Ο Σκόπας ήταν γέννημα κι αγλάισμα της Πάρου
φιλόκαλος, φιλόπατρις ειδήμων του μαρμάρου,
γλύπτης εκ των επιφανών, τρανών και επιλέκτων,
μέγας της αρχαιότητας, εξέχων αρχιτέκτων.
Θέσεις ψηλές επέλεγε περίοπτες με θέα
κι ανήγειρε λαμπρούς ναούς, προίκισε την Τεγέα
με περιστύλια δωρικά, βωμούς και ανδριάντες,
μνημεία μεγαλόπρεπα που θαύμασαν οι πάντες,
μ’ εκλεπτυσμένη, άφθαστη, σπάνια ευαισθησία,
υπέρτατ’ ικανότητα, λεπτή καλαισθησία.
Χαρακτηριστικός ο τονισμός στο βλέμμα και στο πάθος,
μάτια μεγάλα, φωτεινά, εκφραστικά στο βάθος.
Εις του ναού τ’ αέτωμα παρίστατο η θήρα,
που ‘δειχνε την πολύχρονη, προσωπική του πείρα,
του τέρατος του μυθικού κάπρου Καλλιδωνίου,
έργα μεγάλα, αντάξια της Νίκης Παιωνίου.
Πήγε στην Αλικαρνασσό κι άλλη εμπειρία να ‘χει
κι εκεί εφιλοτέχνησε Έκτορα και Ανδρομάχη.
Εσμίλευσε μ’ άλλους θεούς, την Αθηνά Παλλάδα,
Ο Σκόπας κι ο Αρχίλοχος δόξασαν την Ελλάδα!
Βιβλ. Lubike και Springer: «Ιστορία της Τέχνης».
Μανόλης Ι. Κούνουπας-Καραπατάκης