Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί αναμφισβήτητα στην πραγματικότητα, ένα «σταθερό» πυλώνα ανάπτυξης τόσο του νομού Ρεθύμνου, όσο και ολόκληρης της Κρήτης και φυσικά της χώρας γενικότερα.
Αυταπόδεικτο συμπέρασμα της δεκαετούς κρίσης των μνημονίων και της περιόδου της πανδημίας του κορονοϊού.
Οι αριθμοί και συγκεκριμένα η αύξηση του όγκου παραγωγής και της αξίας των σημαντικότερων προϊόντων, καθώς και ανοδική τροχιά στις εξαγωγές, είναι κάποια από τα στοιχεία και τα δεδομένα, τα οποία επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα αυτό.
Αν και ο πρωτογενής τομέας στηρίχθηκε ελάχιστα και δυσανάλογα, συγκριτικά με τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού, εντούτοις κατάφερε να «ορθοποδήσει» και επιπλέον να αναπτυχθεί.
Όμως, από τα τέλη του καλοκαιριού του 2021, με την εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού, κυρίως λόγω της υπερβολικής αύξησης του κόστους της ενέργειας και αντίστοιχα των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία ήταν απόρροια της «βίαιης απολιγνιτοποίησης» και του χρηματιστηρίου της ενέργειας, επήλθε σημαντική αύξηση του μεταφορικού κόστους, στις τιμές των ζωοτροφών, των λιπασμάτων και όλων των γεωργικών εφοδίων. Με αποτέλεσμα σημαντικές αυξητικές διαφοροποιήσεις επίσης, στο κόστος παραγωγής γενικότερα.
Η αγροτική παραγωγή και η κτηνοτροφία ωστόσο βρίσκονται πλέον, στη δυσχερέστερη θέση των τελευταίων ετών.
Πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητό, κυρίως από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ότι το «στοίχημα» και το «εν δυνάμει επίτευγμα» είναι πρωτίστως, η διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας της χώρας και η διατήρηση των αγορών του εξωτερικού, για τα σημαντικότερα προϊόντα μας (ελαιόλαδο, τυροκομικά, κρέας, κηπευτικά, μέλι, κ.α.)
Αγορές, οι οποίες, με μεγάλο κόπο έχουν κατακτηθεί και θα πρέπει να είναι προτεραιότητά μας, η διατήρησή τους.
Όμως, για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους αγρότες και στους κτηνοτρόφους, να συνεχίσουν να παράγουν.
Δηλαδή το αυτονόητο.
Δε δείχνει ωστόσο, η κυβέρνηση, ανεξαρτήτως των εξαγγελιών της, να το έχει αντιληφθεί πλήρως.
Οι ενισχύσεις, που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της αύξησης του κόστους παραγωγής είναι μηδαμινές και αποσπασματικές, σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος.
Επομένως:
Είναι γνωστό, ότι ο Ειδικός φόρος κατανάλωσης του πετρελαίου στην χώρα μας, είναι ένας από τους υψηλότερους της Ευρώπης, με ότι αυτό συνεπάγεται για τα προϊόντα μας και την ανταγωνιστική τους δύναμη. Άμεση θα πρέπει να είναι η επιστροφή του Ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου για όλους τους παραγωγούς και κτηνοτρόφους, για τα προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης.
Θα πρέπει επίσης να στηριχθεί η κτηνοτροφία με «γενναία οικονομική ενίσχυση» ανά ζώο, για αυτούς, που έχουν παραγωγική δυναμική, προκειμένου να σταματήσει η σφαγή, άρα και η δραματική μείωση των «παραγωγικών ζώων» λόγω αδυναμίας συντήρησής τους και για λόγους οικονομικής επιβίωσης. Με τον τρόπο αυτό οδηγούμαστε διαδοχικά σε αδιέξοδο και η μακροχρόνια προσπάθεια για εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεων, μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων πάει χαμένη.
Λαμβάνοντας καταρχήν υπόψη, ως θετική εξέλιξη την εξαγγελία για την εφαρμογή – καταβολή του μεταφορικού ισοδύναμου απευθείας στον παραγωγό, αναγκαία ωστόσο κρίνεται, η κατά πολύ αύξηση του ποσού των 8εκ. ευρώ, που αφορά στην Κρήτη.
Επιπλέον, δεν αρκούν πια πρωτοβουλίες με βραχυπρόθεσμη διάρκεια και χρονικά σύντομης υλοποίησης. Επιτακτική είναι η ανάγκη για έναν σχεδιασμό σε βάθος χρόνου, για την ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα, και ειδικότερα ένα σχεδιασμό, στο πλαίσιο της Νέας ΚΑΠ, με βασική στόχευση τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι παράγουν και όχι απλώς, αυτούς που κατέχουν επιλέξιμες εκτάσεις. Και παράλληλα έχοντας ως προτεραιότητα τη στήριξη των σημαντικότερων εγχώριων προϊόντων.
Με την ιδιότητα του Αντιπεριφερειάρχη Πρωτογενή Τομέα της Περιφέρειας Κρήτης, έχω θέση υπόψη προφορικά και εγγράφως, σε όλους τους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, ξεκινώντας από τον κ. Αποστόλου, πρώτο υπουργό της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι και τον σημερινό κ. Γεωργαντά, ότι το ελαιόλαδο είναι ο «μεγάλος χαμένος» της προγραμματικής περιόδου που τελειώνει, αλλά και της νέας ΚΑΠ 2023 – 2027, η οποία σύντομα οριστικοποιείται.
Συγκεκριμένα, η κατηγοριοποίηση της ελαιοκαλλιέργειας, στις δενδρώδεις καλλιέργειες και για την επόμενη προγραμματική περίοδο, είναι μια προφανής αδικία για το ελαιόλαδο, το σημαντικότερο προϊόν του νησιού μας και της χώρας γενικότερα. Έχοντας υπόψη την απόφαση του υπουργείου να εφαρμοστεί η «εσωτερική σύγκλιση», είναι προφανές ότι και αυτή την περίοδο η μείωση των ενισχύσεων των ελαιοπαραγωγών του νησιού θα αφορά σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Έστω και την τελευταία στιγμή, το ελαιόλαδο θα πρέπει να ενταχθεί σε μία ειδική κατηγορία ενισχύσεων, όπως συμβαίνει με το βαμβάκι. (Ειδική ενίσχυση βάμβακος). Η στήριξη ενός εμβληματικού – για τη χώρα μας – προϊόντος, με υψηλή διατροφική και οικονομική αξία, θα πρέπει να είναι προτεραιότητά μας.
Επίσης, η διασύνδεση του πρωτογενή τομέα με τα ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, με απώτερο στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής, θα πρέπει να είναι βασικός προσανατολισμός της στρατηγική μας, για τον τομέα αυτό. Για πολλά χρόνια, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, η γνώση και η έρευνα έμεναν στο συρτάρι ως «απλά συγγράμματα» και δεν «μετατρέπονταν» σε προστιθέμενη αξία, προς όφελος των τοπικών αγροτικών κοινωνιών.
Είναι καιρός πια να αντιληφθούν, αυτοί που κρατούν στα χέρια τους την τύχη της χώρας μας, ότι ο πρωτογενής τομέας βρίσκεται λίγο πριν την «κατάρρευση». Πρέπει να ληφθούν και να υλοποιηθούν άμεσα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, προκειμένου να μη φτάσουμε στο σημείο, τα αυτονόητα να λογίζονται ως ζητούμενα και μελλοντικά αιτήματα, γιατί τότε ο αποδεκατισμός του πρωτογενή τομέα, θα είναι πια πραγματικότητα.