Η αμείλιχτη εκδίκηση των ναζί και η αμείλιχτη τιμωρία της ιστορίας*
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΛΑΧΟΠΑΝΟΥ
Στον Παναγιώτη Μπαμπούσκα
Τα μεσάνυχτα της 30 Σεπτέμβρη προς 1 Οκτώβρη του ’43 μια ομάδα ανταρτών του ΕΔΕΣ με επικεφαλής τον Κώτσιο Τόλη έστησε στον δρόμο Ιωαννίνων – Πρέβεζας, στο ύψος του χωριού Κλεισούρα, ενέδρα σ’ ένα γερμανικό στρατιωτικό όχημα, το οποίο μετέφερε τον συνταγματάρχη Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, διοικητή του 98ου συντάγματος πεζικού της 1ης ορεινής μεραρχίας, στην έδρα του Πρέβεζα από τα Γιάννενα. Εκεί ο στρατηγός Χιούμπερτ Λαντς, διοικητής του 22ου σώματος στρατού της Γερμανίας, του παρέθεσε τιμητικό δείπνο, για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στη χιτλερική Γερμανία.
Ο Ζάλμινγκερ ήταν ένας αξιωματικός του Ανατολικού Μετώπου, που έλαβε πολλά παράσημα και επεδείκνυε με υπερηφάνεια τα τραύματα που δέχτηκε στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αλλά ήταν και ένας φανατικός υποστηριχτής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ.
Τέλη Σεπτέμβρη του ’43 ο συνταγματάρχης Ζάλμινγκερ πήρε μετάθεση και ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Γερμανία. Πριν αναχωρήσει για την πατρίδα του, επισκέφτηκε τα Γιάννενα, έδρα του 22ου σώματος στρατού της Γερμανίας και της πρώτης μεραρχίας ορεινών καταδρομών, όπου ο σωματάρχης στρατηγός Χούμπερτ Λαντς του παρέθεσε αποχαιρετιστήριο δείπνο. Μετά το πέρας του δείπνου, ο Ζάλμινγκερ αποφάσισε να επιστρέψει στην Πρέβεζα, παρά τις προειδοποιήσεις του Λαντς και των άλλων αξιωματικών για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η απόφασή του αυτή.
Την επόμενη μέρα ο Ζάλμινγκερ βρέθηκε νεκρός στην άκρη του δρόμου φέροντας σοβαρά τραύματα στην κοιλιακή χώρα και στο υπόλοιπο σώμα του από σφαίρες των ανταρτών. Δεν είναι εξακριβωμένο αν στόχος τους ήταν πραγματικά ο ίδιος ο συνταγματάρχης ή κάποια γερμανική φάλαγγα ανεφοδιασμού που ανέμεναν εκείνη τη νύχτα να περάσει από το συγκεκριμένο σημείο. Το βέβαιο είναι πως τον θάνατο του Ζάλμινγκερ ακολούθησαν σκληρά αντίποινα εναντίον αμάχων των χωριών της Ηπείρου, αντίποινα τα οποία διέταξε ο ίδιος ο στρατηγός Χούμπερτ Λαντς, δίνοντας αυστηρή εντολή στις μονάδες του να εκδικηθούν «την ειδεχθή δολοφονία με μια αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής της».
Τραγικό θύμα του θυμού του υπήρξε το χωριό Λιγκιάδες. Όπου γράφτηκε μια ακόμη αιματηρή επιχείρηση της γερμανικής Βέρμαχτ. Το πρωί της Κυριακής 3 Οκτωβρίου μια γερμανική φάλαγγα ανηφορίζει προς το χωριό. Μέσα σ’ αυτό βρίσκονται κυρίως ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα. Οι άντρες του χωριού έχουν πάει στα κοπάδια τους και στα χωράφια για να μαζέψουν καρύδια. Ήταν η εποχή της συγκομιδής. Η επιχείρηση ήταν ένας περίπατος για τους πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι έστρεψαν τα όπλα τους και δολοφονούσαν όποιον έβλεπαν μπροστά τους.
Όταν μετά το μεσημέρι επέστρεψαν οι άντρες στο χωριό, βρέθηκαν μπροστά σε ένα τοπίο φρίκης: το χωριό παραδομένο στις φλόγες και τα σπίτια άλλα καταστραμμένα κι άλλα μισογκρεμισμένα. Γυναίκες νεκρές με νεκρά τα μωρά στην αγκαλιά τους. Υπερήλικες πλημμυρισμένοι στο αίμα. Αρπαγές και λεηλασία. Ένας τρόμος απλώθηκε πάνω απ’ το χωριό. Οι άντρες που επέζησαν μάζεψαν τους νεκρούς τους για να τους θάψουν. Τους μέτρησαν και τους βρήκαν 82: 34 παιδιά από 6 μηνών ως 11 ετών, 37 γυναίκες και 11 υπερήλικες.
Μοναδικός σήμερα επιζών της αδυσώπητης αυτής σφαγής ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας. Ήταν μωρό ενός έτους γαντζωμένο πάνω στο στήθος της νεκρής μάνας του, με ένα τραύμα στη σπονδυλική στήλη από χτύπημα με ξιφολόγχη Γερμανού στρατιώτη. Συγγενείς και χωριανοί που επέζησαν συμμάζεψαν το μωρό και το περιέθαλψαν για να ζήσει. Ο Παναγιώτης έζησε με το τραύμα του στην ορφάνια, αφού ο πατέρας του δεν συνήλθε ποτέ απ’ το σοκ και πέθανε από στενοχώρια δύο χρόνια μετά. Ορφανός πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στην καταφρόνια και τη στέρηση, μικρός τσοπάνος στα κοπάδια των άλλων. Κι ύστερα εσωτερική μετανάστευση, στρατιωτικό και εργάτης στη Χαλυβουργική της Ελευσίνας. Το τραύμα του κορμιού του και το τραύμα της μνήμης τον ακολουθούσε παντού και τον ακολουθεί ως σήμερα.
Το θέμα των σφαγών και των ολοκαυτωμάτων δεν έκλεισε ούτε θα κλείσει ποτέ, όσο κι αν το γερμανικό κράτος επιδίδεται σε μια πολιτική φιλίας προκειμένου να απαλύνει την κτηνωδία των εγκλημάτων που προκάλεσε ο τακτικός γερμανικός στρατός. Η μνήμη παραμένει ζωντανή και απαιτεί Δικαιοσύνη και Αποζημίωση. Η Γερμανία καλείται να πληρώσει στην Ελλάδα τις οφειλές της για τις ανείπωτες καταστροφές που της προξένησε και το λουτρό αίματος μέσα στο οποίο βύθισε τα χωριά και τις πόλεις μας. Τα εγκλήματα πολέμου δεν παραγράφονται στους αιώνες των αιώνων.
Προχθές η Μουσιωτίτσα, χθες το Κομμένο, σήμερα οι Λιγκιάδες ορθώνουν φωνή και κραυγή: έμποροι των εθνών και των όπλων, σταματήστε τώρα τις γενοκτονίες και τις εκατόμβες αμάχων και παιδιών. Η ιστορία θα είναι απέναντί σας αμείλιχτη!
* Από τα πρακτικά του Πανελλήνιου Συνεδρίου «Ολοκαυτώματα 80 χρόνια μετά…» (Ρέθυμνο 23 Αυγούστου 2024).