Από τους επιφανέστερους Ανδρουλιδάκηδες ήταν ο Μίνως Ανδρουλιδάκης.Δημοσιογράφος κι αυτός με λαμπρή καριέρα. Ήταν γιος του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη (1850-1939).
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1890 και από την εφηβική του ηλικία άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τη δημοσιογραφία.
Αμέσως μόλις τελειώνει το γυμνάσιο ξαφνιάζει την πνευματική κοινότητα της πόλης με μια εφημερίδα που ονόμασε «Θάρρος». Ήταν μόλις τέσσερις σελίδες αλλά δεν υστερούσε σε τίποτα από μια επαγγελματική εφημερίδα με παρουσία χρόνων στον χώρο. Δεν έλειπε ούτε το άρθρο με άποψη, ούτε το κυρίως θέμα, μα ούτε και το χρονογράφημα. Ακόμα και σονέτο παρουσίαζε από το πρώτο φύλλο. Κι όλα έδειχναν πως ο Μίνως έχει λαμπρό μέλλον.
Φαίνεται πως και ο ίδιος πίστευε πολύ στον εαυτό του. Έτσι στα 1914, ανεβαίνει στην Αθήνα και τολμά να διεκδικήσει μια θέση σε έναν χώρο τόσο ανταγωνιστικό, όπως αυτός του τύπου. Έτσι τολμηρός, ευφυής, χαριτωμένος και κοινωνικότατος, όπως ήταν, δεν άργησε να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ιδιαίτερα του αναγνωστικού κοινού.
Σε χρόνο ρεκόρ καταφέρνει από απλός ρεπόρτερ, να γίνει πολιτικός συντάκτης στη συνέχεια και να κατακτήσει τέλος και την καρέκλα του αρχισυντάκτη. Ένα στοιχείο που αποδεικνύει την αξία του, είναι, ότι κάθε νέος εκδότης χτυπούσε πρώτα τη δική του πόρτα για συνεργασία. Όλοι οι εκδότες τον ήθελαν επειδή εκτιμούσαν τη δυναμική του πέννα και την άνεσή του να διαχειρίζεται υποδειγματικά κάθε θέμα με τη μεθοδικότητα που τον διέκρινε.
Έχοντας πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων του, τολμά στα 1920 να κυκλοφορήσει, στην Αθήνα πάντα, μια δική του εφημερίδα τον «Ελεύθερο Άνθρωπο». Μέσα σε έξι μήνες η εφημερίδα κατείχε μια δεσπόζουσα θέση στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Κι όπως ήταν φυσικό άρχισαν να πλησιάζουν τον Μίνωα Ανδρουλιδάκη παράγοντες που αναζητούσαν πληρωμένες πένες για να εξασφαλίσουν κομματικά και οικονομικά συμφέροντα. Όπως ήταν αναμενόμενο ο νεαρός εκδότης τους έδειχνε με παρρησία την πόρτα αρνούμενος να υποκύψει σε συναλλαγές ύποπτες, όσο κι αν θα του στοίχιζε αυτό. Έτσι σύντομα αναγκάστηκε να την κλείσει αλλά τουλάχιστον είχε διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, τιμώντας και το λειτούργημα που επιτελούσε. Γιατί έτσι έβλεπε τη δημοσιογραφία. Το 1928 ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Φωνή της Κρήτης» που κυκλοφορούσε στην Αθήνα.
Δεν είχε όμως μόνο εξαιρετική δημοσιογραφική πέννα, αλλά και λογοτεχνική. Μια σειρά από πεζοτράγουδα που κυκλοφόρησε τα 1924, γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και γίνονται αφορμή να τον καλέσει στον κύκλο της ο πνευματικός κόσμος του Ελληνικού Παρνασσού.
Συνέντευξη με Μητροπολίτη για την έκλυση ηθών
Ένα δείγμα της τόλμης του και του δυναμισμού του στην προσέγγιση κοινωνικών προβλημάτων έχουμε από την παρακάτω συνέντευξη, που είχε πάρει από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών, Χρυσόστομο με το βασικό ερώτημα «Υπάρχει έκλυση ηθών στην Αθήνα;» Ήταν στα 1925 όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή παρατηρείται μια ιδιαίτερη έκλυση των ηθών στην ελληνική πρωτεύουσα. Είχε πλέον λάβει τέλος ο συντηρητισμός των προηγούμενων δεκαετιών και η πόλη άρχισε να βιώνει τον τρόπο ζωής της Belle Époque.
Η συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» και προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη είναι η παρακάτω:
«Ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Αθηνών του οποίου εζητήσαμεν την γνώμην επί του θέματος, το οποίον εξετάζομεν μας είπε τα εξής:
-Παραδέχομαι ότι υπάρχει έκλυσις ηθών εις τας Αθήνας. Ημείς μάλιστα δεν επεριμέναμεν την αρθρογραφίαν του Τύπου, του οποίου βεβαίως η συμβολή είνε πολυτιμοτάτη, όπως κινηθώμεν. Από μακρού παρατηρήσαντες την έκλυσιν εξητάσαμεν τα αίτια αυτής και ανεφέρθημεν όπου δεί. Προς περιφρούρησιν δε της νεολαίας υπερ της οποίας ήχθημεν και εις άλλας αποφάσεις (ίδρυσιν σχολείων κλπ) προσεπαθήσαμεν όπως καταπολεμήσωμεν τα αίτια της ηθικής νόσου της συγχρόνου κοινωνίας.
– Και ποία είνε τα αίτια Μακαριώτατε;
– Η μεταπολεμική περίοδος βρίθει αιτιών οδηγούντων εις την έκλυσιν. Πολλήν σπουδαιότητα αποδίδομεν ημείς εις την επικρατήσασαν άκρατον ορμήν προς την πολυτέλειαν και προς την σπατάλην. Είνε γεγονός αναντίρρητον, επιμαρτυρούμενον εκ των πραγμάτων, ότι η Ελληνική κοινωνία σήμερον κατέχεται υπό πρωτοφανούς μανίας προς ασωτείαν και σπατάλην. Αι πρόσφατοι μεγάλαι εθνικαί μας απώλειαι εις ανθρώπους, εις μέρη ολόκληρα και εις χρήμα αντί να εμβάλουν εις τους έλληνας πολίτας το πνεύμα της περισυλλογής θα ενόμιζε τις ότι συνετέλεσαν εις την δημιουργίαν της ολονέν επιτεινομένης φρενίτιδος και της αλογίστου δαπάνης, σκοπόν μοναδικόν εχούσης την ματαίαν επίδειξιν και την ηδονιστικήν απόλαυσιν των αγαθών της γης.
Ενώ εις όλα τα Κράτη η μεταπολεμική περίοδος είνε περίοδος οικονομίας αυστηράς, εν Ελλάδι παρατηρείται μανιώδης τάσις προς κατασώτευσιν και κατασπατάλησιν του χρήματος εις μηδαμινά και ανάξια ανθρώπων σοβαρώς εκτιμώντων την αηθή έννοιαν της ζωής και της πραγματικής χαράς και ευτυχίας. Και ούτω το χρήμα ούτινος τόσην ανάγκην έχει η Πατρίς μας, φυγαδεύεται προς τα έξω δια την αγοράν ειδών πολυτελείας. 145 χιλιάδες λιρών δι’ υφάσματα μεταξωτά και 18 χιλιάδες λίρες δι’ αρώματα και άλλα παρόμοια διαφεύγουν κατ’ έτος εις το εξωτερικόν.
Η τοιαύτη σπατάλη γίνεται αιτία πολλών κακών τα οποία ασχημίζουν την ζωήν. Αποτελεί έγκλημα όταν σκέπτεται τις πως συλλέγονται τα σπαταλώμενα αυτά χρήματα και ότι υπάρχουν χιλιαδες πεινώντων εις τον τόπον μας! Η δαπάνη χρημάτων εις αντικείμενα πολυτελείας αποτελεί περιφρόνησιν και αστοργίαν εγκληματικήν κατά της Πατρίδος, την οποίαν εδιδάχθημεν να θεωρώμεν μητρός τε και πατρός τιμιωτέραν και αγιωτέραν.
Και να σκέπτεται τις ότι άλλοι λαοί απεφάσισαν μόνοι των χάριν της οικονομικής ανορθώσεώς των να μην ενδύωνται με μεταξωτά και να μποϋκοτάρουν κάθε είδος πολυτελείας!…
Αλλά, μαζί με το Κράτος το οποίον τελευταίως ανέλαβε τον αγώνα αυτόν πρέπει και αυθορμήτως ο Λαός να θέση τέρμα εις την ανόητον αυτήν σπατάλην. Πρέπει να γίνωμεν σοβαρώτεροι και σωφρονέστεροι. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην στολισμού δια την εξωτερικήν του εμφάνισιν. Η ψυχή μας έχει ανάγκην τοιούτου. Αυτή πρέπει να εξευγενισθή και να αρωματισθή δια της αρετής. Αι γυναίκες ας ακούσουν τους λόγους μου διότι εις αυτάς οφείλεται η αλόγιστοε σπατάλη.
-Άλλα αίτια, εσυνέχισεν ο Μακ. Επίσκοπος είνε τα άσεμνα θεάματα τα προσφερόμενα εις τον λαόν από θεάτρων και κινηματογράφων. Τοιαύτα έργα πληροφορούμαι ότι τακτικά παριστάνονται. Και όμως, χωρίς να είμαι υπέρ του περιορισμού της ελευθερίας καθενός, δεν βλέπω τον λόγον δια τον οποίον το Κράτος να επιτρέπη την απεικόνησιν ή την παράστασιν έργων τα οποία δεν διδάσκουν αλλά διαφθείρουν.
-Νομίζομεν Μακαριώτατε ότι προέβητε εις σχετικά διαβήματα…
-Βεβαιότατα. Ολόκληρον υπόμνημα υπέβαλα εις τον κ. Εισαγγελέα των εν Αθήναις πλημμελειοδικών αφ’ ου πρώτον απετάνθην εις τους εκδότας και συντάκτας διαφόρων ασέμνων έργων και περιοδικών χωρίς να εισακουσθώ. Εξιστόρησα την ολεθρίαν επίδρασιν την οποίαν εξασκεί ο τύπος αυτός επί της καθόλου αγωγής της νεολαίας και κατέδειξα ότι δεν πρόκειται περί της αρθρογραφίας των συντηρητικών ευθυμογραφικών και σατυρικών περιοδικών και βιβλίων τα οποία άλλωστε υπάρχουν εις όλα τα Κράτη εντός των ορίων πάντοτε της ευπρεπείας και της ευλαβείας προς τας κρατούσας αρχάς της Κοιν. Ηθικής.
Ανέπτυξα ότι πρόκειται περί έργων εκτρωματικών, δημιουργημάτων της νοσηράς φαντασίας των καπήλων της ηθικής οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι τον άνθρωπον ως κτήνος, άνευ υψηλού τινός προορισμού, την δε κοινωνίαν άνευ ηθικών βάσεων, συσκοτίζουν το υγιές κοινωνικόν πνεύμα.
Αι νέαι διδασκαλίαι των διαφθορέων τούτων της κοινωνίας, της νεολαίας ιδίως, χαρακτηρίζουν την συντηρητικότητα ως έλλειψιν συγχρονιστικού πνεύματος. Τον δε προς την γυναίκα σεβασμόν ως αναχρονισμόν. Η γυνή κατ’ αυτοίς δεν έχει πλέον προορισμόν μητρός αλλ’ είνε αντικείμενον μόνον σαρκικών απολαύσεων του ανδρός, επομένως δεν υφίστανται δεσμοί οικογενειακοί, συγγενικοί ή κοινωνικοί.
Η κοινωνία είνε σύμφυρμα εκβεβαχευμένων ανδρών και γυναικών ζώντων εν κραιπάλη και ακολασία αι οποίαι κατ’ αυτούς αποτελούν τα μόνα αγαθά της ζωής.
Οι διαφθορείς αυτοί επιδιώκουν να εκμεταλλευθώσι την μεταπολεμικήν αποσυνθετικήν τάσιν της συγχρόνου κοινωνίας αδιαφορούντες δια πάντα κίνδυνον όστις επαπειλεί το μέλλον της ελληνικής φυλής, εις της οποίας τον οργανισμόν ρίπτουσι το δηλητήριον της ανηθικότητος προς τελείαν και ταχίστην αυτής παράλυσιν.
Και η κοινωνία όμως δεν αντέδρασε κατά της τοιαύτης νοσηρότητος. Οι νέοι και αι νεανίδες εντρυφούν ασυστόλως εν μέση οδώ υπό τα βλέμματα του κόσμου ως τα ασελγή εκτυπώματα της νοσηράς αυτής φιλολογίας. Μαθηταί και μαθήτριαι φέρουν και μέχρι των μαθητικών θρανίων τα πνευματοκτόνα και ψυχοφθόρα αυτά εξαμβλώματα. Και είνε τόσον κοινόν το φαινόμενον ώστε να μη τολμά τις να εκδηλώση την αγανάκτησίν του αρπάζων από τα χέρια των νέων τα ανήθικα αυτά βιβλία και σχίζων αυτά.
Ευτυχώς το τμήμα Ηθών του υπουργείου των Εσωτερικών συμβάλλει εις τον αγώνα μας. Επίσης και ιδιώται και σωματεία. Ελπίζομεν δ’ εν τέλει κάτι να κατορθώσωμεν.
– Φρονείτε λοιπόν Μακαριώτατε ότι τα μέτρα ταύτα θα προλάβουν την αποσύνθεσιν της Ελληνικής κοινωνίας;
– Και αυτά. Αλλά προ παντός η εμπέδωσις του χριστιανικού φρονήματος. Η πίστις προς τον Θεόν, η των χριστιανικών διδαγμάτων κατήχησις, αυτά είνε δυνατόν να σώσουν την κοινωνίαν. Αλλ’ ας μη συνεχίσω. Εύχομαι όμως και ελπίζω ότι και εδώ θα συμβή ότι εις όλα τα χριστιανικά Κράτη συμβαίνει. Χάριν της Ελληνικής κοινωνίας, χάριν της Ελλάδος…».
Σ.Σ Δεν έγινε καμιά ορθογραφική ή άλλη παρέμβαση στο κείμενο για να διατηρήσουμε την αυθεντικότητά του.
Δεν ήταν όμως μόνο η έκλυση ηθών που απασχόλησε τον Μίνωα Ανδρουλιδάκη, αλλά τον αναφέρει ο πολυβραβευμένος δημοσιογράφος κ. Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς σε ένα άρθρο του για διατροφικά σκάνδαλα που εντοπίσαμε στην τόσο αξιοπρόσεκτη ιστοσελίδα www.mikros-romios.gr.
Ιδού τι τρώγει ο ταλαίπωρος κοσμάκης
Αναφέρει σχετικά ο κ. Σκιαδάς:
«Ιδού τι τρώγει ο ταλαίπωρος κοσμάκης: Σκωληκόβρωτον τυρόν, σάπιον μπακαλιάρον, γλυκίσματα και σιρόπια εις ωξειδωμένα αγγεία, σκόνην, κατσαρίδας, ποντικούς, μυΐας, διάφορα άλλα έντομα, ευρωτιώντα παντοειδή τρόφιμα, γάλα κυτίων δηλητηριώδες». Με αυτές τις λέξεις σε πρωτοσέλιδο χρονογράφημά του ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης άνοιγε έναν κύκλο συζητήσεων για τα ακατάλληλα τρόφιμα που κατανάλωναν οι Αθηναίοι το 1927. Οι λεπτομέρειες κατατρομοκράτησαν τους Αθηναίους, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να προβληματίζονται για όλα τα είδη διατροφής. «Το σκάνδαλον του πικρού άρτου» ανέφερε δίστηλο δημοσίευμα, το οποίο στον τίτλο συμπλήρωνε: «πιτυρούχος άρτος πικρός και μυρίζων σαπίλλαν», «άλευρα από αναμμένον σίτον». Για να αναρωτηθεί τελικά «πταίει η ζύμη;». Καταλόγιζε βεβαίως και τις σχετικές ευθύνες: «Η μεγίστη ευθύνη του υπουργού και της υπηρεσίας». Η δημοσιογραφική έρευνα ήταν ευρηματική, καθώς περιλάμβανε δειγματοληψία και χημικές αναλύσεις, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για την κακή ποιότητα του ψωμιού έφταιγαν τα δύσοσμα άλευρα από τον αναμμένο σίτο.
Ωστόσο, οι εποχές ήταν βολικές στη συγκάλυψη τέτοιων «μικροσκανδάλων». Έτσι, μετά τις ανακρίσεις οι υπεύθυνοι δεν τιμωρήθηκαν. «Η πετρωμένη αυτή ζύμη είναι ακατάλληλος ακόμη και διά τα ζώα» επισήμαινε ο δημοσιογράφος, τονίζοντας ότι κινδύνευε η δημόσια υγεία και πως έπρεπε να ξεσηκωθούν όχι μόνον ο αρμόδιος υπουργός, αλλά η Βουλή και ο τύπος. Η κοινωνία ολόκληρη. Στο στόχαστρο της έρευνας μπήκαν και το δίκτυο διακίνησης τροφίμων (μεταπράτες, έμποροι κ.ά.), οι πλανόδιοι πωλητές, οι ψαράδες, που τριγυρνούσαν με τα πανέρια στο κεφάλι, αλλά και οι «νερουλάδες». Αρκούσε να πάρει κανείς ένα βαρέλι, να το γεμίσει νερό, να το τοποθετήσει σε δίτροχο, για να το πουλάει δήθεν ως νερό καλής πηγής. Εκεί όμως που η δημοσιογραφική έρευνα εντόπιζε το μεγαλύτερο πρόβλημα, ήταν τα συνοικιακά καταστήματα. Σε αυτά «έχει εγκατασταθεί η αισχροκέρδεια συναγωνιζομένη την νοθείαν και ταύτην ο άκρατος μισανθρωπισμός»!
Νομίζω ότι και από τα δυο παραπάνω κείμενα γνωρίσαμε περισσότερο τον δημοσιογράφο Μίνωα Ανδρουλιδάκη.
Η λογοτεχνία τον κερδίζει για μεγάλο διάστημα. Μέσα από τα λογοτεχνήματά του προβάλλει ο τόπος του που λάτρευε και όλες οι λαμπρές σελίδες του. Ιδιαίτερα τα γραπτά του γύρω από την περίοδο της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης διακρίνοντας για το πάθος και στην πίστη του στη Μεγάλη Ιδέα. Ιδιαίτερη απήχηση βρήκαν τα λαογραφικά του κείμενα, που προβάλλουν σημαντικές ενότητες του λαϊκού μας πολιτισμού.
Κάπου στα 1934 εκδίδει την «Ευρώπη» μια εβδομαδιαία φιλολογική έκδοση που άφησε εποχή.
Τα χρόνια της Κατοχής τον βρήκαν να δοκιμάζεται σκληρά, επειδή δεν ήθελε να συμβιβαστεί και να συνεργαστεί με απάτριδες για να εξοικονομήσει οφέλη. Φυτοζωούσε αλλά τον χόρταινε η πίστη του στα ιδανικά που του έδιναν νόημα ύπαρξης. Οι στερήσεις όμως που περνούσε υπόσκαψαν την υγεία του. Σαν γνήσιος Κρητικός όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχιζε να παλεύει.
Με την απελευθέρωση προσπαθεί με τιτάνιο αγώνα και αφάνταστη δύναμη ψυχής να κερδίσει το χαμένο χρόνο της σκλαβιάς και εργάζεται ακατάπαυστα μοιράζοντας το χρόνο του σε εφημερίδες, ραδιόφωνο, συγγραφή βιβλίων και σε σοβαρές φιλολογικές εκδόσεις ανεξάρτητες.
Εργαζόταν 18 ώρες το 24ωρο και μπορούσε να κρατάει παράλληλα στήλη σε δυο και τρεις ημερήσιες εφημερίδες κα περιοδικά.
Από τις εξαιρετικές εκδόσεις του και τα βιβλία «Ιστορίες από την Κρήτη» 1944 και «Στοιχειά και φαντάσματα».
Η θητεία του στη Ελληνική Ραδιοφωνία
Είναι πλέον από τους σημαντικούς δημοσιογράφους και δεν αργεί να τον καλέσει και η ραδιοφωνία Θα την υπηρετήσει με τη συνέπεια που τον χαρακτήριζε από το 1944 μέχρι το 1949 και θα έχει την ευκαιρία να προβάλλει τον τόπο του, με εκπομπές που κέρδισαν αμέσως τους ακροατές του Ε.Ι.Ρ της εποχής.
Οι ταλαιπωρίες που πέρασε όμως και η εξαντλητική δουλειά τον γονάτισαν. Και το 1949 αναγκάζεται να απομακρυνθεί και να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα της υγείας του, με φάρο ελπίδας πάντα κοντά του τη γυναίκα του και την κόρη του Γιολάντα που λάτρευε.
Εκείνη ακολούθησε την πορεία του πατέρα της και μάλιστα με την ίδια επιτυχία.
Ο Μίνως Ανδρουλιδάκης έφυγε για το χώρο της αιώνιας γαλήνης το Μάιο του 1953. Και οι συμπολίτες του απέδωσαν τα εύσημα με σειρά νεκρολογιών στον τοπικό τύπο, από όπου αντλήσαμε στοιχεία και για το παρόν αφιέρωμα.
Πηγές:
Γιώργου Εκκεκάκη «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη».
Εφημερίδα ΒΗΜΑ Ρεθύμνου Μάιος 1954.
Από Κείμενα Ελευθερίου Σκιαδά στον «Μικρό Ρωμηό»
Ιστότοπος: Παλιά Αθήνα