Δεν ξέρω γιατί, αλλά μ’ αρέσει να καταπιάνομαι με δύσκολα θέματα. Πολύ δύσκολο όσο και σκοτεινό, άχαρο και δύσβατο είναι και το θέμα που διάλεξα σήμερα: Από τα βάθη των αιώνων και συνεχώς ως σήμερα καίει σαν φλόγα η λαχτάρα του ανθρώπου για την αθανασία. Το ενδιαφέρον είναι ότι στους καιρούς μας η λαχτάρα αυτή δείχνει να εκτοξεύεται, να βαίνει αυξανόμενη με άλματα.
Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές (Νίκος Γκάτσος).
Αν κοιτάξεις γύρω σου – όχι με τους οφθαλμούς σου αλλά με την ενόραση που μπορεί να διαθέτεις – θα δεις πλήθη ανθρώπων να τρέχουν απελπισμένοι για να βρουν και να ικετέψουν την Αθανασία, την ακατάδεχτη κι αμίλητη κυρά για ένα τόσο δα λίγο αθάνατο νερό.
Ολοένα και περισσότεροι γίνονται εκείνοι που γράφουν ασταμάτητα στίχους ή άρθρα στις εφημερίδες (όπως εγώ), εκδίδουν βιβλία, δημοσιεύουν στα κοινωνικά δίκτυα, οργανώνουν εκδηλώσεις, κοπιάζουν πάνω σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα, όλα αυτά με την κρυφή ελπίδα ότι ίσως να δοθεί το όνομά τους σε κάποιον δρόμο της πόλης, να εξασφαλίσουν τέλος πάντων μια θέση αιώνια στον ατελεύτητο χρόνο, ένα τόσο δα μικρό εισιτήριο για την Αθανασία. Ο ποιητής είναι σαφής:
Θα ήταν κοινοτυπία να έλεγα ότι η λαχτάρα για αθανασία είναι η ισχυρότερη επιθυμία που βιώνει το ανθρώπινο είδος από την αυγή του κόσμου ανεξάρτητα από φυλή, θρήσκευμα ή ότι άλλο. Πίσω απ’ τις πράξεις των ανθρώπων θα βρεις πάντα το κυνήγι της αθανασίας αστείρευτο, ασταμάτητο, ασυγκράτητο, αναπότρεπτο.
Να σας αποκαλύψω εγώ τώρα, ποιο είναι το πιο συνηθισμένο αντίδοτο στον φόβο του θανάτου; Είναι το κυνήγι του χρήματος, το οποίο επειδή απασχολεί και συναρπάζει, βοηθά πολλούς να τον ξεπεράσουν.
Στη διάρκεια της πανδημίας ο παρατηρητικός νους διαπιστώνει μια ασυνήθιστα μεγάλη αύξηση του φόβου του θανάτου και της δίψας για αθανασία μεταξύ των καθημερινών ανθρώπων. Η καθημερινές ανακοινώσεις του αριθμού των θανάτων επιτείνει το πρόβλημα. Έτσι, πολύ γρήγορα όλοι συνειδητοποιούν ότι δεν είναι το χρήμα το πολυτιμότερο που υπάρχει στη ζωή, αλλά ο χρόνος και η ταχύτητα με την οποία αυτός λιγοστεύει στην απίστευτη εκείνη κλεψύδρα του.
– Ο Χρόνος είναι Κρόνος, μουρμούρισε ο Θωμάς μέσα απ’ τα δόντια του.
– Σωστά τα λες Θωμά, χωρίς αμφιβολία. Η ενασχόλησή μου με την Ιατρική για πολλές δεκαετίες με δίδαξε άριστα τι σημαίνει το δίδυμο «Κρόνος – Χρόνος». Νύχτες ολόκληρες ξαγρύπνησα στο κρεβάτι ανθρώπων που έδιναν την ύστατη μάχη για τη ζωή βιώνοντας τη συναισθηματική τους κατάρρευση.
– Τουλάχιστον, πες στον κόσμο που σε διαβάζει κάτι αισιόδοξο, κάτι ενθαρρυντικό για το τέλος! Μην τους αφήσεις με την πικρή γεύση!
– Έχεις δίκιο, κάτι τέτοιο θα πω. Αν έχεις μέσα στο στήθος σου μια καρδιά γεμάτη όνειρα, φίλε αναγνώστη, τότε το ταξίδι σου δεν θα τελειώσει ποτέ! Από ένα τίποτα η ζωή μπορεί να γίνει παράδεισος.
– Ουρανέ, όχι, δεν θα πω το Ναι. Μάνα μου είναι η Γη. Η αγριοφωνάρα του Θωμά κάλυψε τα πάντα.