Απερίγραπτος ο ηρωισμός του λαού μας κάθε ηλικίας
Η επέτειος της Εθνικής Αντίστασης μας δίνει πάλι την αφορμή να ανατρέξουμε σε ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας και να αναφέρουμε μερικά μόνο περιστατικά που δείχνουν και το μεγαλείο ενός λαού που αντιστάθηκε σε μια υπερδύναμη.
Γιατί αν θέλεις πραγματικά να εξαντλήσεις το θέμα χρειάζεσαι τόμους βιβλίων.
Ας περιοριστούμε για σήμερα στα παρακάτω:
Λησμονημένος ήρωας της Αντίστασης ο Γρηγόρης Χρυσός από τα παλικάρια του Πετρακογιώργη.
Οι συναγωνιστές του είχαν να κάνουν με την προθυμία του να αναλαμβάνει τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Τον θαύμαζαν επίσης για την εξαιρετική ευστοχία του. Το όπλο μεγαλουργούσε στα χέρια του. Ίσως γι’ αυτό ήταν ο τελευταίος που το άφησε από τα χέρια του χωρίς όμως και να το παραδώσει ποτέ.
Η επίσημη δράση του φαίνεται και από την έκθεση του Γεωργίου Πετρακογιώργη προς την Στρατιωτική Διοίκηση του Νομού Ηρακλείου (17-2-45), όπου ο αρχηγός αναφέρεται στη δράση ενός εκάστου των συνεργατών του με απόλυτη ακρίβεια.
Για τον Γρηγόρη Χρυσό τον φημισμένο πυροβολητή, αναφέρεται στην μεγάλη αποστολή για διενέργεια σαμποτάζ μεταξύ Αγίας Βαρβάρας και Αυγενικής, όπου οι αντάρτες θριάμβευσαν ανατρέποντας οκτώ συνολικά αυτοκίνητα και σκοτώνοντας 18 Γερμανούς στρατιώτες.
Την ίδια νύκτα επιτέθηκαν σε Γερμανικό φυλάκιο μέσα στο Ζαρό, με αποτέλεσμα ένα νεκρό κι ένα τραυματία.
Ο Γρηγόρης Χρυσός πήρε μέρος και την ίδια νύκτα στη Φανερωμένη στο σαμποτάζ εναντίον της μεγαλύτερης στην Κρήτη βάσης. Σημαντική και η συμμετοχή του στην επιχείρηση που έγινε 14 Αυγούστου 1945 στη Μαδαρή. Ήταν μια από τις σκληρότερες μάχες, όπου μια ομάδα ανταρτών τα έβαλαν με 300 Γερμανούς που χρησιμοποιούσαν πεδινό πυροβολικό.
Η γενναία δασκάλα
Από τις γενναίες της Αντίστασης Ρεθεμνιώτισσες και μια ακόμα γυναίκα που ταπείνωσε τους Γερμανούς. Ήταν μια δασκάλα στο Σπήλι που ακόμα μιλάνε με το κατόρθωμά της και υποκλίνονται στη μνήμη της. Μια γυναίκα που δεν δίστασε να τα βάλει με έναν Γερμανό, που ήταν ο φόβος και το τρόμος στην περιοχή.
Η Ερωφίλη Παπαδάκη γεννήθηκε στο Άνω Μέρος Αμαρίου, το 1909 και ήταν κόρη του Αντώνη Μαυρογιαννάκη και της Ευγενίας Παυλάκη. Η ευφυΐα της και η έφεσή της στα γράμματα έπεισαν τους γονείς της να της επιτρέψουν να σπουδάσει. Εκείνη είχε πάρει κιόλας τις αποφάσεις της. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου. Με το πτυχίο της στην τσέπη ξεκίνησε με όρεξη να διδάσκει. Ένας Σπηλιανός αντάξιός της σε ηθικές αξίες την πρόσεξε και τη ζήτησε σε γάμο. Ήταν ο Γεώργιος Παπαδάκης από τις οικογένειες του Σπηλίου με όνομα και ιστορικές περγαμηνές. Ο ίδιος αξιωματικός χωροφυλακής, ήταν ήρωας του μικρασιατικού μετώπου και είχε τιμηθεί με το χρυσό μετάλλιο ανδρείας. Απόκτησαν τρία παιδιά, την Άννα, την Ευγενία και τον Νικόλαο. Ο πόλεμος βρήκε την Ερωφίλη να υπηρετεί στο Σπήλι, πάντα κοντά στην τοπική κοινωνία. Ακόμα και το μάθημά της ήταν γεμάτο μηνύματα προκειμένου να γαλουχήσει τους μαθητές της στα ιδεώδη της φυλής.
Μια Τρίτη 29 Ιουνίου 1942 κατά τις 10 το πρωί ένα άγημα Γερμανών αστυνομικών με επικεφαλής τον φρικτό εκείνο «Γιαννάκη» και μερικούς στρατιώτες περικύκλωσαν το Σπήλι με σκοπό να πάρουν άνδρες και γυναίκες για αγγαρεία στα έργα που γίνονταν στο Τυμπάκι. Οι Γερμανοί βιάζονταν να τελειώσουν να τελειώσουν το αεροδρόμιο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για την προσγείωση των γερμανικών αεροπλάνων, που θα επιχειρούσαν την κατάληψη ολόκληρης της Αφρικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί ευρίσκονταν τότε στο ζενίθ της δόξας τους έξω από την Αλεξάνδρεια.
Οι Σπηλιανοί αντιλαμβανόμενοι την παρουσία των Γερμανών έσπευσαν όσοι πρόλαβαν να εξαφανιστούν. Η Ερωφίλη, που ήταν μόνη της, προσπαθούσε να βάλει μέσα στο σπίτι τον 2χρονο γιο της Νίκο, φωνάζοντας παράλληλα λόγια καθησυχαστικά στην κόρη της Ευγενία που παρακολουθούσε το θέαμα των Γερμανών κατατρομαγμένη.
Ο Γερμανός αστυνόμος «Γιαννάκης» που «είχε από καιρό στο στομάχι» την αγέρωχη πάντα δασκάλα γιατί σε κάθε ευκαιρία έδειχνε την περιφρόνησή της στον κατακτητή, πήρε αμέσως τον αντιπρόεδρο της κοινότητος Κωνσταντίνο Τζανακάκη και τον αστυνομικό σταθμάρχη του χωρίου και κατευθύνθηκε στο σπίτι της Ερωφίλης κραδαίνοντας απειλητικά ένα ραβδί.
Μόλις βρέθηκε μπροστά της, με την απειλή του ξύλου την διέταξε άγρια να τους ακολουθήσει. Εκείνη ατάραχη αρνήθηκε. Και συνέχιζε να επαναλαμβάνει την άρνησή της ενώ ο Γερμανός «άφριζε» από το κακό του. Ο διαπληκτισμός μεταξύ Ερωφίλης και Γερμανού πήρε εκρηκτικές διαστάσεις και τότε η δασκάλα χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες αρπάζει τον αξιωματικό από τον λαιμό και με το άλλο χέρι του ξηλώνει το «πέταλο» που κρεμόταν από μια μικρή αλυσίδα και το πετάει μακριά. Κι ενώ εκείνος κοιτούσε αποσβολωμένος αρχίζει να τον κτυπά πρώτα με χαστούκια κι έπειτα με το ξύλο που του άρπαξε ρίχνοντάς τον στο έδαφος «Παλιόσκυλο» επαναλάμβανε χωρίς να σταματήσει να τον χτυπά εκσφενδονίζοντας και το κράνος του τρία μέτρα μακριά. Εκείνη την ώρα η ηρωική δασκάλα έπαιρνε την εκδίκησή της για τα όσα περνούσε ο τόπος από τον δυνάστη. Κι έπειτα παίρνοντας τα παιδιά της τράπηκε σε φυγή. Πέρασε το φαράγγι του Σπηλίου και κατορθώνοντας με απίστευτη ψυχραιμία να περάσει χωρίς πρόβλημα τη φρουρά, συνάντησε τον άνδρα της στη θέση Μελισσότι.
Η ζωή της Ερωφίλης μέχρι την απελευθέρωση ήταν μια κόλαση αλλά εκείνη δεν υπέκυψε. Μετά τα βουνά ζήτησε καταφύγιο με την οικογένειά της στο Ρέθυμνο. Αργότερα επέστρεψε στο Σπήλι αλλά όποτε έρχονταν Γερμανοί εκείνη φρόντιζε να εξαφανιστεί. Φρόντιζε μάλιστα να την ειδοποιεί ο κοινοτάρχης κι έτσι δεν κατάφεραν οι ναζί να την εντοπίσουν.
Η Ερωφίλη πέθανε στις 4 Μαρτίου 1995. Μέχρι την τελευταία της στιγμή είχε τη στοργή και την αγάπη των τριών παιδιών της, οκτώ εγγονών και τεσσάρων δισέγγονων.
Προς τιμήν της δόθηκε το όνομά της στο δρομάκι που διαδραματίστηκε το γεγονός. Μένει μόνο να ικανοποιηθεί το αίτημα του εγγονού της Αλεξάνδρου Καλαμαρίδη που προσυπογράφουν και τα παιδιά της για την τοποθέτηση μιας προτομής την οποία και αξίζει με το παραπάνω.
Γιώργης Κατσανεβάκης
Μια περίπτωση πολύ χαρακτηριστική γενναίου παλικαριού, ο Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Ήταν κι αυτό απόγονος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας Σφακίων.
Εδώ θα δανειστούμε στοιχεία από τον Πάρη Κελαϊδή, για να προσθέσουμε με την ευκαιρία, ότι λίγες οικογένειες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, διαθέτουν επίσημα έγγραφα που να βεβαιώνεται η παλαιότητά τους. Οι περισσότερες στηρίζονται σε οικογενειακές παραδόσεις.
Σε αναφορά πάντως Σφακιανών προς Βενετσιάνο διοικητή Κρήτης το 1594, που είχε στο αρχείο του, υπέγραφε μεταξύ άλλων ο «Καπετάν-Κατσανέβας». Αποδεικνύεται με αυτό ότι η συγκεκριμένη Νιμπριώτικη οικογένεια υπήρχε στα Σφακιά, πριν από την παραπάνω χρονολογία.
Παρακλάδι λοιπόν της οικογένειας, για να γυρίσουμε στην αφήγηση Αναγνωστάκη, βρέθηκε και στο Καβούσι κι εκεί αργότερα είδε το πρώτο φως της ζωής και ο Γιώργης.
Μάθαινε για τους αντάρτες και μια φλόγα σιγόκαιγε μέσα του. Και μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε κρυφά από τους γονείς του ένα γερμανικό τουφέκι, με αρκετά πυρομαχικά και έβαλε ρότα για τις Αραβάνες, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που ήξερε ότι θα συναντήσει αντάρτικες ομάδες.
Για κακή του τύχη, άπειρος καθώς ήταν, έπεσε σε γερμανική ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Γερμανοί τον μετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύμνου και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει το κρησφύγετο των ανταρτών, ποιος του έδωσε το όπλο και ποιος άλλος από το χωριό κρύβει στο σπίτι του οπλισμό.
Αν και τόσο μικρός ο Γιώργης Κατσανεβάκης δεν άνοιξε το στόμα του κι ας ήξερε πράγματα που σίγουρα ενδιέφεραν τους βασανιστές του. Υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με θάρρος αξιοθαύμαστο.
Επαναλάμβανε διαρκώς ότι το όπλο το βρήκε μόνος του κι ότι ήθελε να γίνει αντάρτης, για να λευτερώσει την πατρίδα του. Και σαν να μην έφτανε αυτός τους ρωτούσε με τη σειρά του: «Αν και σας η Πατρίδα σας είχε υποδουλωθεί από κάποιο άλλον λαό, το ίδιο δεν θα κάνατε;».
Ακόμα και οι Γερμανοί θαύμασαν το θάρρος, τη λεβεντιά και τη φιλοπατρία του.
Αφού το πήραν απόφαση ότι ο μικρός δεν πρόκειται να λυγίσει τον οδήγησαν στον στρατηγό Αντρέ διοικητή του νησιού. Κι εκεί όμως ο νεαρός Γιώργης κράτησε την ίδια στάση, κερδίζοντας την εκτίμηση του Αντρέ, που περιορίστηκε να διατάξει τη μεταφορά του παιδιού στις φυλακές Χανίων.
Αμέσως μετά διέταξε την προσαγωγή του πατέρα Κατσανεβάκη για ανάκριση με την υπόσχεση ότι δεν θα τον συλλάβει ούτε θα τον φυλακίσει.
Αυτό που δεν γνώριζε ο στρατηγός είναι ότι ο γέρο Κατσανέβας γνώριζε γερμανικά, γιατί είχε βρεθεί αιχμάλωτος σε γερμανικό στρατόπεδο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και σ’ αυτόν ο Αντρέ άρχισε να ρωτάει τα ίδια.
Προέλευση όπλων, πού βρίσκονται οι ανταρτοφωλιές και ποιος στο χωριό αναπτύσσει αντιστασιακή δράση.
«Ναι», του είπε με θάρρος ο πατέρας του Γιώργη. «Υπάρχουν αντάρτες, αμέτρητοι, χιλιάδες πολεμούν με τον τρόπο τους ο καθένας. Αλλά για τα λημέρια τους μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω».
Και βλέποντας τον Γερμανό να τον ακούει άφωνος πρόσθεσε: «Αλλά και σας στρατηγέ, αν αυτό που συμβαίνει σε μένα τώρα, αυτή τη στιγμή συνέβαινε σε σας, στην πατρίδα σας, ερωτώ και να μου πείτε, σαν Γερμανός στρατιώτης, θα αποκαλύπτατε εις τον εχθρόν ότι μυστικό γνωρίζατε»;
Ο Αντρέ κοίταξε με θαυμασμό τον γέροντα θαυμάζοντας την ευθύτητα, την ανδρεία και το θάρρος του. Κάτι ψιθύρισε σ’ ένα στρατιώτη και λίγο αργότερα ο μικρός Γιώργος έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ήταν πια ελεύθερος. Ο γέρο Κατσανεβάκης πήρε τον λεβέντη του με δάκρυα στα μάτια και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Μόλις έφτασαν, οι χωριανοί τους επιφύλαξαν υποδοχή ηρώων και το γεγονός πανηγυρίστηκε από όλους.
Θλιβερή ωστόσο είναι η κατάληξη της ιστορίας μας. Ο Γιώργης μεγάλωσε, πήγε και στρατιώτης και μόλις αφυπηρέτησε, γύρισε στο χωριό για ν’ ασχοληθεί με την πατρική περιουσία. Ποιος το περίμενε όμως ότι αυτός ο μικρός ήρωας που σώθηκε από την εκτέλεση θα έπεφτε θύμα των στοιχείων της φύσης.
Πράγματι ενώ έβοσκε τα πρόβατά του, στη θέση Πύργος, του χωριού Καβούσι σκοτώθηκε από κεραυνό.
Ένας 18χρονος ήρωας
Ο Νίκος Μακρυγιαννάκης γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926. Ήταν ένα από τα παιδιά του Νίκου Μακρυγιαννάκη.
Αναφέρεται και στη λίστα με τα ονόματα των μελών όλων των αντάρτικων ομάδων ορεινών περιοχών Δυτικού Αποκορώνου και Δυτικού Ρεθύμνου. Επίσημα αναφέρεται σαν ενεργό μέλος από 1/1/44 μέχρι 24 Ιουλίου του ίδιου έτους που δολοφονήθηκε από τους ναζί.
Αναφέρεται ότι τελούσε υπό τας διαταγάς του Άγγλου Ταγματάρχου Α. Fielding αξιωματικού της Φορς 133.
Σύμφωνα με άλλη επίσημη έκθεση-αναφορά, τη νύχτα 23-24 Ιουλίου 1944 πυροβολήθηκε από Γερμανικό καταδιωκτικό απόσπασμα στη θέση Σκοτεινή Αποκορώνου γιατί είχε επιτύχει την απελευθέρωση Ρώσου αιχμαλώτου και γιατί συνεργαζόταν με Άγγλους σαμποτέρ.
Όπως αντιλαμβάνεσθε το έλεγε η καρδιά του 18χρονου. Δεν ήταν μικρό πράγμα να ελευθερώσει αιχμάλωτο κάτω από τη μύτη των σκοπών.
Μα δεν ήταν το μοναδικό ανδραγάθημα του ήρωα.
Σύμφωνα πάντα με επίσημο έγγραφο ο Νικόλαος Γεωργίου Μακρυγιαννάκης από την Επισκοπή Ρεθύμνου, πιστός πολεμιστής, εκτός των άλλων υπηρεσιών που πρόσφερε στην οργάνωση δηλητηρίασε το νερό και το ρόφημα ενός Γερμανικού φυλακίου με αποτέλεσμα να εξοντωθούν 12 άνδρες.
Χρήστος Μαράκης
Αναφέρει για τον ήρωα Χρήστο Μαράκη, ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης συγγραφέας – ταχυδρομικός στο βιβλίο του «Η πορεία μιας ζωής»:
«Πριν τον πόλεμο του 1940, υπηρετεί στον Σταθμό Χωροφυλακής του Κρουσώνα Ηρακλείου, ως σταθμάρχης ο Χρήστος Μαράκης – ένα ωραίο ψηλό και γεροδεμένο παλικάρι από τη Δρύμισκο Ρεθύμνης, παλικάρι και καλός πατριώτης. Eίναι γνωστό ότι ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς είχε μαζέψει τα όπλα από την Κρήτη. Στην αποθήκη του σταθμού υπήρχαν 400 όπλα. Όταν έπεσαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτισταί, οι κάτοικοι της περιοχής όσοι ήθελαν να πολεμήσουν ζήτησαν από τον Σταθμάρχη να τους δώσει οπωσδήποτε τα όπλα αλλά τους λέει ότι τα έχει παραλάβει με πρωτόκολλο και δεν μπορεί. Αυτό που μένει λέει στον κόσμο, να κάμετε μία επίθεση ότι δήθεν τα πήρατε με τη βία, όπως και έγινε. Όταν κατάλαβαν οι Γερμανοί την Κρήτη, πληροφορήθηκαν το γεγονός, συνέλαβαν ένα χωροφύλακα και από τα φοβερά βασανιστήρια λύγισε και είπε ότι είναι ο μόνος υπαίτιος ο Χρήστος, συλλαμβάνουν αμέσως τον άτυχο Μαράκη και δεν μπορεί να χωρέσει ανθρώπινος νους τα αφάνταστα μαρτύρια 45 μέρες να μαρτυρήσει σε ποιους έδωσε τα όπλα και τους πολέμησαν, αλλά ο Χρήστος σαν άξιος απόγονος των ηρώων του Αρκαδιού με όλα τα απάνθρωπα και μεσαιωνικά μαρτύρια – τα παλικαρίσια του λόγια ήταν:
– Τα όπλα τα έδωσα εγώ δεν γνωρίζω κανένα αλλά και αν ήξερα προτιμώ τον θάνατο και απαντώ όχι, μόνο εγώ φταίω, ας κλάψει μόνο μια μάνα.
Το τι επακολούθησε από τον δήθεν πολιτισμένο λαό, τον έγδαραν ζωντανό σαν το Δασκαλογιάννη. Προ δυο- τρία χρόνια βρέθηκα στον Κρουσώνα καλεσμένος από ένα φιλιότσο μου – Γεώργιο Κονιδάκη από το Δοξαρό Μυλοποτάμου που παντρευόταν από ‘κει. Βρέθηκα σ’ ένα πλούσιο τραπέζι σ’ ένα σπουδαίο κέντρο νομίζω αετοφωλιά το όνομά του. Γλεντίζαμε όλη νύκτα, εκεί γνώρισα και γίναμε φίλοι με πολλούς κατοίκους που οι περισσότεροι λεβέντες, παλικάρια και φιλόξενοι με ρωτούν:
– Κουμπάρε Ρεθεμνιώτης είσαι;
– Έτσι λέω.
– Γνωρίζεις ένα χωριό Δρύμισκος;
– Πολύ καλά έχω πολλούς φίλους και συγγενείς εκεί, έχω και υπηρετήσει περί τα 10 χρόνια ως αγροτικός Διανομέας της περιοχής.
Με περιέβαλαν με τόση συμπάθεια και με παρακάλεσαν να μη φύγω να πάμε την επομένη στα σπίτια τους να μας φιλοξενήσουν, να γνωριστούμε οικογενειακώς και καλύτερα.
– Για το Ρέθυμνο, μου είπαν, έχομε ατελείωτη συμπάθεια και υποχρέωση γιατί βγάζει τα καλύτερα παλικάρια της Ελλάδας.
Μου διηγήθηκαν την πονεμένη αυτή ιστορία με δακρυσμένα μάτια, αλλά σας ομολογώ εντίμως ότι εγώ και η παρέα μου, δακρύσαμε και πονέσαμε. Το πρωί με πήγαν και μου έδειξαν το μέρος, το καλύτερο της κωμοπόλεως, που θα του στήσουν άγαλμα και κάτι ακόμα, ο αείμνηστος Χρήστος είχε ένα αδελφό Ανθ/στη χωρ/κής, θηρίο άνδρα και καλός άνθρωπος και φίλος, ο χαμός του αδελφού του, τον είχε πενθήσει αφάνταστα, ήταν πολύ αγαπημένα αδέλφια. Η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια στους ανθρώπους. Δυστυχώς, σε μία μάχη στη Σάμο το 1948 από αντάρτες, σκοτώθηκε και ο αδελφός του, αλλά περισσότερο λυπηρό να φονευθείς από ελληνικά βόλια. Κρίμα να χάνονται τέτοια παλικάρια που περισσότερο τώρα από κάθε άλλη φορά τους χρειάζεται η πατρίδα. Ας είναι ελαφρό το χώμα που θα σκεπάζει και η ιερή μνήμη τους σε αιωνία ανάπαυση».