Υπήρξε εμβληματική μορφή κι έτσι θα τον τιμούν οι επόμενοι
Όταν βλέπαμε στα γραφεία μας να μας περιμένουν ευωδιαστοί λουκουμάδες από του Κανακάκη, ξέραμε ότι πέρασε ο Μανόλης Μαθιουδάκης.
Περνούσε ο αείμνηστος πρύτανης της δημοσιογραφίας όποτε ερχόταν για διακοπές στο Ρέθυμνο, να συναντήσει τον αδελφό της καρδιάς του Γιάννη Χαλκιαδάκη, αλλά δεν παρέλειπε να μας αφήσει τον γλυκό χαιρετισμό του.
Και να ’τανε μόνο αυτή η θύμηση που κάνει το πένθος μας βαρύ για την απώλεια αυτή. Πόσα και πόσα δεν συνδέονται με τον Μανόλη Μαθιουδάκη, τον σπουδαίο δημοσιογράφο, τον ασυμβίβαστο ιδεολόγο, τον υπέροχο άνθρωπο.
Είχε μια σχέση ζωής με τον τόπο του και δεν παρέλειπε να κλείνει θετικές ή αρνητικές σκέψεις πάνω σε τοπικά θέματα, σε άρθρα με πύρινη γραφή κάποιες φορές. Κείμενα που ζωντάνευαν θαρρείς και τη σελίδα που τα διάβαζες.
Ο ίδιος σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Η ζωή του μιλούσε γι’ αυτόν και το έργο του έλεγε περισσότερα.
Ο Μανόλης Μαθιουδάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933, με καταγωγή από την ανταρτομάνα Κοξαρέ.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη, με την ευλογία να έχει και μια μητέρα, την Ελένη, πρότυπο αφοσίωσης και αγάπης. Μια αγωνίστρια της ζωής που έδινε τον δικό της αγώνα, στηρίζοντας τον σύζυγό της που είχε δοθεί ολοκληρωτικά στην αντίσταση, για να έρθει το συντομότερο η λευτεριά. Από κοντά κι εκείνη βοηθούσε τον αγώνα με όλες τις δυνάμεις της.
Ήταν μόλις εννέα χρόνων ο Μανόλης όταν τον συνέλαβαν οι Γερμανοί. Ήταν το βαρύ τίμημα για τους αγώνες των γονέων του.
Αν και τόσο μικρός δεν έχασε το θάρρος του. Κρατήθηκε για δύο μήνες στις φυλακές της Φορτέτζας. Κι έπειτα αφέθηκε για να συνεχίσει τον αγώνα της επιβίωσης.
Κι ήρθε ο Μάρτης του ’44 να φέρει μια ακόμα πληγή για τον μικρό Μανόλη.
Λίγους μήνες πριν χαράξει η λευτεριά ο πατέρας του καθηγητής Γιάννης Μαθιουδάκης, γραμματέας του ΕΑΜ μόλις είχε διευθετήσει ένα ζήτημα που αφορούσε την ομάδα του και κατέφυγε στην Σπηλιά της Μέσης, στην Γκιουμπρά για να ξεκουραστεί, συνοδευόμενος από τον Αντώνη Περακάκη. Εδώ τους βρήκαν οι Κλιάνης (Κουμπάρος), ο Αεράκης, ο Βαβαδάκης Αναστάσης, ο Τερζιδάκης Νίκος κι ένας επονίτης ο Χατζηνικολής από την Πηγή.
Στη σπηλιά αυτή γράφτηκε ο επίλογος της ζωής ενός μοναδικού ανδρός, που δεν υπάρχει σελίδα της αντίστασης να μην τον περιγράφει με τα φωτεινότερα χρώματα.
Ακόμα και μετά από αυτό ο Μανόλης με της μάνας του το κουράγιο δεν χαρίστηκε της μιζέριας. Πάλεψε με τις δυνάμεις του στην αρένα της ζωής, σπούδασε πολιτικές επιστήμες και μετά τον κέρδισε η δημοσιογραφία.
Από το 1952 έγραφε στα «Νέα» το «Βήμα» τον «Ταχυδρόμο» και την «Ομάδα» (αθλητική εφημερίδα). Αργότερα έκανε αστυνομικό ρεπορτάζ στην Υπηρεσία Ειδήσεων της ΕΡΤ.
Όσο κι αν φαίνεται δύσκολη η σημερινή εποχή για τους νέους συναδέλφους, εκείνα τα χρόνια θα έπρεπε να έχεις γερά κότσια για να σταθείς στον χώρο. Να μιλάς και να γράφεις σωστά ελληνικά, να μην έχεις ωράριο κυνηγώντας την είδηση, να υπομένεις τις μεγαλύτερες παραξενιές των προϊσταμένων που είχαν πολλές φορές υπερβολικές απαιτήσεις στο έλεος κι αυτοί της ανηλεούς προσπάθειας για την αύξηση της κυκλοφορίας.
Ο Μανόλης Μαθιουδάκης δεν άργησε να καταξιωθεί γιατί διέθετε τα προσόντα που τον αναδείκνυαν χωρίς την στήριξη κανενός. Ασχολήθηκε κυρίως με το αστυνομικό ρεπορτάζ και πήρε μέρος σε εξαιρετικά σοβαρές αποστολές στο εξωτερικό και μάλιστα σε κρίσιμες περιόδους, όπως ήταν αυτή της Κύπρου. Στο συνδικαλιστικό κίνημα διακρίθηκε έτσι ώστε επάξια να γίνει και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, προωθώντας πολλά θέματα των δημοσιογράφων.
Το «Ποινικό μητρώο της Αθήνας»
Από τις σειρές που έφεραν για χρόνια στο προσκήνιο τον Μανόλη Μαθιουδάκη ήταν το «Ποινικό μητρώο της Αθήνας» που έγραφε με τον Δημήτρη Μαθιόπουλο. Κι ήταν το πρώτο που αναζητούσε ο αναγνώστης. Την ίδια επιτυχία είχε και στην έκδοσή της η λαμπρή αυτή σειρά.
Χαρακτηριστικός ο πρόλογος του μεγάλου μας Δημήτρη Ψαθά:
«Εδώ και κάμποσα χρόνια – κάμποσα λέγοντας, εννοώ μόνο μερικές δεκαετίες – είχα βγάλει το πρώτο μου βιβλίο με τον τίτλο «Η Θέμις έχει κέφια». Βλέποντας, λοιπόν, ότι το πράγμα πήγε καλά, βγάζω αμέσως και το δεύτερο, με μια μικρή παραλλαγή στον τίτλο: «Η Θέμις έχει νεύρα».
Το χρονικό διάστημα από το πρώτο βιβλίο, ενός συγγραφέα, στο δεύτερο, το καθορίζει συνήθως ο βαθμός της επιτυχίας. Όσο, δηλαδή, μεγάλη είναι η επιτυχία του πρώτου, τόσο γρήγορα ακολουθεί το δεύτερο. Με χαρά μου βλέπω ότι το «Ποινικό Μητρώο της Αθήνας», ακολουθεί την καλή τύχη των δικών μου «θέμιδων». Δεν πρόλαβε να εξαντληθεί η πρώτη σειρά των σπαρταριστών ιστοριών των συναδέλφων Μανόλη Μαθιουδάκη και Δημήτρη Μαθιόπουλου κι ορίστε που έχουμε «ανά χείρας» τη δεύτερη σειρά, γραμμένη με το ίδιο κέφι, την ίδια ζωντάνια και το ίδιο παραστατικό ύφος των προηγουμένων.
Είμαι σίγουρος ότι και ο νέος τούτος τόμος του τόσο χαριτωμένου «Ποινικού Μητρώου» της Αθήνας μας, θα έχει την ίδια επιτυχία του πρώτου, γιατί οι ιστοριούλες που περιλαμβάνονται και σ’ αυτόν έχουν την καυτή αλήθεια της καθημερινής ζωής και συνθέτουν όλες μαζί, όπως και στον πρώτο τόμο, έναν ακόμα σπαρταριστό, όσο και αληθινό πίνακα της αλλοπρόσαλλης εποχής μας.
Ήταν για μένα μια ευχαρίστηση να προλογίσω τον πρώτο τους τόμο, την οποία δεν θέλησα να στερηθώ και για τον δεύτερο τούτο τόμο, που τόσο γρήγορα ακολούθησε. Συγχαίρω και πάλι μ’ όλη μου την καρδιά τους δυο συναδέλφους για την καινούργια τούτη προσφορά τους κι εύχομαι με το ίδιο κέφι πάντα να συνεχίσουν την τόσο γόνιμη δουλειά τους».
Η μεγάλη ευτυχία της ζωής του ήταν η οικογένεια που δημιούργησε με τη Μαριάννα του. Θεέ μου πως έλαμπε το πρόσωπό του όταν μιλούσε γι’ αυτήν. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές μου έδειξε το κτήριο του ΟΤΕ απέναντι από το Παλαιοντολογικό Μουσείο. Και καμάρωνε που η Μαριάννα του άφησε κάτι με τη σφραγίδα της πολιτικού μηχανικού στην πόλη μας.
Η χαρά του ήταν να μας φιλοξενεί στο σπίτι της Καλανδαρέ και να μας προκαλεί γέλια μέχρι δακρύων, κάνοντας με σοβαρό ύφος τη διαπίστωση ότι το μικρό χωριό απέκτησε ξαφνικά κυκλοφοριακό πρόβλημα, «Τράφικ και στην Καλανδαρέ» φώναζε, ενώ μας υποδεχόταν και μεις πώς να κρατηθούμε από τα γέλια;;;
Άλλες φορές πάλι πηγαίναμε μαζί όλη η συντροφιά απρόσκλητοι αλλά πάντα καλοδεχούμενοι, στην Κοξαρέ στο σπίτι του θείου του Αλέκου του περίφημου «Μουσάτου» της αντίστασης. Και πίνοντας τη ρακί μας ακούγαμε για τους αγώνες που είχαν προηγηθεί για τη δημοκρατία.
Κι ήρθαν μετά οι εκδηλώσεις τύπου που για μια εικοσαετία έδιναν μια άλλη διάσταση στην πολιτιστική μας ζωή. Εκτός από συνέδρια και μουσικές εκδηλώσεις ήταν και τα βραβεία που θεσπίζονταν το ένα μετά το άλλο να ωφελήσουν ταλαντούχα Ρεθεμνιωτάκια που άξιζαν να κάνουν ανώτατες σπουδές.
Ας όψονται εκείνοι που έσπευσαν να τις καταργήσουν για να μη στενοχωρηθεί γειτονικός νομός.
Κάθε φορά που το αναφέραμε στον Μανόλη εκείνος με το γνωστό του ύφος μας έκλεινε την κουβέντα «Ας ήμασταν άξιοι να τις κρατήσουμε».
Μέσα της δεκαετίας του 90 κι ενώ το Ρεθυμνάκι μας είχε ήδη αποκτήσει Συμφωνική Ορχήστρα, ο Μανόλης Μαθιουδάκης με τον Βαγγέλη Στεφανάκη στήριξαν τον Μπάμπη Πραματευτάκη στο αίτημά του να δημιουργηθεί ορχήστρα νοτίου Ελλάδος.
Πάντα πρόθυμος να αγωνιστεί για το κοινό καλό ο Μανόλης κι ας μην τον αφορούσε το θέμα άμεσα. Από όσα θα θέλαμε να του πούμε αλλά μας πρόλαβε ο χρόνος, είναι το πόσα του οφείλουν νεότεροι συνάδελφοί του. Πόσες φορές άπλωσε χέρι για να σηκώσει αδικημένους δημοσιογράφους, θύματα εργοδοτών. Πόσες φορές μπήκε μπροστάρης για να αποκτήσουν κάποιοι τα δικαιώματά τους στον χώρο και να καταφέρουν να πάρουν μια σύνταξη. Μικρές λεπτομέρειες ίσως ενός πολυκύμαντου μα δημιουργικού βίου. Είχαν όμως να κάνουν με ανθρώπινες ζωές, με το μέλλον ανθρώπων χωρίς καμιά υποστήριξη. Γι’ αυτό αξίζουν να αναφέρονται.
Ξέρω πως από εκεί που βρίσκεται ο Γιάννης Χαλκιαδάκης θα πανηγυρίζει για τον ερχομό του φίλου του. Και θα είναι τόσο αφοσιωμένος στην υποδοχή, που δεν θα προσέξει πόσα λίγα, από συναισθηματική φόρτιση, κατάφερα να κλείσω στο αφιέρωμά μου αυτό. Αυτή τη φορά απελπιστικά λίγα αν κρίνω από το βλέμμα αποδοκιμασίας κάθε φορά που του έδειχνα κάποιο αφιέρωμά μου στον Μανόλη Μαθιουδάκη.
– Λίγα του έγραψες μωρέ Εύα.
Κι ας είχε πιάσει όλη τη σελίδα το αφιέρωμα.