε εκδόσει το 1890, στο τυπογραφείο Καλαϊτζάκη τη Γεωγραφία της Κρήτης. Ήταν φυσικό λοιπόν μεγαλωμένη σε τέτοιο περιβάλλον να πάρει μια φόρμα αστικής οικογενείας. Αν και έμενε στο χωριό δεν είχε κανένα στοιχείο που να την παρουσιάζει μια απλή χωριατοπούλα.Στο λεξιλόγιό της υπήρχαν και φράσεις στα γαλλικά.
Όταν είχε πια μεγαλώσει και ήταν της παντρειάς έτυχε να έρθει στο Ρέθυμνο αναζητώντας καλύτερη τύχη, ένα φτωχόπαιδο από το Άδελε, ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης, μαζί με τον αδελφό του. Αυτούς τους έστειλε ο πατέρας τους στο Ρέθυμνο να μάθουν την τέχνη του τσαγκάρη. Κι αυτή η ιδιότητα έγινε το επώνυμο με το οποίο έμειναν στην τοπική ιστορία. Το κανονικό τους επίθετο ήταν Κανακάκης.
Ο Λεωνίδας Καούνης θυμόταν και μια καρέκλα που είχε πάντα στο εμπορικό ο παππούς και έγραφε Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης ή Αδελιανός. Αυτό σημαίνει ότι πολύ νωρίς είχε καθιερωθεί με το επώνυμο αυτό. Ας είναι.
Φαίνεται πως ο αδελφός της Βαγγελίτσας, αυτό ήταν το όνομα της ανιψιάς Λαμπρινάκη, είχε συμπαθήσει τον Κώστα και μια μέρα πρότεινε στον πατέρα του να σκεφτεί το γάμο της κόρης του με το φτωχόπαιδο από το Άδελε.
Ποιος είδε το Θεό και δεν το φοβήθηκε. Έξαλλος έγινε ο πατέρας. Μπορεί η κόρη του να παραήταν ώριμη για γάμο αλλά δεν την είχε και για πέταμα.
Ο αδελφός όμως επέμεινε.
– Σκέψου το καλύτερα πατέρα είπε στον «αφέντη» του που έβγαζε αφρούς από τα νεύρα του. Ο Κώστας δεν είναι μόνο καλό παιδί αλλά έχει μυαλό. Θα πάει μπροστά. Να μου το θυμηθείς.
Με τα πολλά έγινε το προξενιό και κατέληξε σε ένα ευτυχισμένο γάμο. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι που είναι πάνω από το εμπορικό Μαμαλάκη στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Βαγγελίτσα, προκομμένη από κούνια ακόμα και το νυφικό της το έραψε μόνη της. Διέθετε μεγάλο ταλέντο στη ραπτική. Ήθελε όλα να περνάνε από τα χέρια της που ήταν πράγματι «χρυσά». Μεγαλουργούσε με αυτά. Αργότερα η κόρη της Βαρβάρα είχε κρατήσει τη φούστα αυτού του νυφικού που ήταν πράγματι έργο τέχνης και ο εγγονός Λεωνίδας το κεντημένο μπούστο.
Μια ιδέα σταθμός
Περνούσε ήρεμα το ζευγάρι την καθημερινότητά του αλλά ο Κώστας με το ζόρι έβγαζε το μεροκάματο. Και η γυναίκα του από καιρό αναζητούσε λύσεις να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Ένα πρωινό του δήλωσε φουριόζα ότι θα πρέπει να διώξουν το νοικάρη που νοίκιαζε το μαγαζί που της είχε δωρίσει ο αδελφός της.
Ο Κωστής την κοιτούσε εμβρόντητος. Μα τι λέει η γυναίκα του στα καλά καθούμενα; Να χάσουν το νοίκι που μπορεί να μην τους έλυνε τα προβλήματα αλλά έδινε μια ανάσα κάθε μήνα στον οικογενειακό προϋπολογισμό;
Έδειχνε όμως τόσο αποφασισμένη που ο άνδρας της υποχώρησε.
Κι έλεγε αργότερα η γιαγιά Βαγγελίτσα στο Λεωνίδα της:
– Για να πετύχω παιδί μου ό,τι είχα στο μυαλό μου, έβγαλαν τα δάκτυλά μου «τσερόνια» (σκληρό δέρμα) να δουλεύω νυχθημερόν. Δούλευα τη νύχτα και τα πρωί κατέβαινα στο μαγαζάκι να πουλήσω.
Και τι έφτιαχνε η γιαγιά; Από κεφαλομάντηλα μέχρι πλεκτά και από φορεσιές μέχρι βαπτιστικά που τότε δεν υπήρχε κάποιος να τα φτιάχνει. Η Βαγγελίτσα Τζαγκαράκη θα πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη που σκέφτηκε να ετοιμάζει και τα βαπτιστικά, ιδέα που της απέφερε πολλά χρήματα, αφού ήταν η μοναδική στην αγορά.
Μα και ο άνδρας της δεν έμεινε άπρακτος. Άρχισε να μπαίνει για τα καλά στο νόημα της επιχειρηματικότητας και δεν άργησε να γίνει από τους σημαντικούς εμπόρους του Ρεθύμνου.
Έντιμος κι εργατικός καθώς ήταν, γλυκομίλητος κι ευγενικός είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια σταθερή πελατεία.
Σιγά σιγά το ταμείο του άρχισε να γεμίζει. Ο κόπος του ανταμειβόταν με τρόπο ευλογημένο. Η περιουσία του μεγάλωνε με τη σκληρή δουλειά του. Όπως το περίμενε είχε καταφέρει να πλησιάσει το όνειρό του και να γίνει ένας δακτυλοδεικτούμενος έμπορος.
Πάντα κοντά στους αναξιοπαθούντες
Η επιτυχία ποτέ δεν τον ζάλισε. Έμενε απλός και ταπεινός. Ο τακτικός εκκλησιασμός έδειχνε πόσο κοντά ήθελε να είναι στον Θεό. Η πόρτα του ποτέ δεν έκλεισε σε συμπολίτη του που χρειαζόταν τη βοήθειά του. Κι η περιουσία του όλο και μεγάλωνε.
Κάθε φορά που η πατρίδα του τον καλούσε στο καθήκον, ανταποκρινόταν με θέρμη. Και διακρινόταν στις μάχες τιμώντας τον τόπο του με τη γενναιότητά του.
Τύπος παραδοσιακός δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει με όλους τους κανόνες της ευπρέπειας μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Γιατί στο μεταξύ ήρθαν σαν ευλογία στο γάμο του με τη Βαγγελίτσα τρεις κόρες χαριτωμένες και αξιαγάπητες.
Η μάνα και εδώ στάθηκε έτσι όπως ορίζουν οι παραδόσεις και έδωσε στα κορίτσια της την καλύτερη ανατροφή. Και παράλληλα ενθάρρυνε τον άνδρα της για μεγαλύτερες ακόμα επιχειρηματικές επιτυχίες.
Με την οικονομική άνεση που είχαν αποκτήσει στο μεταξύ ήταν από τις επιφανέστερες οικογένειες της πόλης. Είχαν και θερινή κατοικία στο λόφο του Ευλιγιά, μια γωνιά που λάτρευε ο Κωστής. Από εκεί ήθελε να αγναντεύει πέρα τη θάλασσα.
Κι απολάμβανε τη φύση με την οικογένειά του.
Η ζωή φαινόταν να χαμογελά στον Κωστή και στην Ευαγγελία Τζαγκαράκη.
Οι θυγατέρες τους ήταν πανέμορφες και είχαν έφεση στα γράμματα. Η Βαρβάρα του θα γινόταν μια εξαιρετική δασκάλα Αρσακειάς και η Άννα τους. Η Ελένη η μητέρα του Λεωνίδα που μας αναφέρει το ιστορικό της οικογενείας του, είχε τη μεγάλη τύχη να συνδέσει τη ζωή της με τον Εμμανουήλ Καούνη, από τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες. Μια σημαντική μονάδα στην τοπική αγορά και ένας άγρυπνος φρουρός της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς.
Απανωτές οι συμφορές
Σαν να είχε προκαλέσει τη μοίρα του με τόσες επιτυχίες, ο «Αδελιανός» βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Η μία συμφορά ακολουθούσε την άλλη.
Η Άννα του σπούδαζε και ήταν στο πτυχίο όταν χτύπησε η αρρώστια την πόρτα της. Από ένα τυχαίο γεγονός, ένα γερό κρυολόγημα, εξελίχθηκε σε φυματίωση. Και τι τραγική σύμπτωση. Το πτυχίο της έφτασε όταν εκείνη ήταν στο φέρετρο. Της έβαλαν το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι. Έκλαψαν και οι πέτρες.
Ο μικρός Λεωνίδας στο μεταξύ μεγάλωνε σε μια υπέροχη οικογένεια. Όπως μου έλεγε ενώ ήταν δίπλα τους το νηπιαγωγείο της κας Αμαλίας, εν τούτοις του είχαν φέρει δασκάλα στο σπίτι. Ήταν κάποια Ζαχαρούλα Τζιράκη. Το σύστημα διδασκαλίας της άρεσε στο μικρό. Διασκέδαζε με τα γράμματα που του έβαζε η δασκάλα σε χαρτόνι καλλιγραφικά και σε χαρούμενα χρώματα. Αυτό το αλφάβητο ο μικρός το κράτησε για πολλά χρόνια και όποτε το εύρισκε στα προσωπικά του αντικείμενα το θέαμα του προκαλούσε μεγάλη συγκίνηση.
Αυτό βέβαια που του έκανε μεγάλη εντύπωση και τον στενοχωρούσε ήταν η απασχόληση του πατέρα του σε φακέλους περίεργους. Και μια μέρα βρίσκοντας ευκαιρία πήρε έναν από τους φακέλους αυτούς κι έτρεξε στη γιαγιά Βαγγελίτσα για να τον εξερευνήσει με την ησυχία του υπό την …ασυλία της.
Εκείνη μόλις είδε το φάκελο έχασε το χρώμα της. Ήξερε το πάθος του φιλοτελισμού που είχε ο γαμπρός της και πόσα χρήματα ξόδευε για να προμηθεύεται σπάνιες σειρές γραμματοσήμων. Τι δουλειά είχε λοιπόν ένας τέτοιος φάκελος στα χέρια του μικρού;
Κατάφερε να τον αποσπάσει από τα παιδικά χεράκια με προσοχή και έσπευσε αμέσως να ενημερώσει την κόρη της. Από την αναστάτωση ο μικρός ψυχανεμίστηκε το μέγεθος της αταξίας του κι έσπευσε να βρει καταφύγιο κάτω από ένα τραπέζι καλυμμένο με ένα τραπεζομάντηλο που του παρείχε πλήρη κάλυψη. Ευτυχώς δεν τον ανακάλυψαν εγκαίρως παρά μετά τη …θύελλα κι όταν είχε καταλαγιάσει ο πρώτος θυμός.
Μου διηγιόταν ο καλός μου φίλος τις περιπέτειες αυτές και γελούσαμε. Διατύπωνε όμως και τα παραπονάκια για τον πατέρα που θα μπορούσε να αφιερώσει λίγο χρόνο από αυτό που ανάλωνε για να φροντίσει τις συλλογές των γραμματοσήμων του κουβεντιάζοντας έστω και γι’ αυτές με τον γιο του.
Κι έπειτα μιλούσαμε για τη μεγάλη συμφορά της ορφάνιας.
Ήρθε η σειρά της Ελένης
Γιατί ήρθε κάποτε και η σειρά της Ελένης να ποτίσει με άφατη πίκρα τους αγαπημένους της. Μια ασθένεια την έριξε στο κρεβάτι. Ο Λεωνίδας ήταν τότε 14 χρόνων.
Σε όλη τη διάρκεια της αρρώστιας της ο μικρός καθόταν στο προσκέφαλό της και με προσευχή προσπαθούσε να απομακρύνει τη συμφορά που ερχόταν στο σπίτι τους καλπάζοντας. Η αγγελόμορφη εκείνη γυναίκα, με την πάναγνη ψυχή είχε προμαντεύσει το θάνατό της και είχε προετοιμαστεί πνευματικά.
Όταν μάλιστα κατάλαβε πως ήρθε η μεγάλη στιγμή, απομάκρυνε από το δωμάτιο το λατρεμένο της γιο. Και ξεψύχησε.
Πρώτη φορά είδαν οι Ρεθεμνιώτες Μητροπολίτη να πηγαίνει σε σπίτι νεκρού για το ξόδι του και να τον συνοδεύει στην εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Η συμμετοχή στο πένθος ήταν πάνδημη, γιατί πολλοί είχαν ευεργετηθεί από τον «Αδελιανό». Το ίδιο σημαντικός ήταν και ο γαμπρός του που εκτός από την τοπική οικονομία που τόνωνε με τις επιχειρήσεις του, είχε αναλωθεί στην προστασία του αρχαιολογικού μας πλούτου. Και να ‘ταν μόνο αυτό; Κάθε μεγάλη γιορτή πήγαινε και πλήρωνε τα χρέη φυλακισμένων για να επιστρέψουν στα σπίτια τους και στην οικογένειά τους.
Ο Εμμανουήλ μετά το θάνατο της γυναίκας του Ελένης αφοσιώθηκε ολόψυχα στο γιο του Λεωνίδα. Ήταν ένα ευαίσθητο παιδί και μέσα στην εφηβεία όταν συνέβη το μοιραίο. Χρειαζόταν επομένως μεγαλύτερη φροντίδα. Ουδέν κακόν επομένως αμιγές καλού.
Από την εφηβεία του και μετά ο Λεωνίδας απέκτησε τον πατέρα που ήθελε. Έτοιμο να τον ακούσει, να τον συμβουλεύσει, να μοιραστεί κάθε του σκέψη μαζί του.
Τραγικό φινάλε
Η παρουσία της θείας Βαρβάρας ήταν σημαντική για τον Λεωνίδα. Εκείνη υποκαθιστούσε τη μητέρα του. Άλλωστε συνήθιζε από μικρό να τον έχει κοντά της. Πόσες και πόσες φορές δεν τον έπαιρνε στις συνεδριάσεις του Λυκείου των Ελληνίδων, όπου εκτελούσε χρέη Γραμματέως στο Διοικητικό Συμβούλιο για πολλά χρόνια.
Ήταν από τις σημαντικότερες γυναίκες της πόλης και η Βαρβάρα μετέπειτα Μαμαλάκη, κόρη κι αυτή του Κωστή και της Βαγγελίτσας Τζαγκαράκη.
Περνούσαν τα χρόνια και το ζευγάρι των χαροκαμένων γονέων έπαιρνε δύναμη και κουράγιο ο ένας από τον άλλο. Μέχρι που πρώτη έφυγε η Βαγγελίτσα. Κι ο άμοιρος Αδελιανός βυθίστηκε σε μεγαλύτερο πένθος. Είχε χάσει τα πάντα με την απώλεια της γυναίκας του που λάτρευε.
Μοναδική του παρηγοριά ήταν ο εγγονός του Λεωνίδας. Τον είχε πάντα κοντά του.
Μια μέρα κατέβηκαν μαζί στο μαγαζί του. Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον μόχθο του και ξαφνικά σαν να τον έπιασε αμόκ. Άρχισε να βρίζει και να φασκελώνει τον υλικό πλούτο που τον περιστοίχιζε. Είχε συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα αυτή και η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Από κείνη την ημέρα δεν θέλησε να κάνει καμιά εμπορική συναλλαγή. Ο κόσμος που τον λάτρευε, τον ικέτευε να ξαναγυρίσει στο πόστο του. Εκείνος με τίποτα δεν ανταποκρινόταν.
Καθόταν περίλυπος σε μια καρέκλα και κοιτούσε τον κόσμο που περνούσε. Κάποιοι πλησίαζαν και τον χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη. Του μιλούσαν και εκείνος τους κοιτούσε με ένα απλανές βλέμμα χωρίς να τους ακούει.
Η ζωή όμως επεφύλασσε και άλλη πίκρα για τον άτυχο εκείνο άνδρα που είχε καταφέρει με τη βοήθεια της γυναίκας του να φθάσει τόσο ψηλά επιχειρηματικά.
Μεγάλη του παρηγοριά ο φίλος του ο Δημήτριος Μαμαλάκης, ο περίφημος βαφέας.
Ο Κωνσταντίνος πήγαινε στο μαγαζί του που ήταν στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων και με την καλή παρέα του φίλου του αποξεχνιόταν.
Για τον Μαμαλάκη είχαμε γράψει στο παρελθόν σκιαγραφώντας τον σπάνιο άνθρωπο με την εξαιρετική γραφή, τα χριστιανικά ήθη και μια καρδιά γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο.
Έτσι κι εκείνο το πρωί είπε στην κοπέλα που φρόντιζε το σπίτι, τι να ετοιμάσει και πήρε τον δρόμο να συναντήσει το φίλο του. Βγαίνοντας στη γωνία, εκεί που ήταν το ζαχαροπλαστείο «Κανακάκη», είδε κόσμο μαζεμένο έξω από το μαγαζί του φίλου του. Ήταν όλοι ανάστατοι γιατί ένα ατύχημα έστειλε στον θάνατο εκείνο τον λεβέντη Μακεδονομάχο.
Ο Κωνσταντίνος δεν πλησίασε. Σαν παραλογισμένος έφτασε στο σπίτι. Λίγο αργότερα παρακάλεσε τον εγγονό του να κοιτάξει την πλάτη του γιατί ένιωθε περίεργα. Σαν να είχε δεχθεί τσιμπήματα από ψύλλους. Κοιτάζει ο Λεωνίδας και τι να δει; Ένα περίεργο εξάνθημα που μέσα σε ώρες άλλαζε μορφή μέχρι που κατέληξε σε φρικτές φλύκταινες που βασάνιζαν τον άτυχο «Αδελιανό». Μάταια ο γαμπρός του προσπαθούσε να τον ανακουφίσει. Ο γιατρός σήκωσε τα χέρια ψηλά. Η ψυχική κατάρρευση έφερε τον Κωνσταντίνο πιο κοντά στο τέλος.
Όλο το Ρέθυμνο τον έκλαψε συνοδεύοντάς τον στην τελευταία του κατοικία. Σε περίοπτη θέση η εφημερίδα «Τύπος» αναφέρει το θλιβερό γεγονός και προτείνει να δοθεί το όνομά του στον Ευλιγιά, που εκείνος πρωτοκατοίκησε.
Έτσι τραγικά χάθηκε ο υπέροχος εκείνος άνθρωπος, με τη μεγάλη θέληση και τη βαθειά χριστιανική πίστη. Αγάπησε τον τόπο του και πρόσφερε σ’ αυτόν.
Και μόνο από την οδύνη του κόσμου αποχαιρετώντας τον Κωνσταντίνο Τζαγκαράκη, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικός ήταν ο άνθρωπος αυτός για το Ρέθυμνο.