Ο Μίνως Κοτζαμπασάκης γεννήθηκε το 1939 στο χωριό Καλογέρου του Αμαρίου Ρεθύμνου και έζησε εκεί τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Έχει έναν αδερφό ο οποίος είναι γιατρός, ο ίδιος όμως δεν προχώρησε στα γράμματα και πήγε σε ηλικία έντεκα ετών στην πόλη του Ρεθύμνου όπου τελείωσε τρεις τάξεις του γυμνασίου και στη συνέχεια έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού. Άνοιξε μάλιστα σε λίγα χρόνια ένα επιπλοποιείο στο Καμαράκι στο κέντρο της πόλης.
Με το λαγούτο ασχολήθηκε τυχαία όταν ένας χωριανός του που είχε λαγούτο του έδειξε λίγο τα πατήματα. Παρατήρησε λοιπόν ότι ο Μίνως είχε μουσικό αυτί και πολύ εύκολα μπόρεσε να βγάλει σχετικά καλά ένα τραγούδι και του είπε να συνεχίσει.
Ο Μίνως άρχισε να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να μάθει λαγούτο και πήγαινε στου λαγουτιέρη Μάρκου Φουρναράκη ο οποίος διατηρούσε ραφείο και το βράδυ του έδειξε μερικά πράγματα με πρώτο τραγούδι το «Ζωή σαν δε μου χάρισες» που μετά έγινε μεγάλη επιτυχία.
Έτσι σε λίγο καιρό μπορούσε να παίζει κάποια τραγούδια χωρίς ωστόσο να είναι έτοιμος για να βγει σε πάλκο. Όμως σε έξι μήνες ο λυράρης Γιώργος Σκουλουφιανάκης από τους Αποστόλους ήταν καλεσμένος να παίξει στον γάμο του Κοτσίφη από τους Βολιώνες και έψαχνε λαγουτιερη οπότε ρώτησε τον Φουρναράκη αλλά εκείνος δεν ήταν διαθέσιμος και του πρότεινε τον Μίνω ο οποίος αν και είχε αντιρρήσεις θεωρώντας ότι δεν ήταν έτοιμος τελικά δέχτηκε.
Έτσι το πρώτο του γλέντι ήταν σε αυτό τον γάμο και θυμάται ότι το χέρι του πρήστηκε διότι δεν ήταν συνηθισμένος.
Τα καλά σχόλια που άκουσε από τον κόσμο τον έκαναν να συνεχίσει και να μαθαίνει πολλά τραγούδια της εποχής χωρίς να έχει κάποιον δάσκαλο.
Στη συνέχεια τον κάλεσαν στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων όπου έπαιζε με διάφορους λυράρηδες όπως ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης, ο Καλαϊτζάκης (Πήλινος), ο Νίκος Σωπασής και άλλοι ενώ εκεί γνώρισε τον Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό, την ανιψιά του Ασπασία Παπαδάκη, τον Νίκο Ξυλούρη (Ψαρονικο) και άλλους. Παράλληλα στο Ρέθυμνο σε διάφορες εκδηλώσεις ή παρέες έπαιξε με πρωτομάστορες όπως ο Λαγός, ο Καρεκλάς και ο Καραβίτης ο Πλακιανός και ο Μουντάκης.
Το 1959 παρουσιάστηκε στο ΚΕΒΟΠ Χαϊδαρίου να υπηρετήσει την πατρίδα όπου γνώρισε τον Νίκο Βενιανάκη και παίζανε στον ελεύθερο χρόνο τους διασκεδάζοντας τους αξιωματικούς και οπλίτες. Όταν απολύθηκε επέστρεψε στο χωριό του και γνωρίστηκε με τον Σπύρο Σηφογιωργάκη ο οποίος τότε έπαιζε με τον Μάρκο Φουρναράκη και παίξανε μαζί σε γλέντι στο χωριό Όρος Ρεθύμνου με μεγάλη επιτυχία.
Η πρώτη του επαφή με δισκογραφία ήταν με τον Ηρακλειώτη λυράρη Αρχοντή Λιαπάκη και όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος τον άκουσε ο Γαγάνης στο δισκοπωλείο του και φώναξε τον Θανάση Σκορδαλό να ακούσει την εισαγωγή με το λαγούτο ο οποίος ζήτησε να γνωρίσει τον Κοτζαμπασάκη και έτσι άρχισε η συνεργασία τους πράγμα που ανέβασε πολύ τον Αμαριωτη λαγουτιερη και το όνομα του ακούστηκε παντού. Το πρώτο τους γλέντι έγινε στην ταβέρνα του Γαβαλά, στα Μισίρια, και τότε ο Μίνως συνόδευε τον Σκορδαλό σόλο και πάσο. Ήταν δηλαδή η ζυγιά. Με τον Σκορδαλό συνεργάστηκε μερικά χρόνια που του έχουν μείνει αξέχαστα μέχρι που εκείνος πήγε στην Αθήνα και τότε συνεργάστηκε για τρία χρόνια με τον Γεράσιμο Σταματογιαννάκη ενώ στη συνέχεια γνωρίστηκε με τον Νίκο Σωπασή με τον οποίον έπαιξαν σε όλο τον Μυλοπόταμο.
Το 1970 με τον Ροδάμανθο Ανδρουλάκη και τον Μανώλη Κακλή έγραψαν στην PANIVAR του Βαρδουλάκη την πρώτη μεγάλη τους επιτυχία με τίτλο «Θα τηνε κάψω την καρδιά» και ακολούθησαν άλλες επιτυχίες σε έξι δίσκους του Ροδάμανθου – Κακλή. Παράλληλα έγραψε επιτυχίες του Κλάδου με τον Κακλή με κορυφαία το τραγούδι «Κάνε τον πόνο μου χαρά».
Εκείνη την εποχή ανέβηκε στην Αθήνα με τον Ροδάμανθο και τον Κακλή για μια βδομάδα και έμεινε τελικά 33 χρόνια διότι συνεργάστηκε με πολλούς λυράρηδες και έπαιζε κάθε βράδυ εκτός μίας μέρας που είχαν ρεπό.
Στην περιοχή του Ιλίου, επί της Λεωφόρου Θηβών, άνοιξε το δικό του κρητικό κέντρο που τι ονόμασε «Μίνωας» και το διατήρησε για δώδεκα χρόνια στο οποίο έπαιζε ο ίδιος με τον Παντελή Δερμιτζάκη, τον Βασίλη Καρεφυλλάκη και άλλους λυράρηδες.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης, ο Μανώλης Κακλής, ο Λεωνίδας Κλάδος, ο Νίκος Μανιάς, ο Νίκος Σωπασής, ο Μανώλης Μανουράς, ο Κώστας Βερδινάκης, ο Νίκος Σταυρακάκης, ο Μανώλης Καρπουζάκης,ο Κανάκης Κουκλινός, ο Αρχοντής Λιαπάκης, ο Βασίλης Κατσαμάς, ο Κώστας Παπουτσάκης και άλλοι ενώ στο πάλκο έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς που δεν τους θυμάται όλους.
Έχει διδάξει λαγούτο για μια πενταετία στον Φουρφουρά και νιώθει περήφανος όταν βλέπει σήμερα μαθητές του να παίζουν σε γλέντια και να προοδεύουν.
Σήμερα απολαμβάνει τη ζωή δυστυχώς χωρίς την αγαπημένη του σύζυγο που έφυγε πριν λίγα χρόνια αλλά έχοντας δίπλα του τα παιδιά εγγόνια συγγενείς και φίλους. Του εύχομαι να είναι καλά και να ζει ήρεμα στο όμορφο χωριό του μέχρι τα βαθιά γεράματα. Του αφιερώνω μια μαντινάδα με αγάπη…
Με όνομα βασιλικό
Μίνω σ’ έχουν βαφτίσει
κι’ έχεις με το λαγούτο σου
μεγάλο νάμι αφήσει!!!