Ο προορισμός μας έχει πολλά πλεονεκτήματα, χρειάζονται όμως σοβαρές βελτιώσεις κυρίως σε ζητήματα που αφορούν τη βιωσιμότητα
Κυκλοφοριακό, καταλήψεις κοινόχρηστου χώρου και πλημμελής καθαριότητα είναι τα βασικά προβλήματα που εντοπίζουν οι επισκέπτες του Ρεθύμνου κατά τη παραμονή τους στην πόλη.
Η απουσία επαρκών θέσεων στάθμευσης αλλά και η οδήγηση κυρίως εντός πόλεως, σχολιάζεται αρνητικά από τους τουρίστες που δυσκολεύονται να κυκλοφορήσουν με αυτοκίνητο στους δρόμους της πόλης, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καλή οργάνωση και διαχείριση του ζητήματος αυτού, αφού αναγκάζονται να κάνουν συνεχώς κύκλους γύρω απ;o το ίδιο σημείο για μια θέση στάθμευσης. Παράλληλα, πολλά είναι τα παράπονά τους που μεταφέρουν στους πράκτορες και τους ξενοδόχους και αφορούν στην παλιά πόλη. Παρότι εκτιμούν ιδιαιτέρως τα μνημεία και την αρχιτεκτονική τους, τα γραφικά σοκάκια, οι επισκέπτες μας δυσκολεύονται να τα απολαύσουν και να τα ευχαριστηθούν αφού όπως δηλώνουν είναι δύσκολο να τα περπατήσουν. Οι καταλήψεις του δημόσιου χώρου από τραπέζια και εμπορεύματα αφήνουν πολύ κακές εντυπώσεις στους επισκέπτες, οι οποίες μάλιστα είναι ακόμα χειρότερες όταν αφορούν σε ανθρώπους με κινητικά προβλήματα.
ΤΑ «Ρ.Ν.» συνομίλησαν με τον ξενοδόχο Τάσο Παπαδουράκη, που δραστηριοποιείται στον τουριστικό κλάδο έχοντας παράλληλα και μακρά εμπειρία στον χώρο της αυτοδιοίκησης την οποία υπηρέτησε επί σειρά ετών τόσο από τη θέση του αντιδημάρχου όσο και από τη θέση του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου.
«Όσο κουβεντιάζω με πελάτες, μου μεταφέρουν ότι δυσκολεύονται πάρα πολύ να κινηθούν, και λόγω των αυτοκινήτων τα πρωινά, αλλά και λόγω της πολύ μεγάλης ανάπτυξης πια τραπεζοκαθισμάτων και εμπορευμάτων οπουδήποτε ενώ φέτος σε έναν βαθμό ακούω παράπονα για τα σκουπίδια. Κάτι που δεν το λέγανε παλαιότερα. Δεν ξέρω αν όντως ισχύει. Πάντως άλλα θέματα δεν υπάρχουν» τονίζει και αναφέρει ότι ο προορισμός «Ρέθυμνο» έχει πολλά πλεονεκτήματα για έναν επισκέπτη, απαιτείται όμως συνεχής προσπάθεια και εγρήγορση ώστε τα όποια προβλήματα σήμερα υπάρχουν να βελτιώνονται άμεσα: «Νερό πάντα υπάρχει, διακοπές ρεύματος τυχαίνει καμιά φορά αλλά δεν δημιουργούν πρόβλημα, τα ταξί μας είναι πολύ καλά και έχουμε πολύ καλά σχόλια για τη συμπεριφορά τους. Έχουμε πολλά πλεονεκτήματα σαν τουριστικός προορισμός, όμως χρειαζόμαστε βελτιώσεις» αναφέρει.
Παράλληλα προσθέτει ότι μπορεί το Ρέθυμνο να μην κατατάσσεται προς το παρόν τουλάχιστον στις περιοχές με υπερτουρισμό, όμως επισημαίνει ότι απαιτείται προσοχή.
«Πιστεύω ότι στο Ρέθυμνο δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο του υπερτουρισμού. Αλλά πρέπει να μας απασχολήσει. Να το δούμε. Για παράδειγμα όλες οι ομπρέλες που είναι τώρα στην παραλία είναι καλυμμένες; Γιατί κι αυτό υπερτουρισμός είναι με την έννοια της δικής μας επιχειρηματικής άποψης. Χρειάζονται όλες αυτές ή μας κάνουν ζημιά σε σχέση με τον τουρισμό μας; Υπάρχει ένα θέμα με τις διάφορες πλατφόρμες, όπως είναι το booking, το airbnb κ.λπ,. Όμως δεν φταίνε οι πλατφόρμες. Είναι τεχνολογία. Η η τεχνολογία μας βοηθάει, μας κάνει καλύτερους και ζούμε τη ζωή μας πιο εύκολα. Όμως πρέπει να τη χρησιμοποιήσουμε σωστά και αυτό που είναι τώρα ανεξέλεγκτο πρέπει να μπει σε κάποιους κανόνες. Επίσης ο προορισμός μας πρέπει να γίνει βιώσιμος, που δεν είναι. Ίσως δυσκολεύει κάθε χρονιά το θέμα της βιωσιμότητας, γιατί οι απαιτήσεις των Ευρωπαίων αυξάνονται. Εμείς δεν γινόμαστε καλύτεροι αλλά ίσως χειρότεροι σε κάποια πράγματα» ανέφερε.
Περιορίζεται η αγοραστική δύναμη των Σκανδιναβών
Τα οικονομικά δεδομένα των Σκανδιναβικών χωρών και η υποτίμηση του νομίσματος σε σχέση με το ευρώ φαίνεται πως έχουν επιπτώσεις στην τουριστική κίνηση, η οποία καταγράφεται μειωμένη σε σχέση με το 2019. Η αγορά της Σκανδιναβίας αποτελεί μια παραδοσιακή αγορά για την Κρήτη και το Ρέθυμνο με το μεγαλύτερο μέρος των επισκεπτών να αποτελούν επαναλαμβανόμενους πελάτες. Ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομική κρίση έχει περιορίσει κάπως το ενδιαφέρον τους για διακοπές στο εξωτερικό αλλά κυρίως έχει περιορίσει την κατανάλωσή τους, καθώς ο Σκανδιναβός δεν έχει πια τις δυνατότητες που είχε στο παρελθόν.
Όπως εξηγεί μιλώντας στα «Ρ.Ν.»,ο Τάσος Παπαδουράκης ξενοδόχος που δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο με την αγορά της Σκανδιναβίας: «Υπάρχει κίνηση από τη σκανδιναβική αγορά, όμως φαίνεται ότι είναι διστακτικοί οι άνθρωποι και στο να έρθουν και κυρίως στο να κινηθούν. Είναι σφιγμένοι. Η σκανδιναβική αγορά έχει μεγάλη υποτίμηση σε σχέση με το ευρώ, καθώς οι Σουηδοί και οι Νορβηγοί – δηλαδή περισσότεροι από τους μισούς – είναι με δικές τους κορόνες. Και οι Δανοί έχουν κορόνες αλλά είναι συνδεδεμένες με το ευρώ, οπότε δεν έχουν μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Οι Φιλανδοί έχουν ευρώ. Όμως ο δικός μας όγκος επισκεπτών είναι κατά σειρά Σουηδοί, Νορβηγοί, Φιλανδοί και Δανοί. Αυτοί λοιπόν έχουν την υποτίμηση, άρα μεγαλύτερο οικονομικό θέμα. Επίσης έχουν γενικότερα οικονομικά θέματα, πληθωρισμό, μεγάλη αύξηση επιτοκίων και όλα αυτά τους κάνουν διστακτικούς. Η διστακτικότητα φαίνεται στα νούμερα σε σχέση με πέρυσι, αλλά κυρίως σε σχέση με το 2019. Καθώς πρέπει να ξεχάσουμε το 2020, το 2021 και 2022 για τους Σκανδιναβούς, και να συγκρίνουμε με τα προ κόβιντ, με το 2023 σε σχέση με το 2024. Ο ταξιδιώτης έχει την πρόθεση να ξοδέψει. Αυτή η πρόθεση όμως έχει μειωθεί αρκετά επειδή βασικά έχει οικονομική δυσκολία ο ταξιδιώτης. Παλιά, οι Σκανδιναβοί στο τέλος του Μαρτίου είχαν αγοράσει το 75% του προϊόντος που εμείς πουλούσαμε. Τώρα τέλος του Μαρτίου είναι το 40%. Μπαίνουν όμως αυτές οι κρατήσεις αργότερα, αλλά θα μπουν κρατήσεις για αυτήν τη βδομάδα ή για την επόμενη. Δεν φοβούνται ότι δεν θα βρουν οπότε αγοράζουν αργότερα» τόνισε και συμπλήρωσε ότι: «Πρέπει να κάνουμε προσπάθειες ως προς την ποιότητα και ως προς τη βιωσιμότητα. Αυτά τα δύο είναι τα βασικά. Ο άνθρωπος που θα αγόραζε κάτι από την αγορά επειδή του άρεσε, σαν αναμνηστικό, σαν δώρο ή οτιδήποτε, πλέον θα αγοράσει πολύ πιο δύσκολα και μόνο αυτό που πραγματικά του αρέσει. Άρα η ποιότητά μας πρέπει να βελτιωθεί. Το ίδιο ισχύει και για το φαγητό και τον τόπο μας. Πρέπει να νιώσει ο Σκανδιναβός ειδικά ότι είμαστε ένας βιώσιμος προορισμός και απέχουμε πολύ από αυτό».
Σε ό,τι αφορά τις τιμές όπως προσθέτει αυτές έχουν αυξηθεί ως συνέπεια της γενικότερης ακρίβειας και του υψηλού πληθωρισμού που έχει εκτοξεύσει στα ύψη τα κόστη για την λειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων και όχι μόνον: «Οι τιμές είναι ένα θέμα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να συμπιεστούν, γιατί τα κόστη που έχουμε είναι πολύ μεγάλα. Έχουμε πολύ μεγάλο ΦΠΑ, που δεν είναι στην υπόλοιπη Ευρώπη έτσι. Για παράδειγμα ο Ιταλός, ο Ισπανός ή ο Γάλλος δεν έχει τα ίδια κόστη με εμάς ως προς το κράτος. Έχουμε το περιβαλλοντικό τέλος το οποίο διπλασιάστηκε από πέρυσι. Βλέπουμε τον ταξιδιώτη που φτάνει στην Ελλάδα «σαν αγελάδα που την αρμέγουμε». Αυτό έχει όρια που μπορεί να τα έχουμε ξεπεράσει αυτήν τη στιγμή. Πρέπει να τα δούμε αυτά τα πράγματα» κατέληξε.