Η ιστορική έρευνα συνεχίζεται για να καλυφθούν κενά και να διορθωθούν ανακρίβειες
Είναι κάποιοι άνθρωποι που συνδέονται άμεσα με τη Μάχη της Κρήτης. Και μόνο η παρουσία τους στις εκδηλώσεις πρόσθεταν κύρος και μεγαλοπρέπεια. Ποιον να πρωτοθυμηθείς; Νίκος Κατσιράκης, Γιάννης Κυριακάκης, Χρήστος Τζιφάκης, Μάρκος Πολιουδάκης Αλκιβιάδης Μαυράκης και αρκετοί άλλοι.
Θυμάμαι τον Αλκιβιάδη Μαυράκη με πόσο πάθος αρθρογραφούσε παραμονές της επετείου. Ιδιαίτερα βέβαια τον απασχολούσε το διήμερο των εκτελέσεων στα Μισσίρια.
Ας θυμηθούμε μια από τις περιγραφές του αυτές, μια και ο Αλκιβιάδης Μαυράκης, αποτελεί πάντα σημαντική, αντικειμενική και ανόθευτη ιστορική πηγή.
Το διήμερο των εκτελέσεων
Στις 23 και 24 Μαΐου 1941, ημέρα Παρασκευή και Σάββατο αντίστοιχα έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στην Άμμο των Μισιρίων.
Πόσοι ακριβώς ήταν οι εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς κανείς δεν το γνωρίζει.
Σημασία, όμως, δεν έχει τόσο ο αριθμός, όσο η βάρβαρη πράξη των απάνθρωπων Ούνων, οι οποίοι δεν σεβάστηκαν διεθνείς νόμους και συμβάσεις περί αιχμαλώτων πολέμου και θέλησαν «δια πυρός και σιδήρου» να κάμψουν την αδάμαστη ψυχή και το ηρωικό φρόνημα του λαού της Κρήτης.
Έτσι στις 23 του Μάη ημέρα Παρασκευή και ώρα 5:30 έως 6 απογευματινή διάλεξαν 35 από τους νεότερους άνδρες που είχαν συλλάβει προ διημέρου και τους οδήγησαν στην παραλία και με το παράγγελμα «αλτ», έβαλαν συγχρόνως ριπές εναντίον τους με ταχυβόλα όπλα και έτσι εκτέλεσαν 32 και τραυμάτισαν ένα που πέθανε αργότερα από το τραύμα του. Τη στιγμή της ομαδικής εκτέλεσης και μάλιστα όταν ρίχνονταν οι χαριστικές βολές, άρχισε το καταιγιστικόν πυρ των όπλων του πυροβολικού ενός τμήματος Αυστραλών στρατιωτών που βρίχνονταν 500 περίπου μέτρα μακρύτερα. Οι Γερμανοί ταράχτηκαν και εγκατέλειψαν τους τουφεκιζόμενους προσωρινά. Έτσι με τη σύγχυση που δημιουργήθηκε διασώθηκαν έρποντες προς την παραλία οι Μανούσος Μανουσάκης, Γιάννης Τερζιδάκης, Δημήτρης Λαδιάς και Γιάννης Λαγός, που είχε πάρει τη χαριστική βολή στο πρόσωπο και πέθανε αργότερα.
Την άλλη μέρα το πρωί πήραν από το καφενείο του Δουλουμπέκη άλλους 16, μεταξύ των οποίων ήταν και ένας ενενηντάρης γέροντας και μάλιστα τυφλός και τους εκτέλεσαν με τον ίδιο τρόπο. Οι εκτελέσεις, δυστυχώς, συνεχίστηκαν. Οδήγησαν και πάλι περίπου τριάντα ένα αιχμαλώτους τους οποίους αφού τους εκτέλεσαν αντί να του θάψουν, τους έριξαν μέσα σε ένα πηγάδι και αφού αυτό γέμισε τους άλλους τους παράχωσαν γύρω από το πηγάδι.
Γράφοντας τον επίλογο των εκτελέσεων, μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι οι Ήρωες έπεσαν και θάφτηκαν χωρίς παπά, χωρίς τρισάγιο, χωρίς κερί, χωρίς λιβάνι, μα όμως στεφανωμένοι με τον αμάραντο της δόξας, στέφανο.
Μετά την απελευθέρωση όλες οι εκδηλώσεις που γίνονταν από την πολιτεία ή όποιους άλλους φορείς, για πολλά χρόνια είχαν ως επίκεντρο τα Περιβόλια και τον τόπο του θυσιαστηρίου στα Μισίρια. Ό,τι είχε σχέση με μνημόσυνα ή άλλες θρησκευτικές τελετές γίνονταν στον Άγιο Γεώργιο Περιβολίων. Ό,τι είχε σχέση με εκδηλώσεις από την πολιτεία ή άλλη φορείς γίνονταν στον χώρο των Μισιρίων.
Εκεί με την παρουσία όλων των Αρχών και της εκκλησίας εκφωνούνταν ο πανηγυρικός της ημέρας, ενώ οι εκπρόσωποι όλων των φορέων υπόσχονταν υποστήριξη και συνεχή συμπαράσταση σε όλα τα θύματα. Στις εκδηλώσεις αυτές της μνήμης, όπως τις έλεγαν, έπαιρναν μέρος όλοι οι τοπικοί φορείς αλλά και σχεδόν το σύνολο του λαού.
Πολλές χιλιάδες αριθμούσε το σύνολο του λαού που προσήρχετο για να τιμήσει τους ήρωες νεκρούς!
Ο δήμος, φυσικά, έκανε τις σχετικές προετοιμασίες ντύνοντας την περιοχή με τα εθνικά χρώματα. Δάφνινες αψίδες ξεκινούσαν κατά αποστάσεις από το Δημοτικό Σχολείο των Περιβολίων μέχρι τα Μισίρια. Κάτω από τις αψίδες υπήρχαν επιγραφές εθνικού περιεχομένου όπως: «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος», «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης» κ.λπ.
Ένοπλα τμήματα στρατού κατά διμοιρίες, με πολεμική εξάρτηση καθώς και τμήματα Χωροφυλακής και Αεροπορίας και κάθε άλλη αρχή απέδιδαν τιμές.
Αντιπροσωπείες από όλα τα σχολεία της πόλης, τα δημοτικά και γυμνάσια, ήταν παρόντα. Στις εκδηλώσεις αυτές, που ποτέ δεν ονομάστηκαν εορτές, ήταν όλοι παρόντες και όλοι συμμετείχαν τιμητικά στις εκδηλώσεις.
Η δικαίωση ενός εθνομάρτυρα
Εκείνος βέβαια που αναβάθμισε τις επετείους σε μεγάλα γεγονότα όπως τους άξιζε ήταν ο Μάρκος Πολιουδάκης που από τον Φεβρουάριο δεν έλειπε από καμιά σύσκεψη προκειμένου να γίνει κάθε φορά και λαμπρότερος ο εορτασμός.

Ο αξέχαστος Μάρκος που δεν καταφέραμε ούτε το όνειρο ζωής του, το Μουσείο της Μάχης της Κρήτης να εκπληρώσουμε άφησε στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο μια καλή παρακαταθήκη αρχειακού υλικού που επέτρεψε τη συνέχιση της έρευνας. Πόσο αναγκαία ήταν η δράση αυτή φάνηκε από την ανάδειξη ενός ακόμα εθνομάρτυρα της Μάχης της Κρήτης που δεν υπήρχε το όνομά του ούτε στο μνημείο.
Καταφέραμε όμως και τον αναδείξαμε αξιοποιώντας απόλυτα αξιόπιστες πηγές. Κι έτσι αποκαταστάθηκε μια αδικία.
Ο λόγος για τον Στυλιανό Παττακό γεννημένο στο Άνω Μέρος το 1887 κι αργότερα κάτοικο Πατσού.
Ο Στυλιανός δεν πρέπει να χάρηκε την ειρηνική ζωή καθώς από την πιο τρυφερή του ηλικία βρέθηκε στα χαρακώματα. Ανήκε κι αυτός στη γενιά των ανδρών που πέρασαν τα καλύτερα χρόνια τους στο μετερίζι του χρέους.
Έζησε όμως μεγάλες συγκινήσεις που τον αποζημίωναν για τις τόσες κακουχίες που περνούσε. Όπως για παράδειγμα ήταν από τους πρώτους που μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη την ελεύθερη πια από τον ζυγό.
Ήταν ένας από τους 11 πατριώτες, που πάτησε πρώτος τα ιερά χώματα που μόλις ανάσαιναν τη λευτεριά. Από την περηφάνια του και τη χαρά του για το γεγονός, ονόμασε τον γιο του Δημήτριο και όχι Μανώλη που ήταν το όνομα του πατέρα του.
Η πατρίδα τον αντάμειψε για την γενναιότητά του συνολικά. Ήταν έφεδρος Ανθυπολοχαγός επ’ ανδραγαθία.
Ευτύχησε να συνδέσει τη ζωή του με την Ανδρονίκη Χαροκόπου από την Παντάνασσα και να αποκτήσουν μια όμορφη οικογένεια.
Μετά τον γάμο του τον βρίσκουμε να εγκαθίσταται στην Πατσό όπου συνέχισε την πορεία του στη στράτα της πρεπιάς και της αρχοντιάς.
Σ’ αυτά τα χρόνια της ειρήνης με τον τίμιο ιδρώτα του ανάσταινε τη φαμελιά του. Κι έδινε ευχή και κατάρα στα παιδιά του να ζουν με αξιοπρέπεια και να υπηρετούν το δίκιο και την αλήθεια με κάθε τίμημα.
Κι ήρθε η μάχη της Κρήτης. Βρήκε και την Πατσό απορφανεμένη από τα νιάτα της που πολεμούσαν στα Αλβανικά βουνά. Έμεναν οι ηλικιωμένοι να πάρουν τη μοίρα της Κρήτης στα χέρια τους.
Από τους πρώτους που έτρεξε να αποκρούσει τον από αέρος επιδρομέα ήταν ο Στυλιανός Παττακός.
Σαν άνεμος βρέθηκε στον λόφο του Αη Γιώργη στα Περιβόλια, αλλά κι όπου προλάβαινε καταφέροντας ισχυρά πλήγματα στον εχθρό. Όπως κι άλλοι στη θέση του δεν είχε όπλα στην αρχή. Απόκτησε οπλισμό με τη γενναιότητά του. Ημίθεος έμοιαζε όταν ριχνόταν στη μάχη χωρίς να υπολογίζει τη ζωή του. Δικαίωνε έτσι και τα πολλά μετάλλια και διπλώματα ανδρείας που είχε πάρει μετά τον τραυματισμό του στην Κρέσνα Τζουμαγιάς. Αντίγραφα που υπάρχουν στο Γ.Ε.Σ. δόθηκαν πρόσφατα στα εγγόνια του. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο Βασιλιάς Γεώργιος όταν το 1937 πέρασε από το Ρέθυμνο εντυπωσιάστηκε βλέποντας τον στην άκρη του δρόμου να τον χαιρετά από τα τόσα μετάλλια στο στήθος του. Σε βαθμό μάλιστα που σταμάτησε την άμαξα να τον ρωτήσει ποιος είναι και που απέκτησε τόσα μετάλλια κι αυτός του απάντησε
– Στους Βαλκανικούς αγώνες στο γνωστό δωρικό του ύφος.
Και φθάνουμε στο αποκορύφωμα της τραγωδίας που χάρισε το φωτοστέφανο του μάρτυρα στον Στυλιανό.
Η θέα των νεαρών χωροφυλάκων που ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου σύρονταν ως πρόβατα επί σφαγή δεν άφησε ασυγκίνητο τον ήρωά μας. Στην προσπάθειά του να τα βοηθήσει μη χάσουν τον δρόμο τους, βρέθηκε ο ίδιος αβοήθητος στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης στον Άγιο Γιώργη. Και δεν άργησε να συλληφθεί από περίπολο λυσσασμένων για εκδίκηση ναζί.
Εκτελέστηκε με άλλους εκεί κοντά στην εκκλησία. Κι εδώ οι γνώμες διχάζονται. Άλλοι ισχυρίζονται ότι έριξαν και τον Στυλιανό, στο καμίνι του Ζαφείρη και τον έκαψαν μαζί με άλλους. Νεκρό ή ζωντανό κανένας δεν ξέρει. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τον έριξαν σε πηγάδι και τον έκαψαν. Το καμίνι πάντως υπάρχει όπως και ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί για εκατόμβη θυμάτων.
Πέρασαν τα χρόνια χωρίς να γίνεται καν αναφορά στον ήρωα. Μέχρι που με τα στοιχεία που μας προσκόμισε ο εγγονός του Πατακοστελής και δικά μας από έγκυρες πηγές αναδείξαμε, πρόσφατα σχετικά, τον άγνωστο αυτό εθνομάρτυρα και αναγράφεται πλέον το όνομά του στο μνημείο.
Η έρευνα πάντως συνεχίζεται γιατί κάποιες ανακρίβειες που διερευνώνται θα πρέπει να αποκατασταθούν.
Η ανάδειξη του Δημήτρη Δροσάκη
‘Έναν ακόμα άγνωστο εθνομάρτυρα της Μάχης της Κρήτης ανέδειξε η ακούραστη έρευνα του Δημήτρη Σκαρτσιλάκη. Ήταν ο Δημήτριος Δροσάκης του οποίου και φωτογραφίες από την εκτέλεση ανακάλυψε και ανέδειξε ο εκλεκτός ιστορικός ερευνητής.

Ο Δημήτρης Δροσάκης από το χωριό Χαμαλεύρι, υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας, πολέμησε (ως πολίτης) με τον υπολοχαγό Ν. Κατσιράκη στη μάχη του Σταυρωμένου.
Σύμφωνα πάντα με τον Δημήτρη Σκαρτσιλάκη, ο άγνωστος μέχρι πρότινος εθνομάρτυρας, βλέποντας μετά τη μάχη το κατεστραμμένο του σπίτι στου Σταυρωμένου, άρπαξε ένα ξύλο κι επιτέθηκε σε αιχμάλωτους Γερμανούς.
Ποιος να φανταζόταν ότι η πράξη του αυτή θα είχε καταγραφεί στο κατάστιχο του γδικιωμού των εισβολέων.
Όταν τέλειωσαν τα γεγονότα αποφάσισε ο Δροσάκης να επιστρέψει στη δουλειά του. Ενώ καθόταν σε καφενείο της οδού Αρκαδίου έγινε αντιληπτός από Γερμανούς που τον συνέλαβαν. Με συνοπτικές διαδικασίες τον οδήγησαν στον τόπο εκτέλεσης.
Μπροστά στο απόσπασμα
Ο ένας από τους διασωθέντες από την εκτέλεση στη Μισσίρια ο Δημήτρης Λαδιάς ήταν ο πεθερός μου. Σε κάθε επέτειο ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. Αυτό που με ενδιέφερε εμένα ήταν η τραυματική του εμπειρία. Είχε κάνει αναφορά σε βιβλίο του ο αείμνηστος Νίκος Κοκονάς, αλλά ζήτησα να ακούσω περισσότερες λεπτομέρειες. Και ο πεθερός μου με καθήλωσε με τη γλαφυρή του περιγραφή: «Μόλις είχα εξασφαλίσει την οικογένεια και γύριζα να δω τι γίνεται στα Περιβόλια που χαλούσε ο κόσμος. Μια στιγμή αντιλαμβάνομαι Γερμανό και ανεβαίνω σ’ ένα δέντρο. Αυτός όμως έδειχνε κουρασμένος. Δεν άργησε να με αντιληφθεί. Βρέθηκα με τους άλλους στην πρώτη φουρνιά που έσερναν στην άμμο για εκτέλεση. Με τις πρώτες ριπές έπεσα κάτω. Έμεινα καταπλακωμένος χωρίς καν να αναπνέω. Έλεγα τόσα και τόσα με βρήκαν. Θυμήθηκα τον εαυτό μου στα Βουρλά που γεννήθηκα. Κι έπειτα βρέθηκα παιδί εφτά χρονών ολομόναχο ανάμεσα σε άλλους πρόσφυγες να αναζητώ τη μάνα μου. Από το Ναύπλιο που βρισκόμουν με φέρανε στο Ρέθυμνο όπου βρήκα τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Είδα μετά τον εαυτό μου στην Αλβανία. Την πρώτη φορά που ήρθαμε σώμα με σώμα με τον εχθρό ποικίλα συναισθήματα με κυρίεψαν. Κι έπειτα τίποτα. Μόνο μανία να μην περάσουν οι Ιταλοί στα χώματά μας.

Με την κατάρρευση του μετώπου βρήκα τυχαία ένα καράβι να γυρίσω. Στάθηκα αρχικά άτυχος. Πέσαμε σε τορπίλη. Πάνω στον κίνδυνο αδιαφορώντας για το ύψος, έδωσα μια και βρέθηκα στη θάλασσα. Τελικά σώθηκα. Κι ήρθα στο Ρέθυμνο. Μα χωρίς να πάρω ανάσα με πρόλαβαν τα γεγονότα. Και τώρα ήμουν καταπλακωμένος αλλά αποφασισμένος να ζήσω. Έπρεπε να ζήσω. Άκουσα βογκητό. Ψιθυριστά συνεννοήθηκα. Ήταν ο Μανουσάκης. Δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Ξαφνικά μυρωδιά βενζίνης με έβαλε σε ταραχή. Οι Γερμανοί είχαν φαίνεται σκοπό να κάψουν τα πτώματα.
Ένα αγγλικό πυροβόλο από τον Άγιο Γιώργη είδε τη φωτιά κι άρχισε να βάλει. Οι Γερμανοί έγιναν λαγοί. Περιμέναμε ακόμα να νυχτώσει καλά. Κι έπειτα έρποντας φθάσαμε στη θάλασσα. Ο δρόμος για την ελευθερία ήταν ανοικτός. Κολυμπώντας φθάσαμε στο Ρέθυμνο. Κρυφτήκαμε μερικές μέρες κι έπειτα ειδοποιήσαμε τους δικούς μας που μας νόμιζαν νεκρούς».
Ο Δημήτρης Λαδιάς, συνέχισε τη ζωή του με την Ελευθερία του και τα παιδιά του. Την Αθηνά και τον Γιώργο. Αργότερα το 1950 απόκτησε τον Παντελή.
Αυτή ήταν και μια αφορμή να με πειράζει.
– Για σκέψου αν με σκότωναν τότε, σήμερα δεν θα ήσουν εδώ νύφη. Είδες τα τυχερά;
Ένας άρχοντας
Ο Γιάννης Τερζιδάκης ένας ακόμα από τους διασωθέντες, ήταν ένας άρχοντας. Διατηρούσε μια επιχείρηση κοντά στον κινηματογράφο «Αύρα». Ψηλός, ευθυτενής, μερακλής μέχρι τα βαθειά του γεράματα, έκανε τις καλύτερες παρέες με τους πρωτομάστορες της κρητικής μουσικής. Έπαιζε και καταπληκτική λύρα. Μου άρεσε η παρέα του, γιατί ήταν ένας πολύ ευχάριστος τύπος. Με το καλαμπούρι πάντα στο στόμα.
Θυμάμαι τον Τερζιδάκη με τον πεθερό μου να καταθέτουν στεφάνι κάθε χρόνο στις τελετές, που γίνονταν στον μνημείο των Μυσσιρίων. Τελευταίος έμεινε ο Τερζής. Αμίλητος ήταν την τελευταία φορά που έκανε το ιερό αυτό καθήκον. Έπειτα έφυγε κι αυτός.
Τον έσωσε τελευταία στιγμή
Μια άλλη περίπτωση αφηγείται ο Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο.
«Τα ξημερώματα της 1ης Ιουνίου μια ισχυρή δύναμη αλεξιπτωτιστών έζωσε το χωριό και συνέλαβε όλους τους άνδρες, τους μάζεψε στο κεντρικό καφενείο και τους έστησε κοιτάζοντας στον τοίχο.
Μια έντονη υπερδιέγερση με είχε κυριεύσει και στριφογύριζα με παραισθήσεις και κακές προαισθήσεις. Μόλις γύρισα στο χωριό ο πατέρας μου ήταν στη γραμμή μαζί με άλλους χωριανούς.
Όταν άκουσα την πρώτη ριπή πολυβόλου αναπήδησα σαν να χτυπούσε εμένα.
Φτάνω στον φρικτό τόπο της εκτέλεση τη στιγμή που οι τελευταίοι Γερμανοί έφευγαν στο στρατάκι προς τη Λούτρα. Σαν έφταξα είδα όλους τους συγγενείς και χωριανούς ένα σωρό πτώματα. Πλησιάζω, τραβώ τα πτώματα και ξεπλακώνω τον βαριά τραυματισμένο με πέντε σφαίρες Ηλία Κισσανδράκη, ο οποίος και τελικά επέζησε. Σώθηκαν ακόμα από την εκτέλεση γιατί δεν πήραν καμιά σφαίρα ο Μανώλης Καλαρής κι ένας στρατιώτης ο Αντωνάκης Εμμ. Από το Ρουμελί.
Οι τραγικές εικόνες μετά τη μάχη δεν είχαν τελειωμό.
Σκυφτός πρόβαλε στο χωριό, τα Ρούστικα, ο Παντελιδάκης ο Γιάννης. Ακολουθούσε το υπομονετικό του υποζύγιο, μα αυτή τη φορά με βήμα προσεκτικό, σαν να κρατούσε στη ράχη του κάτι πολύτιμο. Και μήπως δεν ήταν;
Λείψανο ιερό, στην πλάτη του ζώου ήταν ο Γρηγόρης. Γιος του Παντελιδάκη. Μόλις έμαθε για τη μάχη στα Περιβόλια κι ότι πέφτει από τον ουρανό ύπουλος εχθρός για να σκλαβώσει το νησί, δεν άντεξε. Έβαλε φτερά στα πόδια και πήγε να πολεμήσει. Ήταν από τους πρώτους που τραυματίστηκε βαριά. Μεταφέρθηκε στο Σπήλι αλλά εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Ζήτημα να είχε κλείσει τα 20 χρόνια του. Η καρδιά του όμως χτυπούσε για το νησί του και το χρέος του Κρητικού βάραινε στους ώμους. Ειδοποιήθηκε ο πατέρας και πήγε να τον φέρει ολομόναχος. Ήθελε χρόνο να συζητήσει με τον εαυτό του. Αλλά ούτε λόγος να ζητήσει εξηγήσεις από τον Γρηγόρη όση ώρα όδευαν στο χωριό, μια μακάβρια συντροφιά. Κι ας τον καμάρωνε που γινόταν καλός τεχνίτης και θα ‘ρχόταν ο καιρός να κάνει οικογένεια και να χορέψει τα παιδιά του στα γόνατα. Κι ο ίδιος αν τον εξασφάλιζαν οι δυνάμεις του θα πήγαινε στο πεδίο της τιμής. Η Κρήτη το πρόσταζε. Και ποιος να την παρακούσει. Τιμούσε τον ήρωα γιο του, οδηγώντας τη σορό του στο σπίτι, με αξιοπρέπεια, για τις τελευταίες φροντίδες πριν τον δεχτεί η γη.
Το αφιέρωμά μας στη μάχη της Κρήτης συνεχίζεται.