Το μαρτυρικό τέλος των μαντατοφόρων του ηγούμενου Μελχισεδέκ – Θύμα της επιπολαιότητας λαφυραγωγών ο ηρωικός στρατηγός Βαλέστρας
Επιφανείς ιστορικοί ερευνητές αναλύοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις με την έκρηξη της επανάστασης του 1821 στο Ρέθυμνο, παραδέχονται τον ρόλο που διαδραμάτισε η ομάδα του Πρέβελη. Από τον Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι μέχρι τον σύγχρονο κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια στις πρώτες εκείνες μάχες, που δυνάμωσαν το φρόνημα του λαού και ανύψωσαν το ηθικό του, βλέπουμε πόσο συνέβαλε η ομάδα αυτή στην εξέλιξη του αγώνα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση εκείνη δεν ήταν μια υπόθεση άμυνας, όπως είχαμε στην εποποιία του 40 και στη Μάχη της Κρήτης. Εκείνη την εποχή έπρεπε να απαγκιστρωθεί το νησί από τα νύχια μιας ισχυρής δύναμης που αιώνες καταδυνάστευε τον τόπο.
«Ψυχή» βέβαια της ομάδας ο περίφημος Μελχισεδέκ που ήταν μια από τις μεγαλύτερες μορφές του αγώνα.
Γεννήθηκε το 1770 και ήταν ο τριτότοκος γιος του Eμμ. Tσουδερού Kαλλέργη. Tο κοσμικό του όνομα ήταν Mιχαήλ. Έγινε μοναχός στη Mονή Πρέβελη πριν το 1800 και πήρε το όνομα Mελχισεδέκ. Tο 1817 έγινε ηγούμενος και τον βαθμό αυτό διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη Mονή Πρέβελη μόνασε για μεγάλο διάστημα και ο αδελφός του Nικόλαος με το όνομα Aνανίας.
O Mελχισεδέκ μυήθηκε στη Φιλική Eταιρία από τους πρώτους και καθώς ήταν εκ φύσεως ένα ανήσυχο φιλελεύθερο πνεύμα, διαισθάνθηκε εγκαίρως τον σημαντικό ρόλο που θα διαδραμάτιζε και άρχισε να αλληλογραφεί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο ανταλλάσσοντας απόψεις για το καίριο ζήτημα της επικείμενης επανάστασης.
Όταν όμως ο Πατριάρχης συνελήφθη και απαγχονίστηκε, οι Τούρκοι βρήκαν στην αλληλογραφία του που κατασχέθηκε και άλλα στοιχεία επιβαρυντικά για τον Hγούμενο Mελχισεδέκ.
Τότε η Υψηλή Πύλη διατάζει τον Iσμαήλ αγά Kουντούρη να τον συλλάβει μαζί με τους καλογήρους της Mονής και να τους απαγχονίσει. Όμως ο Mελχισεδέκ σώθηκε χάρις σε έναν αγαθό Tούρκο με τον οποίο είχε φιλική σχέση, τον Aλή αγα Aτζέμη, ο οποίος μαθαίνοντας τις προθέσεις του Kουντούρη ειδοποίησε τον Hγούμενο να εξαφανιστεί.
Αυτό το μήνυμά όμως έδωσε και την αφορμή στον Mελχισεδέκ, να περάσει στην αντεπίθεση.
Πρώτος σε όλη την Κρήτη ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στον Kουρκουλό, ένα ύψωμα στο Pοδάκινο.
Ήταν μια συγκλονιστική στιγμή, που έφερε σε όλους δάκρια στα μάτια. Συγκινημένος ο Hγούμενος ευλόγησε τη σημαία (ήταν το αντιμνήσιο της Αγίας Τράπεζας αναφέρει ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης), και στέλνοντας μηνύματα σε όλους τους καπεταναίους των Σφακιών αλλά και τους μυημένους όλης της Kρήτης, άρχισε τη δράση του.
Στις 29 Mαΐου 1821 συγκαλείται γενική συνέλευση των Kρητών και αποφασίζεται ο σχηματισμός τριών στρατοπέδων και η επίσημη κήρυξη της επανάστασης σε όλο το νησί.
Το επόμενο διάστημα ο Hγούμενος του Πρέβελη αποδεικνύει τη γενναιότητά του σε πολλές μάχες που γίνονται, με πιο σημαντικές αυτές στον Άγιο Ιωάννη τον Καμένο και στο Σπήλι.
Το όνομα του Tσουδερογούμενου Mελχισεδέκ έγινε θρύλος σε όλο το νησί. Δινόταν με πάθος στον αγώνα αδιαφορώντας για τη ζωή του.
Αν και συμμετείχε σε όλες τις μάχες τα ανώτερα διοικητικά του καθήκοντα τον ανάγκασαν να αφήνει την αρχηγία στον μεγαλύτερο αδελφό του Γεώργιο. Συνέχισε επίσης να επικοινωνεί με τους υπόλοιπους αγωνιστές στην άλλη Ελλάδα και να εξασφαλίζει για τους συμπολεμιστές του τα απαραίτητα πολεμοφόδια που δεν ήταν εύκολο να τα εξασφαλίζουν από λάφυρα των μαχών.
O ίδιος ο Mελχισεδέκ είχε αφιερώσει στον αγώνα πάρα πολλά χρήματα και ασημικά της Mονής.
Έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Πολεμάρχι Kισσάμου. O θάνατός του αντήχησε σαν πένθιμο μοιρολόι σε όλο το νησί αλλά και όπου υπήρχε μετερίζι αγωνιζόμενων Ελλήνων.
Το μαρτυρικό τέλος των μαντατοφόρων
Με αφορμή όμως ένα νέο σημείωμα που εντοπίσαμε στην εφημερίδα ΒΗΜΑ του 1956 με την υπογραφή του Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι, ας γυρίσουμε πίσω το χρόνο κι ας σταματήσουμε στις 24 Μαΐου 1821. Ήταν τότε που με πολλές προσδοκίες πήγαινε ο Αμπαδιώτης Ψαροσμαίλης να συλλάβει το Μελχισεδέκ. Έτσι και τα κατάφερνε τον περίμενε μεγάλη δόξα. Ήταν φυσικό να προκαλέσει το φθόνο των άλλων Τούρκων. Πίστεψαν ότι μετά τον θρίαμβό του στο Πρέβελη θα έχαναν τη δική τους επιρροή κι αλίμονο αν έπεφταν στην οργή της Μεγάλης Πύλης. Αυτές οι ανησυχίες έκαναν έναν από τους πιο σημαντικούς ανταγωνιστές του Ψαροσμαίλη να αναλάβει δράση.
Κι έτσι ειδοποίησε τον Μελχισεδέκ να φυλάγεται. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγόντων έσωσε επομένως τον ηγούμενο και όχι η φιλία του με τον Αλή Ατζέμ.
Αμέσως μόλις ειδοποιήθηκε ο Μελχισεδέκ έστειλε μαντάτο σε διάφορους οπλαρχηγούς. Οι μαντατοφόροι, σύμφωνα πάντα με τον Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι, ήταν τρεις: Ο νέος μοναχός Αγαθάγγελος Παπαβασιλείου (ο μετέπειτα ηγούμενος) ο Ησαΐας Καλογεράκις κι ένα καλογεροπαίδι που δεν έγινε γνωστό το όνομά του.
Σαν τον άνεμο ξεχύθηκαν και οι τρεις και σε μια νύχτα έφεραν σε πέρας την αποστολή τους. Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής ούτε που μπορούσαν να φανταστούν τι θα εύρισκαν, γιατί στο μεταξύ ο Μελχισεδέκ και οι νέοι καλόγεροι είχαν φύγει, οι γέροι καλόγεροι είχαν σφαγεί και το μοναστήρι είχε λεηλατηθεί.
Ευτυχώς μπήκαν απαρατήρητοι στο μοναστήρι, αλλά αντικρίζοντας το θέαμα της απόλυτης καταστροφής προσπάθησαν να διαφύγουν από τον δρόμο που είχαν έρθει. Με τρόμο όμως διαπίστωσαν ότι οι δρόμοι είχαν κλειστεί και δεν είχε μείνει ούτε γιδόστρατο, ούτε πρασιά ελεύθερη.
Στην απελπισία τους σκαρφάλωσαν στο θεόρατο τοίχο του μοναστηριού κι έπεσαν από εκεί με σοβαρό κίνδυνο για την αρτιμέλειά τους. Ο Θεός τους φύλαξε όμως κι έτσι μπόρεσαν να φτάσουν στον Άη Νούφρη και από εκεί στην παραλία Βολακιάς, όπου βρήκαν καταφύγιο να ξεκουραστούν στα απόκρημνα σπηλιάρια της γιαλιάς. Ξυπνώντας διαπίστωσαν ότι ήταν περικυκλωμένοι από τους Τούρκους χωρίς ελπίδα διαφυγής.
Η πείνα τους θέριζε και η δίψα ήταν βασανιστική. Η ταλαιπωρία γονάτισε το κουράγιο τους. Όταν απέτυχε κάθε τους προσπάθεια να διαφύγουν αποφάσισαν να παραμείνουν κι έβαλαν να ψήσουν λίγο από το κρέας που τους είχε δώσει ο οπλαρχηγός Κωστής Τσελεπάκις από τ’ Ακούμια όταν πήγαν να τον ειδοποιήσουν μαζί με τους άλλους όπως είχε προστάξει ο Μελχισεδέκ. Άναψαν υποχρεωτικά φωτιά, αλλά έγιναν γρήγορα αντιληπτοί κι ας ήτανε λίγος ο καπνός. Χωρίς δυσκολία τους εντόπισαν οι Τούρκοι και τους συνέλαβαν. Ο Αγαθάγγελος ρισκάροντας τη ζωή του έκανε στον Ταύκο Ανασυρτή ένα πήδημα θανάτου, που τον έσωσε μεν, αλλά είδε κι έπαθε να βγει όταν πέρασε ο κίνδυνος.
Οι δυο που απέμειναν έζησαν τη φρίκη της κόλασης από τους οργισμένους Τούρκους που ξέσπασαν σ’ αυτούς τη μάνητα που έχασαν μέσα από τα χέρια τους τον Μελχισεδέκ. Τους οδήγησαν στη θέση Κρινέ Παπούρα, δεξιά του Μεγάλου Ποταμού κι αφού τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια τους σούβλισαν ζωντανούς!!! Κι έπειτα κάρφωσαν όρθιες τις σούβλες στο έδαφος με τα κορμιά των μαρτύρων πάνω τους.
Μετά από μέρες έφυγαν οι Τούρκοι και ένα βράδυ γύρισε ο Μελχισεδέκ με τους άλλους. Στο κατεστραμμένο μοναστήρι είδαν από μακριά δυο ανθρώπους να στέκουν στου Κρινέ την Παπούρα. Τους φώναξαν από μακριά αλλά δεν πήραν απόκριση. Και σαν πλησίασαν κοντά είδαν με φρίκη τον Ησαΐα και το καλογεροπαίδι πάνω στις σούβλες. Η σάρκα τους είχε λιώσει και μόνο τα οστά τους κρατούσανε.
Με πόνο ψυχής τους κατέβασαν και τους έθαψαν πλάι στους άλλους που είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι όταν πήγαν να συλλάβουν τον Μελχισεδέκ.
Ο απαγχονισμός του Περδικάρη
Ο κλήρος πέρασε πολλά δεινά με την έκρηξη της Επανάστασης. Ο Σταύρος Κελαϊδής αναφέρεται σε δημοσίευμά του («Βήμα» 2 Οκτωβρίου 1956) στον μάρτυρα επίσκοπο Γεράσιμο Περδικάρη ή Κοντογιαννάκη που γεννήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) της Κρήτης. Το 1796 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ρεθύμνης.
Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 συνελήφθη από τους πρώτους και φυλακίστηκε. Η εικόνα στους δρόμους του Ρεθύμνου, εκείνες τις πρώτες μέρες του μεγάλου ξεσηκωμού προκαλούσε φόβο και τρόμο. Πάνω από 100 Ρεθεμνιώτες κείτονταν σφαγμένοι ανάμεσα στους οποίους οι Χ. Καλλέργης και Ιωάννης Δεληγιώργης από τους προύχοντες του τόπου.
Οι επαναστάτες όμως είχαν πολλές επιτυχίες έχοντας όλη την ύπαιθρο στην κυριαρχία τους. Οι Τούρκοι είχαν αποκλειστεί στα φρούρια και δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν. Από τον συνωστισμό, τις ακαθαρσίες και τις κακομοιριές ήρθε η πανώλη να προξενήσει μεγαλύτερη καταστροφή. Μπροστά στον κίνδυνο της πανδημίας, ο Πασάς πρόσταξε να αραιώσουν με κάθε τίμημα. Κι έτσι αναγκάστηκαν να πάνε ορισμένοι στον Εβλιγιά.
Ο δικοί μας αγωνιστές που δεν μπορούσαν να ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει εξέλαβαν την ομαδική αυτή έξοδο σαν ένδειξη θρασύτητας. Και αποφάσισαν να τους καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα. Αμέσως συγκεντρώθηκαν κοντά 2000 στο χωριό Αγκουσελιανά, κι από εκεί στις 25 Ιουλίου 1823, κατευθύνθηκαν στον Ευλιγιά. Έφθασαν κατά τα μεσάνυχτα και αποδεκάτισαν τους Τούρκους που πέτυχαν στον ύπνο. Η επίθεση αυτή έφερε μεγάλη σύγχυση και προκάλεσε πανικό στους εναπομείναντες Τούρκους που προσπάθησαν να γυρίσουν στο κάστρο να κρυφτούν. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς εκείνοι που ήταν μέσα στο φρούριο θεώρησαν ότι δέχονται επίθεση και άρχισαν να τους σφυροκοπούν χωρίς διάκριση.
Η κατάσταση είχε ξεφύγει για τα καλά από τους πρώην δυνάστες. Ακόμα κι αυτός ο Οσμάν Πασάς φημισμένος για την τόλμη και τη γενναιότητά του γύρευε τρόπο να σωθεί. Και τα κατάφερε. Με το ξημέρωμα οι δικοί μας έβαλαν παντού φωτιές για τον φόβο εξάπλωσης της πανώλης και γύρισαν στην έδρα τους παίρνοντας μαζί τους δυο νεκρούς. Οι Τούρκοι που έμειναν πίσω νεκροί ήταν 200.
Η πανωλεθρία τους αυτή κόρωσε τη φλόγα για εκδίκηση. Και που θα ξεσπούσαν; Στον άμοιρο επίσκοπο που κρατούσαν φυλακισμένο. Εκείνες τις ώρες θυμήθηκαν και μια σύσταση από τους Εβραίους να βάψουν με το αίμα του Επισκόπου τις σημαίες τους για να βγαίνουν πάντα νικητές. Αντί λοιπόν να πάρουν στο κατόπι τους αγωνιστές για να εκδικηθούν, πήγαν στη φυλακή, άρπαξαν τον αρκετά ταλαιπωρημένο ήδη Επίσκοπο και τον κρέμασαν. Άνοιξαν μετά το στήθος του, αφαίρεσαν την καρδιά του και με το αίμα της έβαψαν τις σημαίες τους.
Αυτά και άλλα χειρότερα υπέστη ο κλήρος χωρίς να αναγνωριστεί όπως θα έπρεπε η συμβολή του στους αγώνες.
Ο Σταύρος Κελαϊδής κάνει κι ένα εύστοχο σχολιασμό για τις άδικες επικρίσεις του κλήρου από πλαστογράφους της ιστορίας που ήθελαν τους Ιεράρχες να αποκηρύσσουν την επανάσταση. Τότε γιατί να μη μείνει ούτε ένας από την εκδικητική μανία των Τούρκων;
Φρικτή ήταν η μοίρα και της οικογενείας κάθε αγωνιστή με μεγάλη ηρωική δράση.
Οι Τούρκοι αποδεκάτιζαν ό,τι εύρισκαν για να εκδικηθούν.
Η επανάσταση στην Καλή Συκιά
Από την επανάσταση του 1821 δεν θα μπορούσαν να λείψουν οι γενναίοι κάτοικοι της Καλής Συκιάς. Αναφέρει σε ενδιαφέρουσα ομιλία της η πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου της περιοχής κα Βασιλική Κωστάκη Μπαμιάκη:
«Στους οικισμούς Άνω και Κάτω Καλής Συκιάς έζησαν και έδρασαν επαναστάτες, αγωνιστές στις Κρητικές εξεγέρσεις. Γυναικόπαιδα θυσιάστηκαν για τον αγώνα. Η προφορική παράδοση περιγράφει τους άνδρες με ιδιαίτερο σωματότυπο, διπλοί άντρες. Ανάστημα υψηλό, υπερφυσική μυϊκή δύναμη με προέκταση της σπονδυλικής στήλης σε ουρά και με διπλή οδοντοστοιχία στην κάτω σιαγόνα. Υπάρχουν ζώντες μάρτυρες για την περιγραφή ενός κρανίου που βρέθηκε σε τάφο του νεκροταφείου.
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της καταστροφής του οικισμού Άνω Καλής Συκιάς. Η Επαναστατική δράση, η έλλειψη βασικών ειδών αγαθών, η πείνα ανάγκασαν αρκετούς να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη της Κρήτης (Σοκαρά Κωστάκη, Χρωμοναστήρι, Αγιος Σύλλας Γρυντάκη, Μονιάκη, και σε άλλα μέρη της Ελλάδας). Υπάρχουν σπίτια, λημέρια ντόπιων Καλησυκιανών επαναστατών στον Τσιλίβδικα με τα ονόματά τους (Μανωλιανών, Νικηφόρου, Γοργογιάννη).
Βάσει ιστορικών στοιχείων διεξήχθηκαν συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων επαναστατών και Τούρκων που είχαν βάση τους τα Αγκουσελιανά. στην ευρύτερη περιοχή Άι- Γιάννη Καμένου, και Καλής Συκιάς. Ο Ισμαήλ Αγάς Κουντούρης (Ο Μπαϊρακαγασής), με 600 άνδρες βρίσκεται στην Καλή Συκιά, κατόπιν διαταγής του Μεχμέτ Πασά του Ρεθύμνου. τους Αμπαδιώτες (φυλή ανάμεικτη Αιγυπτίων και εξισλαμισμένων κρητικών, Τουρκοκρητικών που έμεναν στις ρίζες του Ψηλορείτη). Η μάχη έγινε στις 15 Ιουνίου 1821 με την παράδοση πιθανό σημείο έναρξης των συγκρούσεων από του Αντ(ζ)ιμπάλου. Ήταν οι πρώτες μάχες μετά την κήρυξη της Κρητικής επανάστασης στην Παναγία Θυμιανή. Στην μάχη αυτή συμμετείχαν επαναστατικά σώματα ντόπιων. Το επαναστατικό σώμα με επικεφαλής τον Μαυροθοδωρή και τον πατέρα του Εμμανουήλ Ξενάκη από το Μπρόσνερο Απόκορώνου ερχόμενοι προς Ρέθυμνο πληροφορούνται την παρουσία των Τούρκων και έρχονται σε ενίσχυση και με άλλους Ρεθεμνιώτες αρχηγούς. Σκοτώνεται ο Εμμανουήλ Ξενάκης και ο Ισμαήλ Αγάς Κουντούρης (Κ. Παπαδάκης, Χωριά της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου 2010). Υπάρχουν κάποιες αποκλίσεις σχετικά για τη μάχη αυτή κατά τον Ψιλλάκη και Παπαδοπετράκη».
Η τραγική μοίρα του Βαλέστρα
Από τους μεγάλους φιλέλληνες που διακρίθηκαν στην πρώτη περίοδο της επανάστασης και ο Βαλέστρας. Σύμφωνα με τον Σταύρο Κελαϊδή («Κρητική Επιθεώρηση» Μάιος 1952), τον δεύτερο χρόνο της επανάστασης ήρθε στο Ρέθυμνο ο σπουδαίος αυτός φιλέλληνας. Ήταν γιος εμπόρου από τα Χανιά που πήγε στη Γαλλία και εισήχθη στη Σχολή Πολέμου επί Ναπολέοντος του Α. Έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Τα πολιτικά γεγονότα που έζησε στη Γαλλία τον έκαναν να παραιτηθεί από τις τάξεις του στρατού και να έρθει να βοηθήσει την επαναστατημένη Ελλάδα.
Η εμπειρία του βοήθησε πολύ στην οργάνωση του στρατού. Πρώτος αυτός οργάνωσε στρατό στην Καλαμάτα. Γι’ αυτό και ο Δημήτριος Υψηλάντης τον προβίβασε σε χιλίαρχο.
Ο Βαλέστρας ένοιωθε και δήλωνε Κρητικός. Με τους Κρητικούς που βρέθηκαν στην Πελοπόννησο πήρε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς. Μετά από εκεί ήρθε στην Κρήτη.
Έφθασε μήνα Μάρτιο του 1822 και παρουσιάστηκε αμέσως στον Αφεντούλιεφ, που για κακή του τύχη ήταν αρμοστής τότε. Ο Βαλέστρας κάνοντας μια γενική εκτίμηση της κατάστασης από στρατιωτικής πλευράς ικανοποιήθηκε από το ακμαίο ηθικό των ανδρών και σκέφτηκε ότι με αυτούς τους αγωνιστές θα ήταν εύκολο να καταλάβουν το κάστρο της Φορτέτζας κάτι που θα ενίσχυε την αποτελεσματική έκβαση του αγώνα. Ο Αφεντούλιεφ αναγκάστηκε να εγκρίνει το σχέδιο για να μην δημιουργήσει κόντρα με τους άλλους καπετάνιους που σέβονταν ιδιαίτερα τον Βαλεστρα και κάθε του κρίση γινόταν αμέσως αποδεκτή.
Κι έτσι 3.000 άνδρες κατέλαβαν το Πέταλο του Βρύσινα που είχε στο κέντρο τον Κάστελο και αριστερά το Βαρσαμόνερο πάνω και κάτω.
Σύμφωνα με το σχέδιο θα έπρεπε το Κέντρο να προκαλέσει τον εχθρό και μετά υποχωρώντας να τον παρασύρει έξω και να τον θέσει μεταξύ τριών πυρών. Ο Βαλέστρας από το Βαρσαμόνερο που βρισκόταν θα επιτίθετο στην πόλη. Κι ήταν τόσο σίγουρος για την επιτυχία του σχεδίου που άφησε το άλογό του στον Άγιο Κωνσταντίνο για να είναι πιο ευκίνητος. Έδειχνε χαρούμενος και τραγουδώντας εμψύχωνε τους άνδρες του λέγοντάς τους μάλιστα ότι δεν βλέπει την ώρα που θα έμπαινε θριαμβευτής στο κάστρο υψώνοντας το σπαθί του.
Για κακή του όμως τύχη την μέρα που έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιό του οι Τούρκοι βάδισαν στον Κάστελλο για ανίχνευση και λαφυραγώγηση. Οι αγωνιστές τους αντιλήφθηκαν και σκότωσαν 14 από αυτούς. Τα λάφυρα που απεκόμισαν ήταν πολύτιμα, τόσο μάλιστα που άναψε τα αίματα η μοιρασιά. Από τις φωνές και την αναστάτωση πήραν χαμπάρι οι Τούρκοι κι ήταν έτοιμοι να υποδεχτούν τους επιδρομείς. Η ιδέα του αιφνιδιασμού που ήταν ο στόχος του Γάλλου φιλέλληνα είχε αποτύχει. Κι όταν τους επιτέθηκαν την επομένη, εκείνοι βγήκαν από το φρούριο και τους ανέκοψαν τον δρόμο. Παρ’ όλα αυτά ο Βαλέστρας πολέμησε γενναία, αλλά τραυματίστηκε και κινδύνευε να πέσει στα χέρια τους.
Τότε ένας από τους άνδρες του στρατηγού Δεληγιαννάκη ο γιγαντόσωμος Ανδρέας Βούρβαχης έτρεξε, πήρε στους ώμους τον γενναίο Γάλλο και προσπάθησε να τον απομακρύνει. Ο κίνδυνος όμως ήταν μεγάλος να συλληφθούν και οι δυο τους. Οπότε αποφάσισε να κρύψει τον τραυματία σε ένα πυκνό βάτο. Εκεί τον εντόπισαν οι Τούρκοι, του έκοψαν το κεφάλι και τον έφεραν στο Ρέθυμνο ως τρόπαιο. Μαζί με τον Βαλέστρα σκοτώθηκαν και άλλοι 83 αγωνιστές. Αυτά συνέβησαν 12 και 13 Απριλίου 1822.
Ήταν μια από τις περιπτώσεις που σημάδεψαν τον αγώνα δείχνοντας που μπορεί να οδηγήσει η απληστία, η επιπολαιότητα και η φιλαρχία που έθεσαν πολλές φορές σε κίνδυνο τον μεγάλο ξεσηκωμό. Και πέρασαν με μελανά χρώματα σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας.