Η γοητεία που ασκούσε πάντα στην ψυχοσύνθεση (τη δική μου τουλάχιστον) η τοπική ιστορία και ο πολιτισμός, υπήρξε έντονη, αλλά και λυτρωτική ενίοτε. Τα εσωτερικά μου ενδιαφέροντα και οι ανησυχίες, που τα έχανες που τα έβρισκες, σχεδόν πάντα κατέληγαν στην τοπική ιστορία. Να έφταιγε άραγε ο παππούς, με τις ιστορίες από τα παλιά τις οποίες αράδιαζε κάθε βραδάκι κάτω απ’ τ’ άστρα; Να έφταιγε η γιαγιά που μπορούσε να απαγγείλει όλα (μα όλα) τα πάθη της Αρετούσας από στήθους, δεν ξέρω να σας πω ποιος ή τι φταίει. Αυτό που ξέρω είναι ότι μια ακατανίκητη δύναμη με οδηγούσε πάντα προς τα πολυάριθμα βιβλία τοπικής ιστορίας τα οποία ένα πλήθος συμπολιτών κάθε τόσο εξέδιδαν και παρουσίαζαν με δικαιολογημένη υπερηφάνεια, την υπερηφάνεια του ανθρώπου που θεωρεί ότι έχει επιτελέσει το χρέος του προς την ιδιαίτερή του πατρίδα εις το ακέραιο.
Δέσμιος κι εγώ μιας ισχυρής παρόρμησης η οποία πηγάζει από τα έγκατα της ύπαρξης και μεταφέρεται μέσω των προαιώνιων γονιδίων των πατεράδων και των μανάδων μας, από νωρίς άρχισα να προβληματίζομαι, να ερευνώ, να ταξινομώ, να περιγράφω.
Σαν κρητικός αλλά και σαν γιατρός, έσκυψα στην ψυχολογία και στις ιδιαιτερότητες των συμπατριωτών μου και έγραψα το βιβλίο «Το ιατρικό-ερωτικό σύνδρομο στην κρητική μαντινάδα» μέσα στο οποίο αναλύω την εκ παραδόσεως πεποίθηση του Κρητικού να θεωρεί τον έρωτα ενός παλληκαριού με μια κοπελιά ως αρρώστια, για την οποία ψάχνομε διάφορα «βοτάνια» και «γιατρικά», χωρίς αποτέλεσμα βέβαια, και όλο αυτό γεννά ένα πλήθος μαντινάδες από τις οποίες συνέλεξα και παραθέτω στο βιβλίο τις τετρακόσιες αρτιότερες και παλαιότερες.
Εννοείται ότι δεν παρέλειψα να γράψω και ένα μικρό αλλά στιβαρό βιβλίο – έρευνα για το χωριό της καταγωγής μου, το Χουμέρι Μυλοποτάμου, το έδαφος του οποίου απεκάλυψα ότι έκρυβε ένα πλήθος γνήσιων ευρημάτων Μινωικής εποχής.
Με απασχόλησαν επίσης τα προβλήματα των ηλικιωμένων ανθρώπων («Η τρίτη ηλικία μπροστά στην τρίτη χιλιετία» είναι ο τίτλος του σχετικού βιβλίου μου).
Αλλά η πιο σοβαρή και πιο γνωστή συγγραφική μου δραστηριότητα είναι η μελέτη μου για την ιστορία των Καλλέργηδων του Ρεθύμνου και της Κρήτης γενικότερα. Η έρευνα η οποία βέβαια προηγήθηκε της συγγραφής του βιβλίου με αποζημίωσε με το παραπάνω διότι ήταν μια σειρά αποκαλύψεων πέρα από κάθε φαντασία, για μένα. Δημοτικά τραγούδια ριζίτικα, οικόσημα, τοπωνύμια, μαρτυρίες και αποκαλύψεις σημαντικές οι οποίες συνδέονται με τη Ι.Μ. Αρκαδίου μου επεφύλαξαν πολύπλευρη ικανοποίηση.
Η αποδοχή των βιβλίων μου από σημαντικούς ανθρώπους όπως και από απλούς συμπολίτες, με αποζημίωσε επίσης. Είχα τις θετικές κριτικές κάποιων σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος όπως ο αείμνηστος Στυλιανός Αλεξίου ο οποίος με τιμούσε πάντα με τη φιλία του. Μου ζητούσε να συναντηθούμε για απογευματινό καφέ, μόνο και μόνο για να βρει την ευκαιρία να με ρωτήσει για συγκεκριμένες απορίες του πάνω στην Ρεθεμνιώτικη διάλεκτο την οποία πολύ καλά εγώ γνώριζα χάρις σε κάποια συναρπαστικά καλοκαίρια που πέρασα στον Μυλοπόταμο, κάποια αξέχαστα παιδικά μου χρόνια.
Γράφοντας τώρα αυτές τις γραμμές, βρίσκω την ευκαιρία να ευχαριστήσω τους συμπολίτες – αναγνώστες μου για την υποδοχή που επεφύλαξαν στις ιστορικές μου αναζητήσεις, τα βιβλία, τις ομιλίες και τα άρθρα μου, έστω και αν απορούσαν ενίοτε «μα πως εσύ γιατρέ, έξω από τα ιατρικά βρίσκεις χρόνο και ασχολείσαι με τα ιστορικά!».
Η απάντηση είναι απλή: Καθώς ο γιατρός μέσα από τις καθαρά ιατρικές του δραστηριότητες είναι υποχρεωμένος καθημερινά να ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου, καταφεύγει στη συγγραφή, η οποία του εξασφαλίζει την παραμυθία εκείνη και την απαραίτητη γαλήνη που θα τον βοηθήσει τουλάχιστον να κοιμάται ήσυχα τα βράδια!
Αφού εκφράσω τη χαρά μου διότι η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη μου ζήτησε πρόσφατα κάποια βιβλία μου θα κλείσω (όπως το συνηθίζω) με την Καβαφική ρήση:
«Εκεί που έφτασες, λίγο δεν είναι. Τόσα που έκαμες, μεγάλη δόξα»!