«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;» Νίκος Καζαντζάκης.
Με όλο το σεβασμό θα μπω στη διαδικασία να αναλύσω το γνωμικό ενός σπουδαίου φιλόσοφου (και πάνω απ’ όλα ανθρώπου). Να σταματήσουμε εκείνη την ατελείωτη προσευχή του «Θεέ μου, σώσε με». Να σταματήσουμε να παραιτούμαστε από τις ευθύνες μας και να τις αποδίδουμε σε κάποιον ανώτερο που θεωρούμε ότι έχει χρέος και ικανότητα να μας σώσει. Όπως ορθά, έχει πει ο Ghandi «Πρέπει να είσαι η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο». Έχοντας ως προσωπικό χρέος και ευθύνη τη σωτηρία αυτού του κόσμου, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν επιτρέπεται να περιμένουμε από τον «από μηχανής Θεό» να μας σώσει, αν οι ίδιοι δεν είμαστε ικανοί να σώσουμε τον εαυτό μας. Η αρχαία μυθολογία μας δίδαξε ότι «Συν Αθηνά και χείρα κίνει», πράγμα το οποίο αγνοούμε παραδειγματικά.
Να σταματήσουμε να αποδίδουμε τις ευθύνες στους άλλους. Είναι πολύ πιο ανώδυνο την πιθανή αποτυχία να την χρεώσουμε αλλού. Και, φυσικά, θα νιώσουμε πολύ ανώτερα όντα όταν θα κατηγορήσουμε αυτόν που έχουμε στέψει ως σωτήρα μας. Είναι ευκολότερο να μην παλέψουμε για την αλλαγή, αλλά να την αναθέσουμε. Αυτό, όμως, δεν μας οδηγεί στην πρόοδο. Παραμένουμε στάσιμοι και ερεθιζόμαστε με το να βλέπουμε τους άλλους να αποτυγχάνουν. Ο κόσμος αυτός δεν πρόκειται να αλλάξει αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε ως προσωπικό χρέος να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, με κάθε κόστος.
«Αν στον κόσμο σήμερα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που επιθυμούσε τη δική του ευτυχία περισσότερο απ’ ό,τι επιθυμούσε τη δυστυχία των άλλων, σε μερικά χρόνια θα είχαμε έναν παράδεισο» (Bertrand Russell).
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά που με απασχολούσαν και θέλοντας να κατανοήσω το λόγο για τον οποίο επικρατεί αυθαιρεσία και ασυδοσία στον κόσμο μας, αναρωτήθηκα αν τελικά υπάρχουν κανόνες τους οποίους οφείλουμε να ακολουθούμε. Ένας φίλος, κάποτε, μου δίδαξε το πόσο σημαντικό είναι το εγχειρίδιο χρήσης ή αλλιώς manual μιας όποιας συσκευής.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ στο manual του ανθρώπου. Δεν θέλω να φανώ αλαζόνας χρησιμοποιώντας τη λέξη manual και ζητάω την κατανόησή σας, αλλά θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το εξής: Θεώρησα αναγκαίο κάποια στιγμή να μελετήσω το τι η θρησκεία που οι άνθρωποι με φανατισμό πιστεύουν πρεσβεύει. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι ο Χριστιανισμός (ή όποια θρησκεία) είναι ένα από τα σημαντικότερα «manual», που μπορεί να βοηθήσει στο να γίνουν οι ζωές των ανθρώπων πιο εύκολες και με λιγότερα προβλήματα. Ο Χριστιανός του σήμερα, όμως, αρκείται στο να παρακαλάει το Θεό του, να του επιρρίπτει ευθύνες. Φανατίζεται με μια ιδέα και όχι με την ουσία. Άρα, ο ρόλος της θρησκείας δεν ερμηνεύεται με τον τρόπο που θα έπρεπε. Έτσι, ο άνθρωπος αρκείται στο να ξέρει ότι κάποιος «άλλος» ελέγχει τη ζωή του και τη μοίρα του και είναι υπεύθυνος για τα καλά και τα κακά που μπορεί να συμβούν στη ζωή του. Αυτός ο «άλλος» ενίοτε είναι είτε ο Θεός του, είτε ο ηγέτης του, είτε η ομάδα του, είτε ο γονιός του, ο σύντροφός του, ο εργοδότης του κ.ο.κ.
Έχοντας, λοιπόν, αναθέσει την ευτυχία μας αλλού και ψάχνοντας διαρκώς εφήμερους Παραδείσους, ξεχνάμε να ασχοληθούμε με το τι πραγματικά είμαστε, ποιες είναι οι ανάγκες μας, ποιό είναι το ταξίδι μας. Εξυπηρετώντας σκοπούς, κυρίως οικονομικούς, αναλωνόμαστε στο να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε κατασκευασμένες ανάγκες. Ανάγκες με συγκεκριμένο σκοπό και στόχο. Να θυσιάσουν την ψυχή και το σώμα μας στο βωμό των ανέφικτων στόχων και προτύπων. Η παγκοσμιοποίηση κατάφερε να μας κοιμίσει και μας χειρίζεται όπως ακριβώς έχει προγραμματίσει.
Σημασία έχει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες ανάγκες μας, να ανακαλύψουμε την εσωτερική μας δύναμη και τότε μόνο θα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι.
Συνεχίζοντας την ανάλυση, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ποίημα του Κ. Π. Καβάφη:
Όσο μπορείς
«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική».
Θεωρώ ότι ο ποιητής-μελετητής της ανθρώπινης ύπαρξης, μας υποδεικνύει μέσα από το έργο του το δρόμο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που από αρχαιοτάτων χρόνων πλήττουν την ανθρωπότητα. Αιώνες τώρα, οφείλουμε στους εαυτούς μας την προσπάθεια να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Έχουμε καταλήξει στο ότι αυτοκτονώντας λυτρωνόμαστε από το προσωπικό μας δράμα. Μάθαμε να μοιρολογούμε, με τα χέρια σταυρωμένα, ασχολούμενοι πάντα με το γείτονα, με την τηλεόραση, με ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον ξεχασμένο χαρακτήρα μας. Παραιτούμαστε ολοένα και συχνότερα από τη διαδικασία του να παλέψουμε με μοναδικό σύμμαχο το πιο δυνατό μας όπλο, τους εαυτούς μας. Βέβαια, εδώ, γνωρίζω το πόσο δύσκολο είναι να αγγίξει κανείς την ψυχή του, το να βελτιώσει κανείς την ψυχή του. Πιστέψτε με πως αν αποφασίσετε να ξεμπερδέψετε αυτό το ακατάστατο μασούρι της ψυχής, που με δυσκολία ξεμπερδεύει, θα έρθετε αντιμέτωποι με έναν εαυτό που δεν γνωρίσατε ποτέ.
Μοιρολογούμε για πράγματα που νιώθουμε ότι χάνουμε μέσα από τα χέρια μας, τα οποία ουσιαστικά δεν έχουμε ανάγκη. Χάνουμε τους «πολλών λογιών πασατέμπους» και μαζί με αυτούς, χάνουμε και την αξιοπρέπειά μας. Θεωρώ, πως σωστό θα ήταν να αντικρίσουμε τους εαυτούς μας και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις ουσιαστικές μας ανάγκες. Αυτός είναι ένας τρόπος που, ενδεχομένως, να μπορούσε να μας λυτρώσει από την απελπισία και την αφόρητη δυστυχία. Κατανοώντας τι πραγματικά θα μας έκανε ευτυχείς.
Ο άνθρωπος από καταβολής του, ουδέποτε είχε ανάγκη, τα όσα έχει διδαχθεί να θεωρεί ως βασικά αγαθά για να ζει αξιοπρεπώς. Γεννηθήκαμε σε μια κοινωνία, όπου η κατανάλωση είναι πηγή ζωής. Η καρτεσιανή σκέψη «Cogito ergo sum» (σκέφτομαι, άρα υπάρχω), σήμερα ισχύει ως «Καταναλώνω, άρα υπάρχω». Όσο καταναλώνουμε, τόσο ζούμε ευτυχισμένα, με αποτέλεσμα να εργαζόμαστε όλο και περισσότερο για να μπορούμε να καταναλώσουμε όλο και περισσότερα και έτσι να αισθανόμαστε ακόμα πιο ευτυχείς.
Έχοντας, ως μοναδικό στόχο την απόκτηση όλο και περισσότερων αγαθών, καταλήγουμε να αποπροσανατολιζόμαστε από αυτά για τα οποία έχουμε έρθει σε αυτόν τον κόσμο. Οι ατελείωτες ώρες εργασίας, έχουν ως αποτέλεσμα να αποκτήσουμε αμέτρητους πασατέμπους, ενώ ταυτόχρονα χάνουμε την επαφή με τους αγαπημένους μας ανθρώπους, τους εαυτούς μας, τη φύση, τις βασικές χαρές μας. Θα ήταν χρήσιμο να αξιολογήσουμε τα καθημερινά μας πάγια και να καταλήξουμε για ποιά από αυτά αξίζει να θυσιάζουμε τη ζωή και την ηρεμία μας.
Όπως, ορθά, είπε ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (φιλόσοφος του 19ου αι.) «Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά». Τα τελευταία 50 χρόνια, ο άνθρωπος, προκειμένου να ξεφύγει από τον εαυτό του έχει επινοήσει περισσότερες εφευρέσεις από ποτέ άλλοτε. Αναζητά διαρκώς τρόπους να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό που ολοένα και χειροτερεύει.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μελέτες που έχουν διεξαχθεί, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ένα μηχάνημα που λέγεται ηλεκτρονικός υπολογιστής και έχει τη δυνατότητα να μελετάει χρήσιμα ή μη πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, δυστυχώς, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε να αφομοιώσει, ούτε να επεξεργαστεί και να αξιολογήσει σωστά τον τεράστιο αυτό όγκο πληροφοριών. Ήρθαμε, ξαφνικά, αντιμέτωποι με την άμεση πληροφορία, αλλά με τη λάθος χρήση, καταλήξαμε στην ημιμάθεια. Συνεπώς, καταπιαστήκαμε να ασχολούμαστε με πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, χωρίς ουσιαστικά να εμβαθύνουμε σε τίποτα από αυτά, με αποτέλεσμα να χάνουμε την ουσία. Βρεθήκαμε στη θέση να εγκαταλείψουμε την ιδεολογία, την ηθική, τη θρησκεία μας, μέσα στο μεθύσι της καινούριας αυτής ενασχόλησης, έχοντας άγνοια για τα μονοπάτια που ξεκινήσαμε να περπατήσουμε. Ως συνέπεια αυτού το να υπερβάλουμε ασχολούμενοι με internet, τηλεόραση και διαφόρων ειδών ηλεκτρονικά, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την πλήρη αποχαύνωσή μας.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε κάτι που έγραψε ο φιλόσοφος Friedrich Nietzsche: «Δίνουμε την καρδιά μας, βιαστικά, χάρισμα στο κράτος, στην κερδοσκοπία, την κοινωνικότητα ή την επιστήμη, μόνο για να μην την έχουμε πια. Αφοσιωνόμαστε στην ίδια τη βαριά καθημερινή εργασία με περισσότερο πάθος και αναισθησία, σα να ήταν απαραίτητο για να ζήσουμε. Επειδή περισσότερο απαραίτητο μας φαίνεται το να μη συνέλθουμε».
Καιρός, λοιπόν, να βρούμε τις αξίες μας.
* Ο Μιχαήλ Γ. Ανδρουλιδάκης είναι φωτογράφος/συγγραφέας