Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Μανόλης Παντινάκης στο τελευταίο βιβλίου του για την Εθνική Αντίσταση αποπειράται να παρουσιάσει τη βιογραφία ενός άγνωστου στο ευρύ κοινό Σπηλιανού, χωριανού του, ξεχωριστού πατριώτη, πολεμιστή και αντιστασιακού.
Στο εξώφυλλο που κοσμείται με τη φωτογραφία του έφιππου αντάρτη-καπετάνιου, απλώνεται ο τίτλος του βιβλίου που τα λέει όλα:
Ο πολέμαρχος της Βίγλας (Η Βίγλα είναι τοποθεσία στο Πάνω Σπήλι, όπου γεννήθηκε ο ήρωας του βιβλίου το 1899) Καπετάν Σφακιανός: Είναι το αντάρτικο όνομα-ψευδώνυμο του Γιώργη Αρετάκη, που εφοδιασμένος με την αγάπη του προς την πατρίδα, την φανατική προσήλωση στον Ελευθέριο Βενιζέλο, την απέχθεια προς τη μοναρχία, την τόλμη και την αποφασιστικότητα, πήγε εθελοντής στον Ελληνικό στρατό στα 17 χρόνια του και αγωνίστηκε επί 32 χρόνια για την πατρίδα.
Μόνο 32 χρόνια, επειδή ο Ελληνικός εθνικός στρατός των φιλεγγλέζων-φιλοαμερικανών του έκοψε το νήμα της ζωής κατά τον φοβερό εμφύλιο (1947-49) στην τυφλή διαμάχη ανάμεσα σε δύο κόσμους, με θύματα και συνέπειες χειρότερες από αυτές της τετράχρονης κατοχής.
Ο βιογραφούμενος ήρωας θριάμβευσε στο πεδίο της μάχης, στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Έφτασε και πέρασε τον Σαγγάριο ποταμό και στην ταπεινωτική οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού το 1922 πιάστηκε αιχμάλωτος. Κατόρθωσε όμως με μυθιστορηματικό τρόπο να δραπετεύσει και να σωθεί για να επιστρέψει στη μονάδα του στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πήρε το πρώτο χρυσό αριστείο ανδρείας για την απίστευτη δραπέτευση και σωτηρία του.
Το δεύτερο χρυσό αριστείο ανδρείας το κέρδισε με την τόλμη και τη μαχητικότητά του, αφού ως ξαναστρατευμένος ως λοχαγός με την στρατιωτική εμπειρία του ήταν ο βασικός συντελεστής κατάληψης του υψώματος Πόγραδετς στην Αλβανία στις 11-2-1941. Αυτό τον προήγαγε σε Ταγματάρχη με ανδραγαθία, αλλά ανάπηρο από τα τραύματα και τα κρυοπαγήματα. Μετά την οπισθοχώρηση διορίστηκε φύλακας της Τράπεζας της Ελλάδος στα Χανιά και στην Πάτρα. Από εκεί άφησε γυναίκα, μικρή κόρη και πολέμησε ως αντάρτης τους Γερμανούς-Ιταλούς κατακτητές στη διάρκεια της κατοχής στην Πελοπόννησο. Απέδειξε ότι συμφωνεί με τον Μακρυγιάννη «όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ άλλο τίποτας» και με τον Σωκράτη, που θεωρεί την πατρίδα ως «το πολυτιμότερο πάντων».
Με λίγους αποφασισμένους αξιωματικούς, όπως ο Σφακιανός, ο ΕΛΑΣ είχε ελευθερώσει όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, καταφέροντας σπουδαίες νίκες εναντίον των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών, κινούμενος από τα ιδεώδη του Κολοκοτρώνη, στα παλιά λημέριά του.
Μετά την κατοχή συνέχισε να πολεμά τους συνεργάτες των κατακτητών στην Πελοπόννησο, κοντά στο Γύθειο, όπου την 25 Απριλίου 1949. Στην εμφύλια φρικτή διαπάλη, ελληνική σφαίρα σταμάτησε οριστικά τη δράση του.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, πράγμα που διευκολύνει τον αναγνώστη. Στις σελίδες του αναφέρονται περιστατικά άγνωστα, όπως ότι ο ναός των Δώδεκα Αποστόλων στα Καλλεργιανά, κοντά στον Κισσό, χτίστηκε με δαπάνη της οικογένειάς του, γιατί ήταν δικό του τάσιμο, όταν τούρκικη σφαίρα κάρφωσε στο εικόνισμα-φυλακτό των Αγίων Αποστόλων και σταμάτησε πριν φτάσει στην καρδιά του, όταν δραπέτευσε από τα χέρια των εχθρών στην Μικρά Ασία και τον οδηγούσαν για εκτέλεση.
Οι φωτογραφίες που διανθίζουν το κείμενο το κάνουν πιο κατανοητό και ευχάριστο ανάγνωσμα.
Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα έρευνας έξι χρόνων, σε πηγές στον τόπο δράσης και σε πρόσωπα που γνώρισαν τη δράση του Καπετάν Σφακιανού.