Πιστεύω, και θα ήθελα να το πιστέψετε κι εσείς, ότι είμαι ένας συνηθισμένος, καθημερινός άνθρωπος. Ένας απλός άνθρωπος με τις χαρές και τις λύπες του, με τις εμμονές και τις παραξενιές του, με τις ελπίδες και τις λαχτάρες του.
Όμως, νοιώθω μέσα μου να συμβαίνει κάτι παράξενο: Τον προχωρημένο αυτό χειμώνα τον βρίσκω να ταιριάζει γάντι με τα κρύα και παγερά μου συναισθήματα.
Τι νοιώθω; Νοιώθω πως έχω πολλούς πατέρες, πολλές μητέρες, πολλές αδερφές και πολλούς αδερφούς. Οι αδελφές και οι αδελφοί μου είναι διαφόρων χρωμάτων και φυλών, δεν έχουν σημασία οι εθνότητες, εγώ νοιώθω αδέρφια μου όλον τον κόσμο. Φασκομηλιά και μαντζουράνα μαζεύουνε στα όρη οι αδελφές μου, συλλέγουνε τις ευωδιές της γης μας της κρητικής και ότι άλλο γεννά για να μας θρέφει και να μας ανασταίνει. Νοιώθω σαν να είμαι ηλικίας πάνω από δέκα χιλιάδων χρόνων και μου φτάνουν για να ζω ο αέρας, το ψωμί, το φως του ήλιου κι η αγάπη κάθε ζωντανού πλάσματος.
Έχω αμέτρητους φίλους. Τα βιβλία είναι οι φίλοι μου. Έχω εκατομμύρια γνωστούς και γείτονες, οι γείτονές μου είναι οι λέξεις. Μου λένε καλημέρα το πρωί και με καληνυχτίζουν το βραδάκι. Κατηφορίζομε τα πρωινά στην αμμουδιά, στις αμμουδιές του Ομήρου όπως έχω ακούσει να λένε.
Μην χορεύεις τόσο γρήγορα, πιο σιγά για να το χαίρεσαι. Η ζωή είναι μικρή κοριτσάκι μου. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα. Ο χρόνος είναι ψεύτης, μια αυταπάτη καραμπινάτη. Η σιωπή είναι η αλήθεια, η πιο μεγάλη της ζωής. Καλύτερα να μη βιαστείς να φτάσεις. Το Θαύμα είναι το ταξίδι, ακριβώς όπως το λέει ο ποιητής. Κάποτε θα φτάσεις στην Ιθάκη με τα πολλά μυρωδικά, τα ντέφια, τα τραγούδια, τις σειρήνες και πάλι όμως θα νοσταλγείς το ταξίδι.
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας, που μπορεί ακόμη και την κόλαση να βλέπει σαν παράδεισο.
Θυμούμαι, ανιστορούμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τα χρόνια αυτά, τα παιδικά, αυτά είναι η αληθινή πατρίδα όλων μας. Τότε που η οδός Αρκαδίου είχε λίγα αυτοκίνητα, πολλές μητέρες, πολλά παιδιά, ελάχιστα όνειρα. Η οδός Αρκαδίου, η Τσουδερών, η Εθνικής Αντιστάσεως, ακόμη και η Ψυχικής Αντιστάσεως. Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα, κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών. Καθόμουν στο μπαλκόνι και προσπαθούσα να μαντέψω το μέλλον, να προβλέψω τα μελλούμενα. Ύστερα θυμούμαι πως έτρεχα. Όσο κι αν τρέχεις μη γελιέσαι, τη ζωή δεν μπορείς να την προφτάσεις. Εκεί που νομίζεις πως τα κατάφερες, εκείνη πάντα θα προσπερνά κι εσύ θα ακολουθείς λαχανιασμένος.
Άλλες πάλι φορές αναρωτιέμαι μήπως είμαι κι εγώ ένας Σίσυφος, ένας δυστυχισμένος που κοπιάζει να ανεβάσει το βράχο στο βουνό αλλά τελικά ο βράχος κυλάει πίσω ξανά και ξανά – και πάλι το ίδιο.
Δεν παραιτούμαι όμως. Ποτέ δεν θα παραιτηθώ, μουρμουρίζω με πείσμα. Τα ωραία πράγματα είναι μοναχικά, είναι δραματικά και στερημένα. Ακόμη και με τα ευτελέστερα υλικά, εγώ πάντα, με πείσμα θα συνεχίσω να χτίζω όνειρα!