Στον χώρο τού παλαιού αγροτικού ιατρείου, στα Κεραμέ, εκτίθενται δύο εντυπωσιακές πολύχρωμες λιθογραφίες με θέμα η μία την Αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ και η άλλη Τον βομβαρδισμό της Τσικαλαριάς και την Ανάσταση της Κρήτης, του έτους 1897 (βλ. εικ.). Αυτήν την τελευταία ιστορική λιθογραφία θα προσπαθήσουμε να μελετήσουμε με κάθε λεπτομέρεια στη συνέχεια τού άρθρου μας, με αφορμή την επέτειο τού εορτασμού της 100ετηρίδας από την Ένωση της Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα.
Να ξεκαθαρίσουμε πρώτα-πρώτα ότι, παρότι μαρτυρείται βομβαρδισμός και των Τσικαλαριών τού νομού Χανίων, όμως, με κάποια επιφύλαξη, θεωρούμε ότι υπάρχει σύγχυση των λιθογράφων Ε. Λοβέρδου και Γ. Γρύσπου στον τίτλο της παρούσας λιθογραφίας, μιλώντας για «τον βομβαρδισμό της Τσικαλαρίας (-ιάς;)» και θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο στόλος των Προστάτιδων Δυνάμεων που εικονίζεται στη λιθογραφία, κατευθύνει τα πυρά του όχι προς τα Τσικαλαριά- που βρίσκονται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση- αλλά προς το Ακρωτήρι των Χανίων, κατά τον φοβερό κανονιοβολισμό τού «Επαναστατικού Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου», από τον Ιταλό ναύαρχο Φελίκιε Κανεβάρο, τον Φεβρουάριο τού 1897, όπως σημειώνουμε αμέσως παρακάτω, στα σχετικά με το «ιστορικό πλαίσιο» της εν λόγω λιθογραφίας στοιχεία.
Με φόντο, λοιπόν, στο βάθος, τα καράβια των Μεγάλων Δυνάμεων μέσα στον κόλπο της Σούδας και τα φλεγόμενα, σύμφωνα με τη λιθογραφία, Τσικαλαριά, εικονίζεται, στην απέναντι ακριβώς ακτή τού κόλπου της Σούδας, στο Επαναστατικό Στρατόπεδο, προφανώς, του Ακρωτηρίου, η αλυσοδεμένη Κρήτη να ανασταίνεται από την πολύχρονη σκλαβιά της, υποβασταζόμενη από τρεις εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, τη βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας, στη μέση, με το στέμμα στο κεφάλι, και εκατέρωθεν τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο τον Β΄ (αριστερά) και τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φέλιξ Φώρ (δεξιά). Λίγο δεξιότερα βρίσκεται ο λίθος στον οποίο ήταν αλυσοδεμένη, μέχρι τη στιγμή εκείνη, η μαρτυρική Κρήτη. Καλύπτεται από την τουρκική σημαία και ο τέταρτος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων, ο βασιλιάς της Ιταλίας Ουμβέρτος, με κίνηση αποφασιστική βοηθά τον μαρτυρικό λαό της Κρήτης να συντρίψει τα σιδηρά δεσμά που την κρατούσαν μέχρι τώρα καθηλωμένη, στο πρόσωπο ενός Κρητικού με φυσιγγιοθήκες χιαστί στη ράχη. 1. Ένας άλλος Κρητικός δίπλα υψώνει καμαρωτά την ελληνική σημαία. Κομμάτι των σιδηρών δεσμών βρίσκεται ριγμένο πάνω στο έδαφος, μπροστά από την Κρήτη που ανασταίνεται σήμερα μέσα από τους αγώνες και το αίμα των ηρώων της. Αυτήν την ένδοξη ανάσταση ύστερα από την αγωνία τού θανάτου 267 ετών, 7 μηνών και 7 ημερών που κράτησε η αιχμαλωσία της, δηλώνει, προφανώς, και η νεκροκεφαλή στο κάτω δεξιό άκρο της εικόνας.
Αριστερά και κάτω από μεγαλόπρεπη πύλη στέκονται ευθυτενείς ο Πρόεδρος τού Εκτελεστικού Κρήτης Ιωάννης Σφακιανάκης (αριστερά) και ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α΄. Κυκλικά, πάνω στην πύλη, αναγράφονται οι χρονολογίες των κυριότερων Κρητικών επαναστάσεων, 2. και εικονίζονται οι θυρεοί με τις σημαίες των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων, εκατέρωθεν τού κεντρικού θυρεού της Ελλάδας. Χρυσίζουσα, πτεροφόρος Δόξα πετά πάνω από την Κρήτη και ετοιμάζεται να τη στεφανώσει με δάφνινο στεφάνι, κρατώντας ανοιγμένο κυανούν ειλητάριο με τη φράση: «Χαίρε Κρήτης Ελευθερία».
Τέλος, ο Τούρκος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, στην αριστερή γωνία της εικόνας, έντρομος παρακολουθεί τα τεκταινόμενα τη στιγμή αυτήν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, στρέφοντας το βλέμμα αμήχανο προς τα πίσω και έχοντας τα χέρια σταυρωμένα, πράγμα που υποδηλώνει, προφανώς, στάση παντελούς αδυναμίας.
Το θέμα είναι σπάνιο, εξαιρετικά ενδιαφέρον και εντυπωσιακό και εκφράζει γενικότερα το πνεύμα τού τέλους τού 19ου αιώνα, από τον οποίο προέρχεται η συγκεκριμένη λιθογραφία. Κάτω αριστερά, μέσα σε τετράγωνο πλαίσιο με κεφαλαία γράμματα αναγράφεται το όνομα των δημιουργών της λιθογραφίας, καλλιτεχνών της Βασιλικής Αυλής, Ε. Λοβέρδου και Γ. Γρύσπου και ως τόπος δημιουργίας της ο Πειραιάς. 3. Παρόμοια λιθογραφία δημοσιεύεται και στην Ιστορία της Κρήτης τού Θ. Δετοράκη, που προέρχεται από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, αλλά με αρκετές και ουσιαστικές διαφορές από τη δική μας, του Κεραμέ. Απουσιάζουν, για παράδειγμα, σε αυτήν πολύ σημαντικά στοιχεία, όπως ο στόλος των Μ. Δυνάμεων και το φλεγόμενο Επαναστατικό Στρατόπεδο τού Ακρωτηρίου, ο Κρητικός με την ελληνική σημαία, η επιγραφή «Ο βομβαρδισμός της Τσικαλαριάς», καθώς και άλλα μικρότερης σημασίας.
Την 1η Φεβρουαρίου 1897 ελληνικός στρατός με επικεφαλής το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή τού βασιλιά των Ελλήνων, αποβιβάζεται στον όρμο Κολυμπάρι, δυτικά των Χανίων. Εθελοντές και πολεμοφόδια στέλνονται ταυτόχρονα στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και ο Τιμ. Βάσσος με προκήρυξή του καταλαμβάνει το νησί στο όνομα τού βασιλιά, ενώ οι Κρητικοί από τη μια ως την άλλη άκρη τού νησιού μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γενικού ενθουσιασμού κηρύσσουν την ένωση με την Ελλάδα και πολιορκούν τους Τούρκους των επαρχιών, όσους δεν πρόφτασαν να καταφύγουν στις πόλεις.
Στο μεταξύ, οι Ευρωπαίοι είχαν κάμει μικτή κατοχή στις τρεις πολιτείες της Κρήτης, ύψωσαν τις σημαίες τους και ειδοποίησαν τον Τ. Βάσσο πως δεν έχει το δικαίωμα να πλησιάσει τα Χανιά σε ακτίνα έξι χιλιομέτρων από την πόλη. Η επέμβαση των Δυνάμεων γίνεται ύστερα από λίγο ακόμα πιο άμεση· στρατός αποβιβάζεται στα φρούρια και ειδοποιούν την ελληνική κυβέρνηση ότι δε θα επιτρέψουν την απόβαση άλλου ελληνικού στρατού στην Κρήτη, όπως δεν επιτρέπουν ούτε και τουρκικού.
Μια σκηνοθετημένη παραβίαση της γραμμής από τον Τούρκο Ιμπραχήμ, οδήγησε τον Ιταλό ναύαρχο Φ. Κανεβάρο να διατάξει φοβερό κανονιοβολισμό τού «Επαναστατικού Στρατοπέδου τού Ακρωτηρίου», που είχε οργανωθεί στη θέση Φρύδια, από τους Αντ. Σήφακα, Ελ. Βενιζέλο, Ν. Πιστολάκη, Κ. Φούμη, και Γ. Μυλονογιάννη (2 Φεβρουαρίου 1897). 4. Και τότε ήταν που μία ρωσική οβίδα έκοψε τον κοντό απ’ όπου κυμάτιζε η ελληνική πολεμική σημαία, στην κορυφή τού Προφήτη Ηλία, 5. και ο Σπύρος Καγιαλές (ή Καγιαλεδάκης), ένα ηρωικό και ατρόμητο παλικάρι από τη Γραμβούσα, έτρεξε μπροστά στα έκθαμβα μάτια όλων και, αφού άρπαξε από κάτω την ελληνική σημαία, στήθηκε ολόρθος, με τη σημαία στα ορθάνοιχτά του χέρια, πάνω στον βράχο που πριν από λίγο ορθωνόταν ο κοντός. Οι ναύαρχοι Άντρεωφ, Ποττιέ, και Κανεβάρο διέταξαν αμέσως την παύση τού κανονιοβολισμού, ενώ η εικόνα τού ατρόμητου Κρητικού με την ελληνική σημαία που είχε μετατρέψει το σώμα του σε ιστό, στην κορυφή του βράχου, μέσα στον «ορυμαγδό και την κόλαση του πυρός», έκανε αστραπιαία τον γύρο τής Ευρώπης.
Τόσο το τελευταίο γεγονός όσο και το άλλο, του κανονιοβολισμού, δηλαδή, του στρατοπέδου των επαναστατών, δημιούργησαν ζωηρές αντιδράσεις στην Ευρώπη με διαδηλώσεις και δημοσιεύματα υπέρ των Κρητών και κατά των Ευρωπαίων ναυάρχων, που βομβάρδιζαν ανελέητα τους χριστιανούς, για να υποστηρίξουν τους Τούρκους.
Μπροστά σε αυτές τις νέες εξελίξεις οι Μεγάλες Δυνάμεις προτείνουν τη λύση της αυτονομίας (17 Φεβρουαρίου 1897), αλλά οι Κρητικοί και η ελληνική κυβέρνηση την απορρίπτουν κατηγορηματικά, όπως απορρίπτουν και τη λύση της ηγεμονίας. Οι Μ. Δυνάμεις αποκλείουν τα κρητικά παράλια και εμποδίζουν τη μεταφορά τουρκικών και ελληνικών στρατευμάτων και εφοδίων. Παρ’ όλα αυτά, ο αγώνας στην Κρήτη δεν κάμπτεται και συνεχίζεται.
Στις αρχές Απριλίου τού 1897 η Τουρκία κηρύσσει πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το ατυχές αποτέλεσμα τού πολέμου (8 Απρ. – 8 Μαΐου 1897) καταστρέφει και πάλι τις ελπίδες των Κρητικών για την ένωση και αναγκάζει την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου). Το κρητικό όνειρο για την ένωση είχε διαψευστεί για μια ακόμη φορά. Οι ηγέτες της Κρητικής Επανάστασης αναγκάζονται τώρα να δεχτούν τη λύση της αυτονομίας, που πριν από λίγο καιρό την απέρριπταν κατηγορηματικά. Με ψηφίσματα της Συνέλευσης στις Αρχάνες και ύστερα στο Μελιδόνι οι ενωτικοί συντάχθηκαν με τους αυτονομιστές και η απόφαση ήταν ομόφωνη· να δεχτούν, δηλαδή, την αυτονομία που πρότειναν οι Μ. Δυνάμεις, με τον όρο πως τα τουρκικά στρατεύματα θα απομακρύνονταν τελείως από την Κρήτη.
Ζήτημα γεννήθηκε μόνο για τη μορφή τού νέου πολιτεύματος και, κυρίως, για το πρόσωπο τού κυβερνήτη. Επειδή, όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε πρόσωπο κοινής αποδοχής πρότειναν και επέβαλαν ως ύπατο αρμοστή στην Κρήτη τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος, δευτερότοκο γιο τού βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου τού Α’.
Η τελευταία πράξη τού κρητικού δράματος, η μεγάλη σφαγή τού Ηρακλείου (25 Αυγούστου 1898), θύμισε τις σκληρότερες μέρες της τουρκοκρατίας. Όλα έγιναν όταν απόσπασμα τού αγγλικού στρατού προέβαινε στην εγκατάσταση των υπαλλήλων τού Εκτελεστικού στο φορολογικό γραφείο της πόλης, σύμφωνα με την απόφαση των Ναυάρχων. Η Αγγλία αντέδρασε αμέσως δυναμικά. Απαγχονίστηκαν δεκαεφτά σημαίνοντες Τουρκοκρήτες, που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι των βανδαλισμών. Ισχυρή μοίρα τουρκικού στόλου κατέπλευσε στο λιμάνι τού Ηρακλείου και ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να αποχωρήσει από την πόλη, καθώς και από τα άλλα φρούρια της Κρήτης. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη, ενώ ένα μήνα αργότερα (9 Δεκ. 1898) ο ύπατος αρμοστής Γεώργιος αποβιβαζόταν στη Σούδα. Η μακραίωνη περίοδος της δουλείας είχε τελειώσει ουσιαστικά.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω την εντυπωσιακή παρουσία στα χωριά μας διαφόρων παλαιοτύπων και παλιών εικόνων, όπως αυτήν που περιγράψαμε με το παρόν άρθρο μας, αλλά και φορητών εικόνων και τοιχογραφιών εκκλησιών, που, πολλές φορές, η άγνοια ή η αδιαφορία των κατοίκων τα καταδικάζει σε συνεχή και επικίνδυνη φθορά. Καθήκον όλων μας, και προπάντων των Δήμων, είναι, πιστεύουμε, μεταξύ άλλων, και η ανεύρεση και προστασία των πολύτιμων αυτών κειμηλίων τού τόπου μας.
1. Θεοχ. Δετοράκη, Ιστορία τής Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990, πίν. κθ΄.
2. Οι αναγραφόμενες, κατά σειρά, χρονολογίες είναι οι εξής: 1770, 1821, 1833, 1841, 1853, 1866-69, 1878, 1869, 1896-97. Αυτή, φυσικά, η τελευταία μάχη αποτελεί το θέμα τής περίφημης λιθογραφίας που μελετούμε στο παρόν άρθρο μας.
3. Κατά λέξη αναγράφεται: «Λιθογραφία της Βασ. Αυλής Ε. Λοβέρδου – Γ. Γρύσπου – Εν Πειραίει».
4. Θεοχ. Δετοράκη, ό.π., 394-395.
5. Τη σημαία αυτήν, με την «κορώνα» στη μέση, είχε παραδώσει στους Ελευθέριο Βενιζέλο και Χρύσανθο Τσεπετάκη, με σκοπό να ανυψωθεί στο στρατόπεδο τού Ακρωτηρίου, ο ύπαρχος τού θωρηκτού «Ύδρα», Κωνσταντίνος Κανάρης, εγγονός του ένδοξου ναυάρχου της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης τού Εικοσιένα Κων. Κανάρη.