Τραγικές εμπειρίες και μπροστά στο απόσπασμα
Οι έγκριτοι ιστορικοί ασχολήθηκαν λεπτομερώς με τη Μάχη της Κρήτης κάνοντας και τις επιστημονικές τους αξιολογήσεις. Και βέβαια έγινε από όλους αποδεκτό ότι ο Μάρκος Πολιουδάκης δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ο συγγραφέας της Μάχης της Κρήτης, γιατί και τα τρία του βιβλία είναι πακτωλός στρατιωτικών στοιχείων, χαρτών και φωτογραφιών από τη συγκλονιστική εκείνη μάχη, ενώ οι «Αντικρούσεις» του αποτελούν μια μνημειώδη έκδοση πολύτιμη για τους μεταγενέστερους.
Πως όμως έζησαν τη μάχη της Κρήτης τα παιδιά της εποχής; Αναφέρει σχετικά ο μετέπειτα λαμπρός εκπαιδευτικός κ. Κώστας Μυγιάκης, ο βιογράφος του Διονυσίου Ψαρουδάκη:
Τις απογευματινές ώρες άρχισε η ρίψη των Αλεξιπτωτιστών στην περιοχή της πόλης του Ρεθύμνου – Περιβόλια – Πλατανιάς – Αεροδρόμιο Πηγής – Σταυρωμένο – Λατζιμά.
Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης πληροφορείται όλα τα συμβαίνοντα στην περιοχή των Χανίων από ένα αγγελιοφόρο χωροφύλακα του Σταθμού χωροφυλακής Αμνάτου. Και παίρνει αμέσως την απόφαση. Να κατέβει και να περάσει απ’ όλα τα χωριά (το Κατωμέρι) του δήμου Αρκαδίου. Να πάρει από κάθε χωριό την ομάδα που είχε οργανώσει από κοινού με τον Νίκο Γιαπιντζάκη και να κατέβουν στον τομέα του αεροδρομίου Πηγής.
Βγαίνει όμως πρώτα στην κορυφή του Τιμίου Σταυρού στον Κορρέ, που ξέρει πως κάθε πρωί βγαίνουν εκεί ο Επίσκοπος Αθανάσιος Αποστολάκης και ο τέως Γενικός Διοικητής Κρήτης βουλευτής και υπουργός Νίκος Ασκούτσης, προσωπικός φίλος. Νοιώθει την ανάγκη πως πρέπει να τους ειπεί τον σκοπό που κρύβει στο νου και την καρδιά του, και να τους αποχαιρετίσει.
Μόλις φτάνει τρέχει φιλεί το χέρι του Δεσπότη του, αγκαλιάζει και φιλεί και τον γκαρδιακό του φίλο Νίκο Ασκούτση και τους λέγει, το μυστικό του.
«Αποφάσισα να πάω να, πολεμήσω στον τομέα το αεροδρομίου Πηγής, παίρνοντας μαζί μου, τους άνδρες Κρητικού, πολεμιστές της ομάδας του κάθε χωριού, που είναι πρόθυμοι και το αίμα τους να χύσουν, σαν κι εμένα, για τη λευτεριά της Κρήτης μας. Δώστε μου την ευχή σας. Και επίσκοπός Αθανάσιος του απαντά: «όχι Διονύσιε μου. Δεν σου το επιτρέπει η ηλικία σου 60 χρόνων τώρα». Και συμπληρώνει από δίπλα και ο γκαρδιακός του φίλος Νίκος Ασκούτσης: «Διονύσιε μου στη φιλιά μας σε εξορκίζω μην κάνεις αυτό που προ λίγου ξεστόμισες και μας είπες»!
«Σεβαστέ μου Δεσπότη, μπορεί όπως μου είπες, δεν μου το επιτρέπει η ηλικία μου. Μου το επιβάλλει όμως η καρδιά μου. Το πατριωτικό καθήκον. Δώστε μου την ευχή σας για τη Νίκη. Εγώ το αποφάσισα και φεύγω»!
Και τότε σηκώνεται ο επίσκοπος Αθανάσιος, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί και του λέγει: «Διονύσιε πρόσεχε, και με τη νίκη».
Σηκώνεται και με κλάματα τον αγκαλιάζει και γκαρδιακός του φίλος Νίκος Ασκούτσης και του εύχεται και αυτός το ίδιο. Ο Διονύσιος ανταποδίδει τις αγκαλιές και τα φιλιά και κατεβαίνει στο κελί του, παίρνει το όπλο του, ειδοποιεί τους άλλους καλογήρους και με αγωνία φτάνει πρώτα στην Αμνάτο. Βρίσκει έτοιμη την ομάδα των Κρητών αγωνιστών και μαζί τους χωροφύλακες του Σταθμού χωροφυλακής της Αμνάτου. Ένας δε να μοιράζει τα πέντε όπλα που διέθετα. Και ο Διονύσιος παρακλητικά του λέγει: «Δώσε μου κι εμένα ένα, γιατί τούτο που κρατώ είναι παλιό και δύσκολα παίρνει φωτιά». Και μόλις παίρνει το όπλο ξεκινά μαζί με την ομάδα για την Πηγή. Περνά και τα επόμενα χωριά Κυριάννα και Λούτρα που οι ομάδες τους τον καλωσορίζουν με χειροκροτήματα και όλοι μαζί τώρα φτάνουν στην πλατεία της Πηγής, όπου περιμένουν και οι ομάδες Αδελε – Αγίου Δημητρίου – Μέσης και Χαρκίων. Ο Διονύσιος ενθουσιάζεται. Το ίδιο και ο Ενωμοτάρχης του Σταθμού Χωροφυλακής Πηγής ο αείμνηστος Νίκος Γιαπιτζάκης.
Ο ενθουσιασμός και των δύο μεγιστοποιείται παρακολουθώντας το τι γίνεται στην πλατεία! Γυναίκες της Πηγής να φέρνουν και να κερνούν από ξηρούς καρπούς μέχρι και ζεστές τυρόπιτες.
Ο Γρηγόρης ο Κουτσός (του Παντελή Πρεβελάκη) να βγαίνει στην πόρτα του καφενείου και να φωνάζει: Ελάτε πάρετε όλα τα κιβώτια τις γκαζόζες ν’ ανοίξετε να τις πιείτε. Ο Βογιατζόγλου ο Κυριάκος που διατηρούσε κατάστημα με είδη ζαχαροπλαστείου να μεταφέρει μια κούτα και να κερνά τους σε λίγο μαχητές για τη λευτεριά της Κρήτης, μέχρι να τις διαθέσει όλες.
Δεν υστέρησε δε ούτε ο Αλκιβιάδης Σπανδάγος που διατηρούσε ολόκληρο Σούπερ Μάρκετ της εποχής. Δίνει εντολή στο φούρναρη που είχε τον Γιάννη από τη Μέση, να πάρει ότι γλυκαντικό, ξηρούς καρπούς, ακόμα και αρτουλάκια να πάει να τα μοιράσει στους μαζωμένους στην πλατεία, έτοιμους για τη μάχη του αεροδρομίου της Πηγής.
Τελειώνοντας τα κεράσματα, βγαίνει επάνω στη Χαβούζα της βρύσης ο ηγούμενος Τ’ Αρκαδίου Διονύσιος Ψαρουδάκης και βγάζει ένα πύρινο πατριωτικό λόγο, που τους μεν άνδρες ενθουσίασε τα μέγιστα και άρχισαν να χειροκροτούν και δύο που κρατούσαν πιστόλια να ρίξουν μια πιστολιά. Ενώ αντίθετα οι γυναίκες του χωριού που παρέμειναν μετά το κέρασμά τους, έβαλαν τα κλάματα στο άκουσμα της φράσης του Διονυσίου «Αγαπητοί μου χωριανοί και λοιποί συνδημότες του δήμου Αρκαδίου, ξεκινάμε σε λίγο για τη μάχη στον τομέα του Αεροδρομίου Πηγής και στη συνέχεια άμα εξασφαλίσομε το αεροδρόμιο, πηγαίνομε στον Σταυρωμένο. Πιθανόν πολλοί από εμάς να μη γυρίσομε στο σπίτι μας και στις οικογένειές μας. Χαλάλι στο αίμα που θα χύσουμε για την αγαπημένη μας Κρήτη».
Φθάνοντας στις παρυφές του αεροδρομίου Πηγής οι Κρητικοί μαχητές της ομάδος του ηγούμενου Διονυσίου Ψαρουδάκη, εντάσσονται πλησίον της δύναμης του λόχου του Νίκου Κατσιράκη, όπου παίρνουν θέσεις μάχης και αναμένουν καλυπτόμενοι από τους πολυβολισμούς και βομβαρδισμούς των Στούκας.
Και σε λίγο αρχίζει η πτώση των Αλεξιπτωτιστών.
Ο αείμνηστος Αλκιβιάδης Μαυράκης, ο συγγραφέας και συναξαριστής των ιστορικών δρώμενων της γεννέτειράς του Περιβόλια, έχει καταγράψει σειρά ιστορικών στοιχείων από την θρυλική μάχη στα Περιβόλια που ήταν και στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων.
Μνήμες Αλκιβιάδη Μαυράκη
Ξεδιπλώνοντας τις παιδικές του μνήμες ο Αλκιβιάδης Μαυράκης, αναφέρει σχετικά:
«Όλο εκείνο το σκηνικό της Μάχης της Κρήτης το θυμάμαι έντονα με κάθε λεπτομέρεια και τίποτε δεν ημπορεί να ξεφύγει από το μυαλό μου, όσα είδα και έζησα εκείνες τις τρεις πρώτες ημέρες της επικής Μάχης.
Θυμάμαι τον βόμβο των αεροπλάνων, που προερχόμενα από Χανιά, βομβάρδιζαν συνεχώς και ανηλεώς την περιοχή. Από την ΒΙΟ μέχρι τα Μυσσίρια σε μια μόνο ημέρα την πρώτη ημέρα της εισβολής οι Γερμανοί έριξαν τρεις χιλιάδες βόμβες. Βλέπε ιστορία Γ. Μουρέλλου σελίδα 107.
Όλον αυτόν τον τιτάνιο αγώνα εγώ και η οικογένειά μου τον παρακολουθήσαμε από τον πρόχειρο κρυψώνα που είχε ετοίμασε ο πατέρας μου, ανάμεσα στα αγριοκυπάρισσα στο όριο του περιβολιού μας με την αμμώδη παραλία. Όλο το σκηνικό του πολέμου τουλάχιστον την πρώτη ημέρα της εισβολής το παρατηρήσαμε από τον συγκεκριμένο κρυψώνα μας. Πρώτα είδαμε τις βόμβες να πέφτουν στην περιοχή, με ρυθμική αντιστοιχία κάθε 20 έως 30 μέτρα και μια βόμβα. Θυμάμαι τη βόμβα που έπεσε στο πλησιέστερο σημείο από εμάς που δεν ξεπερνούσε την απόσταση των 10 μ.! Μετά τον γενικό βομβαρδισμό ακολούθησε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών. Όλη η εικόνα ήταν ένα όμορφο αλλά και φοβερό θέαμα. Αμέτρητα αεροπλάνα διέσχιζαν τον αέρα και έριχναν τις τεράστιες μεταξένιες ομπρέλες, που στην κατάληξή τους είχαν τον Γερμανό στρατιώτη ή κάποιο κιβώτιο με πολεμικό υλικό.
Από εκεί είδαμε και τη γερμανική περίπολο που γυρνούσε στα σπίτια και στις γειτονιές και μάζευε όποιο ζωντανό εύρισκε μπροστά της άνδρα ή γυναίκα ή παιδί, τους οποίους τους οδηγούσαν στα κέντρα συγκεντρώσεως που είχαν στα Μυσσίρια, όπου την επομένη ημέρα προέβησαν στην εκατόμβη των Νεκρών, στην περιοχή της Άμμου Μυσσιρίων.
Όλα αυτά τα έχω καταγράψει στο πρώτο μου βιβλίο «Περιβόλια Ρεθύμνου το Συναξάρι του τόπου». Ασφαλώς όλα αυτά όσα αναφέρω, δεν είναι ένα απλό βιογραφικό, αλλά είναι η σύγχρονη ιστορία του τόπου μας, όπου όσες φορές και αν την επαναλαμβάνω, νομίζω ότι ποτέ δεν είναι πλεονασμός.
Οι Γερμανοί μπαίνουν στο Ρέθυμνο από τα Μισίρια
«Ήταν πρωί. Ώρα 7.30 έως 8.00 περίπου. Όλοι οι Περβολιανοί ήταν έξω από τα σπίτια τους και ασχολούνταν με το πότισμα των κήπων τους. Ξαφνικά η σειρήνα, που ήταν τοποθετημένη στις φυλακές της Φορτέτσας στο Ρέθυμνο, άρχισε να ουρλιάζει δαιμονισμένα. Σχεδόν ταυτόχρονα από τη μεριά της θάλασσας βορεινά και από τη μεριά των Χανίων δυτικά, ακούστηκε ο βόμβος των γερμανικών αεροπλάνων που κατά κύματα περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας.
Προλάβαμε και μπήκαμε στο καταφύγιο που ο πατέρας μου είχε ήδη έτοιμο. Ήταν ανάμεσα στα αγριοκυπάρισσα του σεπεριού που βρισκόταν βορεινά του περβολιού μας. Τα αεροπλάνα συνέχιζαν τις επελάσεις τους, ενώ ταυτόχρονα έριχναν βόμβες. Αμέτρητες βόμβες. Κάθε δέκα μέτρα και μια βόμβα. Η περβολιανή γη, στην κυριολεξία ανασκάφτηκε από τη ρίψη βομβών.
Λίγα μέτρα πιο πέρα από το καταφύγιό μας έπεσε μια βόμβα που η σκόνη και η άμμος που σήκωσε μας περιέλουσε στην κυριολεξία. Άλλα αεροπλάνα πολυβολούσαν από τον αέρα σε κάθε κινούμενο στόχο. Ο φόβος άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται τρόμος. Αυτό κράτησε περίπου μιάμιση ώρα. Μετά τα αεροπλάνα έφυγαν. Ξεπροβάλλαμε δειλά-δειλά από το καταφύγιο. Σε λίγο έφτασε και το πρώτο δυσάρεστο μήνυμα. Σκοτώθηκε η οικογένεια του Πετράκη, (Οικογένεια Πέτρου Ψυχουντάκη)… Το σπίτι είχε χαλάσει και μέσα οι πέντε πρώτοι νεκροί από την εισβολή των κατακτητών… Ο πόνος ήταν μεγάλος για το απάνθρωπο μακελιό».
Παιδιά στο απόσπασμα
Είναι πολλές φορές που έχουμε συζητήσει με τον κ. Βασίλη Παπαδόπουλου την οδυνηρή εμπειρία που απέκτησε μικρό παιδί στην άμμο των Μισσιρίων και στοίχειωσε τα χρόνια της ενήλικης ζωής του. Κι όμως κάθε φορά το βλέμμα δακρύζει και η ίδια έκφραση οδύνης εμφανίζεται στο πρόσωπό του.
Ας τον αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας αφηγηθεί τα τραγικά εκείνα γεγονότα.
«Πρωί στις 21 του Μάη 1941 τα Γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα σκορπίζουν τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό. Στόχος των Γερμανών ν’ αδειάσουν τα χωριά για να μη βρουν καμιά αντίσταση.
Εκείνο το πρωινό – παιδί εφτά χρόνων ήμουν τότε, με τη θεία μου Αθηνά Δρανδάκη είχα πάει στο περιβόλι για να ποτίσουμε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν τον βομβαρδισμό. Το μουλάρι που γύριζε το «ντολάπι» για να βγάλει νερό με δεμένα τα μάτια για να μη ζαλίζεται, τρελαμένο από το θόρυβο των αεροπλάνων άρχισε να κλωτσά με λύσσα. Κατάφερε σε λίγο να λύσει τα σκοινιά κι άρχισε να τρέχει στο περβόλι. Τα δεμένα του μάτια το εμπόδιζαν να διακρίνει που πηγαίνει. Έπεφτε και σηκωνόταν. Κρυφτήκαμε με τη θεία μου στη στέρνα, ώσπου να περάσει το κακό. Ούτε καταλάβαμε πόση ώρα πέρασε. Και μόνο λίγο μετά που είδαμε όταν όλα ηρέμησαν κάπως που έπεσαν οι βόμβες, κάναμε το σταυρό μας. Γιατί παραξενεμένοι από την αντίδραση του ζώου είχαμε μετακινηθεί από την αρχική μας θέση κι έτσι σωθήκαμε. Τέσσερις βόμβες είχαν πέσει λίγα μέτρα από μας. Αν μας εύρισκαν, σίγουρα θα μας σκότωναν.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, όλοι ήταν μαζεμένοι εκεί. Τότε πήραμε την απόφαση να βγούμε έξω. Φθάσαμε στο γεφυράκι, το οποίο βρίσκεται ακόμα έξω απ’ την πόρτα του σημερινού κάμπινγκ «Ελίζαμπεθ». Όλα τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς μαζευτήκαμε εκεί. Ήμαστε περίπου δεκαέξι. Πήραμε νερό και λίγη τροφή και μπήκαμε μέσα στο γεφύρι. Πολλοί έκοβαν καλάμια και σκέπαζαν το τσιμέντο του γεφυριού, για να μη φαίνεται απ’ το μπροστινό και το πίσω μέρος. Περιμέναμε να βραδιάσει, για να «πάρουμε» κι εμείς τα βουνά. Πέρασαν περίπου τρεις με τέσσερις ώρες και οι αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν. Ο ουρανός είχε γεμίσει με αλεξίπτωτα. Εμείς κρυμμένοι μέσα στο γεφυράκι βλέπαμε να πέφτουν αλεξιπτωτιστές στο έδαφος και σε μισή περίπου ώρα είχε γεμίσει ο τόπος γύρω μας. Κάποια στιγμή έπεσε ένας αλεξιπτωτιστής περίπου δέκα μέτρα δίπλα μας. Εγώ, κρυμμένος μέσα στα καλάμια, είδα τον αλεξιπτωτιστή να κόβει τα σχοινιά, με τα οποία ήταν δεμένος και τα κλαδιά στα οποία είχε μπερδέψει. Έπειτα, έβγαλε ένα κουτί κι έριξε κάτι στο στόμα του. Αργότερα, μάθαμε ότι έπιναν χάπια για να μη ζαλίζονται.
Δεν πέρασαν περίπου δέκα λεπτά κι ο αλεξιπτωτιστής ήρθε να κρυφτεί μέσα στο χαντάκι. Τότε μας ανακάλυψε. Οι πρώτες λέξεις που είπε ήταν «πού ίγκλες;» δηλ. «πού είναι οι Εγγλέζοι;». Έπειτα, ήρθε κοντά μας μάς καθησύχασε και μάς είπε να μείνουμε στη θέση μας κι έφυγε. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον πρώτο αλεξιπτωτιστή που έπεσε στα Μισίρια. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ένα αεροπλάνο έπεσε σχεδόν πάνω απ’ το γεφυράκι, σε απόσταση σαράντα μέτρων. Το αεροπλάνο πήρε φωτιά και κάηκε. Εμείς, παρά λίγο να κρουφτούμε απ’ τις σκόνες και τους καπνούς. Κατά τις 5-6 μ.μ. είδαμε δυο τανκς να έρχονται, το ένα απ’ την παραλία και το άλλο απ’ τον κεντρικό δρόμο και να κατευθύνονται προς το σημείο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί Γερμανοί. Στο σημείο αυτό είχε πέσει ένα ακόμα μεγάλο αεροπλάνο που είχε μια κεραία απ’ το πίσω μέρος έως το μπροστινό. Σ’ αυτό το σημείο έριχναν τα τανκς με τα κανόνια τους. Τα Περιβόλια ήταν αιματοβαμμένα, προτού βραδιάσει. Οι Γερμανοί αργότερα ακινητοποίησαν τα τανκς. Αργότερα είδαμε ότι στο ένα έριξαν βενζίνη και το έκαψαν και στο άλλο έκοψαν τα καλώδια. Το τανκ μπλόκαρε, οι αλυσίδες του δεν μπορούσαν να κινηθούν κι έτσι αιχμαλώτισαν το τανκ.
Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι αλεξιπτωτιστές μας πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μάς συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Μέσα στο σπίτι ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι, γιατί έμπαιναν απ τα παράθυρα οι σφαίρες και κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες στο σπίτι. Έπειτα, μας πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγός του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Οι Γερμανοί μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν, μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Όταν φτάσαμε εκεί έδωσαν εντολή να πέσουμε κάτω. Πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα λάκκο στην άμμο, μας έβαλε μέσα και έπεσε κι αυτός σχεδόν πάνω μας. Αυτό πρόλαβε να κάνει. Σε λίγη ώρα οι Γερμανοί έστησαν το πολυβόλο, σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Άργησαν όμως να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε το λόγο. Πέρασε πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος έριξαν μια ριπή και σταμάτησαν. Για εμάς, όμως είχε γίνει το κακό με την πρώτη ριπή. Σκοτώθηκε η μάνα μου, η γιαγιά μου και η θεία μου. Επίσης σκοτώθηκε η Μελισσουργού και τραυματίστηκαν δυο γυναίκες, η Παναγιώτα Δρανδράκη και η Χαρίκλεια Δελή. Τα παιδιά, άρχισαν τότε να κλαίνε. Το ίδιο και οι τραυματίες. Άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, περιμένοντας τη χαριστική βολή. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μας!
Καθώς περνούσε η ώρα και οι Γερμανοί δεν είχαν έρθει να μας εκτελέσουν, συνέβη το εξής περιστατικό: Η Δελή είχε τραυματιστεί κρατώντας το μωρό στη «φασκιά» της. Τρεις με τέσσερις σφαίρες πέρασαν απ’ το χέρι της και απ’ τη φασκιά του μωρού τραυματίζοντάς την. Το μωρό δε σκοτώθηκε αλλά έκλαιγε συνέχεια, όπως και τ’ άλλα δυο μεγαλύτερα. Αυτό έκλαιγε περισσότερο. Τότε άρχισαν να φοβούνται οι μεγάλοι, μήπως το ακούσουν οι Γερμανοί κι έρθουν να μας αποτελειώσουν. Της είπαν, λοιπόν, να το ρίξει στη θάλασσα που ήταν δύο μέτρα σε απόσταση από εμάς. Αυτή δέχτηκε, αφού την πίεζαν και την παρακαλούσαν οι μεγάλοι. Τότε άρπαξαν το μωρό απ’ την αγκαλιά της δυο κοπέλες, η Κωνσταντίνα Μελισσουργού και η Αθηνά Δρανδράκη και είπαν: «Αν είναι τυχερό, θα σωθούμε κι εμείς και το παιδί θα σωθεί». Χωρίς την ψυχραιμία των κοριτσιών, το μωρό δε θα είχε σωθεί».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται