Σπάνια βλέπω τηλεόραση. Οι λόγοι έχουν να κάνουν με τη δημοσιογραφία που υπάρχει στην Ελλάδα, η οποία σου πλασάρει ότι θέλει, κατευθύνοντας την κοινή γνώμη όπως και όπου θέλει εκείνη.
Συχνά όμως ψάχνω στο διαδίκτυο προσπαθώντας να βρω ενδιαφέροντα θέματα έγκυρων δημοσιογράφων και ιστοσελίδων, που σέβονται τον αναγνώστη. Ψάχνοντας λοιπόν ανακάλυψα ένα άρθρο από την εφημερίδα New York Times τον Μάρτιο του 1975, τότε που η μεταπολίτευση στη χώρα μας μόλις έκανε τα πρώτα της βήματα, προς τα σκληρά και ανελέητα διεθνή δανειακά μονοπάτια, στα οποία θα μας οδηγούσε αργότερα…
Οι συνειρμοί πολλοί και διάφοροι, αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το διαβάσει κάποιος, γι’ αυτό και το αναπαράγω στην εφημερίδα. Έγραφαν λοιπόν τότε οι New York Times…
«…Για χιλιάδες χρόνια παλαιότεροι πολιτισμοί, όπως αυτοί των Περσών, των Ασσυρίων, των Βαβυλώνιων, έβλεπαν τον άνθρωπο ως ένα απεχθές ον που σέρνονταν μπροστά σε θεότητες και δυνάστες. Οι Έλληνες όμως, πήραν τον άνθρωπο και τον έστησαν στα πόδια του. Τον δίδαξαν να είναι υπερήφανος…
Ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα, έλεγε ο Σοφοκλής, αλλά τίποτα δεν είναι πιο θαυμάσιο από τον άνθρωπο. Οι Έλληνες έπεισαν τον άνθρωπο, όπως ο Περικλής το τοποθέτησε, ότι ήταν δικαιωματικά ο κάτοχος και ο κύριος του εαυτού του και δημιούργησαν νόμους για να περιφρουρήσουν τις προσωπικές του ελευθερίες.
Οι αρχαίοι Έλληνες ενθάρρυναν την περιέργεια που είχε ο άνθρωπος για τον εαυτόν του και για τον κόσμο που τον περιτριγύριζε, διακηρύττοντας μαζί με τον Σωκράτη ότι μια ζωή χωρίς έρευνα δεν αξίζει τον κόπο να τη ζούμε.
Οι Έλληνες πίστευαν στην τελειότητα σε όλα τα πράγματα, γιʼ αυτό μας κληροδότησαν την ομορφιά, που φτάνει από τον Παρθενώνα και τα ελληνικά αγάλματα, τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, την ποίηση του Ησίοδου και του Ομήρου, μέχρι τα ζωγραφισμένα αγγεία ενός απλού νοικοκυριού. Χωρίς τους Έλληνες μπορεί ποτέ να μην είχαμε αντιληφθεί τι είναι αυτοδιοίκηση.
Αλλά, πολύ περισσότερο ακόμα και από την γλώσσα μας, τους νόμους μας, τη λογική μας, τα πρότυπά μας της αλήθειας και της ομορφιάς, χρωστάμε σε αυτούς την βαθιά αίσθηση για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Από τους Έλληνες μάθαμε να φιλοδοξούμε χωρίς περιορισμούς, να είμαστε, όπως είπε ο Αριστοτέλης, αθάνατοι μέχρι εκεί που μας είναι δυνατό…».
Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Προσπαθώ να ανακαλύψω στη χώρα μας που είναι οι διάδοχοι… Που είναι ο Σοφοκλής του 21ου αιώνα, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Ησίοδος και ο Όμηρος. Που είναι ο Περικλής, ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης; Αλλά κυρίως που είναι η αξιοπρέπεια μας σε πολλαπλά θέματα σαν λαός; Ακόμα και οι τελευταίοι των Μοϊκανών του πολιτισμού της χώρας, αποχαιρετούν τα εγκόσμια, έχοντας συμπληρώσει φυσιολογικά και νομοτελειακά τον κύκλο τους, χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα άξιοι αντικαταστάτες τους.
Είναι απόλυτα τραγικό για μια κοινωνία, να φωνάζουν οι φονιάδες ενός παιδιού στη μάνα του «Τώρα που είναι ο γιος σου;» (περίπτωση Φύσσα) και να μην υπάρχει κράτος να πάρει τις αποφάσεις που πρέπει. Όπως τραγικό είναι να πεθαίνουν κάθε μέρα στα νοσοκομεία που υπολειτουργούν συνάνθρωποι μας, επειδή η πολιτεία δεν τους χορηγεί τα αναγκαία φάρμακα. Είναι τραγικό να γίνονται ατυχήματα με δεκάδες νεκρούς όπως στο Μάτι και στα Τέμπη και το κράτος να καθυστερεί να πάρει τις σωστές αποφάσεις, για να μην ξανασυμβούν παρόμοια περιστατικά και να τιμωρήσει τους υπαίτιους. Είναι τραγικό κάθε κυβέρνηση να ξεχνά όσα έλεγε και υποστήριζε όταν ήταν αντιπολίτευση και να πράττει τα εκ διαμέτρου αντίθετα, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, παίρνοντας τις χειρότερες αποφάσεις για τη χώρα και τους πολίτες.
Πολλές φορές νιώθω απογοήτευση με όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, αλλά οι συμπαντικοί νόμοι λένε πως ότι είναι να γίνει, θα γίνει και τίποτα δεν είναι ικανό να το σταματήσει. Έτσι επειδή η ζωή είναι μικρή και πολλές φορές είναι αδύνατον να προλάβουμε τις εξελίξεις, ξέχωρα ότι ο οποιοσδήποτε κοινός πολίτης μεμονωμένα δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά, σκέφτομαι και ονειρεύομαι αυτό που είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης. Σε ερώτηση δημοσιογράφου, «για το πως βλέπει το μέλλον της χώρας μας;» η απάντηση του ήταν: «Θα ‘θελα να κοιμηθώ μια μέρα και να ξυπνήσω σ΄ έναν αιώνα όπου και τα πουλιά ακόμη να κελαηδούν ελληνικά και νικητήρια».