Κάθε χρόνο, χωρίς εξαίρεση, ήδη από τις πρώτες αναπνοές του Ιούλη, κάτι μεγάλο συντελείται μέσα μου. Κάτι που – όπως λέει και ο ποιητής – σχίζει τη θολή γραμμή των οριζόντων και φέρνει τη γη πιο κοντά στον ουρανό. Τα ίδια και φέτος. Έτρεξα λοιπόν για μια ακόμη φορά μόλις μπήκε ο Ιούλιος και χωρίς δισταγμό επιβιβάστηκα στο Ιστιοφόρο της Φυγής. Ο καπετάνιος με περίμενε. Δυστυχώς για εμένα όμως, οι απόψεις του ήταν εντελώς διαφορετικές.
– Άφησε τις κορώνες Μανόλη (με αποπήρε), και προσγειώσου στην πραγματικότητα. Εδώ ο κόσμος υποφέρει από ακρίβεια κι εσύ ασχολείσαι με την …γοητεία του Ιουλίου;
– Βάζω στοίχημα – είπα δαγκάνοντας ένα λεμόνι – ότι καθώς δαγκάνω αυτό το λεμόνι, τεράστιες ποσότητες ήλιου αποδεσμεύονται από μέσα του. Ο ήλιος αυτός θα αναζωογονήσει τα φυτά κι ένα «φύλλωμα» λέξεων θα μας ντύσει όλους. Κοντολογίς, ναι, αυτό είναι η ποίηση!
– Μα τι λες τώρα; Ποιήματα θα μας απαγγείλεις Μανόλη; Προσγειώσου και κατάλαβε πως ο ήλιος είναι απλά ένας ισχυρός αντιδραστήρας που ακτινοβολεί, ή για να το πω αλλιώς, στέλνει ασύλληπτες ποσότητες φωτονίων, σωματιδίων και κυμάτων με τεράστιες ταχύτητες προς όλες τις κατευθύνσεις, είπε ο καπετάνιος του ιστιοφόρου με αυστηρό ύφος.
Κατάλαβέ το επιτέλους, συνέχισε ο καπετάνιος. Μέσα εδώ, μόνο εγώ κάνω κουμάντο, ούτε ο Καββαδίας μήτε κανένας άλλος. Εγώ επιβάλλω τους όρους του παιχνιδιού. Δεν μπορεί ο καθένας να λέει τα δικά του!
Όμως εγώ, ένας απλός Μανόλης, δυστυχώς διαφωνούσα!
– Όχι δεν συμφωνώ, δεν πρόκειται για ένα απλό φυσικό φαινόμενο, επέμεινα πεισματικά. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη φυσική, με φυσικούς νόμους και μαθηματικούς τύπους. Αυτό το γιγάντιο ουράνιο σώμα που ο άνθρωπος αντικρίζει για χιλιετίες συνεχώς από την πρώτη ύπαρξή του στη γη, αυτός ο ήλιος έχει αποχτήσει πια άλλες σημασίες, συμβολικές, υπερβατικές, συνειρμικές και αυτόνομες.
Καπετάνιε και φίλε μου, αντί να με κοιτάζεις με δυσπιστία, κάνε ένα πείραμα. Διάλεξε ένα οποιοδήποτε πρωινό του Ιούλη, ντύσου «ελληνικά», (δηλαδή μ’ ένα κομπολόι στο χέρι και ξεμπετουριασμένος οπωσδήποτε) και κατέβα στο λιμάνι.
Η ώρα είναι ας πούμε δέκα το πρωί. Μπροστά σου θα ξεδιπλωθεί μια πλημμυρίδα φωτός που καταιονίζεται συνειρμικά πάνω απ’ τη μικρή μας πολιτεία.
Προσήλωσε μετά όλες τις αισθήσεις σου στα σπιτάκια της παλιάς πόλης, στα καΐκια, στις βάρκες που λικνίζονται νωχελικά στα νερά του λιμανιού. Προσηλώσου στα αστραφτερά βότσαλα εκεί στην ακροθαλασσιά και αναφώνησε:
«Α, εσείς οι ευτυχισμένοι ψαράδες, οι ηλιοκαμένοι και οι ανυποψίαστοι, οι ταπεινοί και θεόρατοι, εσείς που ζείτε αυτή την άσπιλη ζωή μπροστά στη γαλανή απεραντοσύνη, μπροστά στην αεικίνητη θάλασσα! Δεν ξέρω τίποτα πιο αληθινό στον κόσμο από εσάς!»
Ο καπετάνιος με κοίταζε έκπληκτος καθώς εγώ, παραδομένος στον κόσμο μου χειρονομούσα. Συνειδητοποίησα πως στεκόμουν όρθιος στην πλώρη και κραύγαζα.
Η αίσθηση πως βρισκόμουν πάνω σε ένα ιστιοφόρο καταμεσής στο Αιγαίο με συνέπαιρνε.
Ο συνοφρυωμένος καπετάνιος δεν με λυγούσε. Τίποτα δεν θα με λυγούσε. Ένας ήλιος από πάνω μου βασανιστικός, συγκεντρωτικός, σχεδόν μεθυσμένος μεσουρανούσε. Σωστός ελληνικός θεός ήταν αυτός ο ήλιος, που εξουσίαζε τους τέσσερις ανέμους, τις τρεις χάριτες και τις εννέα μούσες.
Το ιστιοφόρο συνεχίζει να σχίζει τη θάλασσα. Όλα λικνίζονται ανάμεσα στ’ αφρισμένα κύματα, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ένα γλαρόνι μας ακολουθεί και μας γνέφει. Μαλλιά και πουκάμισα ανεμίζουν ελεύθερα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ένας άνθρωπος άλλος, ένας θαλασσοπόρος που ψάχνει τη Νέα Γη του με απελπισία. Είμαι (όπως ακριβώς κι εσείς) ένας Οδυσσέας που γυρεύει την Ιθάκη του.
Ο ήλιος συνεχίζει ακούραστος να σαρώνει τα καταστρώματα.
– Μη φοβηθείς, μη μετανιώνεις, μη γυρίζεις πίσω. Όρτσα τα πανιά! Ακούσθηκε η φωνή του καπετάνιου που στα μάτια μου δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Είχε γίνει τώρα ένας αλλοπαρμένος Ποσειδώνας, ένας Νεφελοσυνάχτης Δίας ή τουλάχιστον ένας Αρχάγγελος.