Του ΜΙΧΑΛΗ Γ.ΒΟΣΚΑΚΗ
Έναυσμα για τη συγγραφή του παρακάτω ποιήματος αποτέλεσαν: α) Πρόσφατο ανακάλεμα στη μνήμη μου, της περιγραφής του αείμνηστου παππού μου Κωστή Κλημαθιανού (Γιαννακόκωστα), από τις Κουρούτες Αμαρίου, που έτυχε να είναι παρών στο περίφημο γλέντι στην προκυμαία του Ρεθύμνου, το καλοκαίρι του 1930, στο οποίο αναγνωρίστηκε καθολικά η καλλιτεχνική αξία του Ρεθεμνιώτη λυράρη Ανδρέα Ροδινού, και β) Η διαχρονική, απεριόριστη εκτίμησή μου για τους Κρητικούς μουσικούς καλλιτέχνες που βαδίζοντας στα χνάρια της αγνής μουσικής παράδοσης, με προσωπικές θυσίες και σκληρή δουλειά, καταλήγουν μια μέρα να κάνουν περήφανους εδικούς και φίλους, μα σε κάποιες περιπτωσεις και ολόκληρη την Κρήτη.
Τη λύρα επρωτόπιασε σαν ήτανε κοπέλι,
την έκαμε να κελαηδεί οσάν το ζιγαρδέλι.
Η λύρα ειναι έρωτας, η λύρα είναι πάθος,
του κατακλύζει τη ζωή, μα δεν υπάρχει λάθος.
Μέρα και νύχτα βρίνεται απάνω απ’ το κατράνι,
τον τέλειο ήχο για να βρει, τα δυνατά ντου βάνει·
και το δοξάρι στσι χορδές πηγαίνει και γιαγέρνει,
και μαγικούς γλυκούς σκοπούς εις την παρέα φέρνει.
Στριφτάλια, γλώσσα, κεφαλή, λαιμό και καβαλάρη,
μάθια, καπάκι και καυκί, χορδές, μουρνιό δοξάρι.
Να μην ξεχάσω την ψυχή, ουσία αθρώπου πείρας,
μα ‘ναι η ψυχή του λυρατζή κι όχι η «ψυχή» τση λύρας.
Λένε πως με καταχανά τράμπα ‘καμε μεγάλη,
τέλειος λυράρης να γενεί μα νιο να τονε πάρει·
κι άλλοι, πως εμαθήτεψεν’ εκειά, στο σταυροδρόμι,
μ’ απ’ το Θεό -ν- το χάρισμα, όχι κακού προνόμι·
Κι απόκειας, πως εκατέβηκε στο «σκοτεινό» φαράγγι,
μα με περίσσα πιμονή κελαϊδισμούς παράγει.
Στη λύρα που προέκταση νιώθει του εαυτού ντου,
ήχους γλυκούς μονομεριά που πλέκει από το νου ντου.
Την κεφαλή στην κεφαλή τση λύρας κολλημένη,
έχει σαν παίζει κοντυλιές και λύτρωση ανημαίνει·
γιατί δεν παίζει μοναχάς πατούλιες να γλεντίζει,
μα και τον πόνο τον κρουφό πού ‘χει να ‘ποκοιμίζει.
Η τύχη του φανέρωσε-ν-τεχνίτη πασαδόρο,
που ‘χει και αηδονιού φωνή, ω το παντέρμο δώρο!
Σ’ αυτή τη μερακλίδικη παρέα του Ρεθέμνου,
άχι και πώς να βρίχνουμουν ανάμεσά ντος Θέ μου!
Μαγάρι να ‘μουνε κι εγώ στου Ρέθεμνους τα μέρη,
στο γλέντι π’ άφηκε εποχή κειονά το Καλοκαίρι·
που ‘τονε δεκοχτώ χρονώ μα ήτονε φτασμένος,
απ’ ούλους ο καλύτερος κι ο πλια κανακεμένος.
Να ‘πινα κόκκινο κρασί εκειά στην προκυμαία,
να χόρευγα να χόρταινα η-την καλή παρέα·
και μέχρι να ροδίσει η αυγή, στου λιμανιού την άκρη,
να γροίκουνε τσι κοντυλιές που είν’ ο μπαξές με τ’ άνθη!