Ήταν μεγάλη πρόκληση, η πρόσκληση από το ζεύγος Μανόλη Κυδωνάκη και Βάλιας Ρομπογιαννάκη, για καφέ, επιστρέφοντας από τις εκδηλώσεις του Άνω Μέρους.
Χάρηκα που την αποδέχτηκαν πρόθυμα και οι ευγενικοί μου συνοδοί ο ανώτατος αξιωματικός της ΕΛΑΣ εα κ. Βασίλης Αποστολάκης και ο σ. δημόσιος λειτουργός κ. Μανόλης Ζαχαριουδάκης γιατί φλεγόμουν από την επιθυμία να «ανακρίνω» τον κ. Κυδωνάκη.Τα πρόσφατα εγκαίνια μνημείου στις Βρύσες με την ιστορική καμπάνα, μου είχαν προκαλέσει πολλά ερωτηματικά.
Σταθήκαμε πρώτα στο μνημείο όπου θαύμασα την εμπνευσμένη σύνθεση. Αυτό το έργο αποπνέει αγάπη. Το αισθάνεσαι αγγίζοντάς το, ίσως επειδή αποτελεί δωρεά ψυχής ανθρώπων που λατρεύουν τον τόπο τους. Είναι φυσικό λοιπόν να άφησαν το αποτύπωμα των συναισθημάτων τους πάνω στο έργο αυτό τέχνης.
Η καμπάνα όμως αυτή δεν συνδέεται μόνο με το ματωμένο χρονικό της 22 Αυγούστου 1944 όταν η εκκλησία της Παναγίας καταστράφηκε από τα θεμέλια με το ολοκαύτωμα των Βρυσών από τους ναζί.
«Η δική μας καμπάνα έχει τη δική της, μοναδική ιστορία» θα μας πει ο κ. Μανόλης Κυδωνάκης με τον παραστατικό τρόπο που χαρακτηρίζει κάθε του αφήγηση.Και διαπιστώνοντας ότι κυριολεκτικά κρεμόμασταν από τα χείλη του, συνέχισε:
«Κατασκευάστηκε, το έτος 1629, πριν από τετρακόσα χρόνια σχεδόν, επί Ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Το δηλώνει η λατινική επιγραφή που υπάρχει πάνω της, μαζί και με την αφιέρωση που είναι γραμμένη, και αναφέρει ότι είναι έργο – προσφορά του Αγίου Πέτρου της αδελφότητας των Φαδίων. Αυτή είναι η επικρατέστερη μετάφραση και εκδοχή, μετά από έρευνα που κάναμε, απευθυνόμενοι σε Λατινομαθείς φιλολόγους. Οι ψιμυθευτές παραστάσεις που είναι αποτυπωμένες, μαρτυρούν ότι στην εκκλησία της Παναγίας του μικρού μας χωριού, υπήρχε μια, εξαιρετικής τέχνης και ομορφιάς καμπάνα. Όταν επέστρεψαν χωριανοί μετά το ολοκαύτωμα πρόσεξαν στα χαλάσματα της εκκλησίας της Παναγίας, που μισοξεχώριζε η καμπάνα της. Ραϊσμένη, σπασμένη. Αφού μαζεύτηκε από τα χαλάσματα, ξαναχρησιμοποιήθηκε και για κάποια χρόνια έκανε την δουλειά της κανονικά, έστω και με βραχνή φωνή, αφού δεν υπήρχε άλλη. Κάποια μέρα, σκέφτηκαν οι χωριανοί, με καλή πρόθεση βέβαια, να τη στείλουν στα Χανιά για να την επισκευάσουν, και να την καλλωπίσουν. Για καλή της τύχη, βρέθηκε στο σημείο επιβίβασης, ο αείμνηστος καθηγητής φιλολογίας Ιωάννης Δρανδάκης, γαμπρός του μακαρίτη του δασκάλου του Γενεράλη, από τους Γουργούθους. Θα ταξίδευε κι αυτός με το λεωφορείο για τη Χώρα. Αφού έμαθε το σκοπό του ταξιδιού της καμπάνας, στην αρχή με την πειθώ, χωρίς αποτέλεσμα, στη συνέχεια όμως με απειλές για αυστηρές συνέπειες, έπεισε τους υπεύθυνους και ματαίωσαν το ταξίδι! Έτσι γλίτωσε το λίφτινγκ που θα την μετέτρεπε σε μια όμορφη…. γριά…».
– Και που βρισκόταν τόσο καιρό;
-Με το χτίσιμο του Άη Γιώργη, και την αγορά καινούργιας καμπάνας, το κειμήλιο αυτό φυλάχθηκε και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.
– Πως φθάσαμε στο μνημείο;
-Πριν μερικά χρόνια, και μετά από συζήτηση για την καμπάνα, ο αείμνηστος Χαρίτος Κορωνάκης, πρώην πρόεδρος της Κοινότητας, προέτρεψε το δάσκαλο (σ.σ. εννοεί τον Νικόλαο Κουκλινό) να γράψει ένα κείμενο σχετικό με την ιστορία της. Σε λίγες μέρες ήταν έτοιμο το ποίημα. Ακολούθησαν συναντήσεις και αποφασίστηκε να γίνει ένα μνημείο απλό, που να συμπεριλάβει την καμπάνα και το ποίημα. Η υλοποίηση καθυστέρησε, λόγω των εκτάκτων συνθηκών των τελευταίων χρόνων. Τελικά φτάσαμε αποτέλεσμα. Η καμπάνα μας κρεμάστηκε, για πάντα πια, στο σημείο που ήθελε. Δίπλα στην καινούργια εκκλησία της Παναγίας, που ευσεβείς κάτοικοι, χτίσανε στη θέση ακριβώς της παλιάς.
Αριστερά και κάτω από την καμπάνα, τοποθετήθηκαν έξι γωνιακά σίδερα, που, σύμφωνα με το μελετητή, συμβολίζουν τα ηχητικά κύματα που θα εκπέμπει η καμπάνα, από σήμερα και για πάντα, και θα μεταφέρουν παντού τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας, της ειρήνης, της συναδέλφωσης των λαών, της αντίθεσης στον πόλεμο, καθώς και τα παγκόσμια σύγχρονα ζητούμενα, της εξάλειψης της πείνας, της προστασίας του περιβάλλοντος κα της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, για όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους του πλανήτη μας.
Βέβαια, εδώ, κάποιος μπορεί να πει πως, όπως μάθαμε στη φυσική, τα κάθε είδους κύματα συμβολίζονται με ομόκεντρους κύκλους, Όμως επειδή τεχνικά ήταν αδύνατον να κατασκευαστούν, αρχιτεκτονική αδεία, έχουμε αυτό τον συμβολισμό.
Προσκύνημα στο Καρδάκι
Περιεργαστήκαμε για λίγο την καμπάνα με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς προσφέρεται για να τη μελετήσεις καλύτερα κι έπειτα συνεχίσαμε τον δρόμο μέχρι το σπίτι του κ. Κυδωνάκη όπου μας περίμενε η οικοδέσποινα για να μας δροσίσει με ποιήματα της νοικοκυροσύνης της.
Στο μεταξύ είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε κάτι περισσότερο για το Καρδάκι από τον κ. Κυδωνάκη με την ανεκτίμητη προσφορά του στον τόπο του που ξέρει βέβαια με λεπτομέρειες και την ιστορία του χωριού του.
«Οι Βρύσες Αμαρίου, μας λέει, μαζί με τους τρεις παρακείμενους οικισμούς, Καρδάκι, Γουργούθους και Σμιλέ, τα επιλεγόμενα Σμιλοβρυσοκαρδακογούργουθα, αποτελούν μια μικρή γεωγραφική ενότητα που κατοικείται αδιάκοπα από τα αρχαία χρόνια. Το μαρτυρούν, αδιάψευστα, αρκετά δομικά στοιχεία (μαρμάρινοι κίονες κ.λπ.),που έχουν βρεθεί στη θέση «Ελληνικά» ή «Λενικά », όπως τα λένε οι ντόπιοι.
Έχοντας το χάρισμα – δώρο της φύσης, να κατέχουν, αναλογικά, πολλές από τις πηγές του εκατοντάπηγου Κέντρους, του βουνού μας, ήταν πάντα τόπος ολόδροσος, καταπράσινος, με καταπληκτικό κλίμα, όλες τις εποχές, με απίθανες εναλλαγές χρωμάτων από εποχή σε εποχή, που την καθιστούν, τόπο μοναδικό και ελκυστικό, κάθε εποχή του χρόνου».
Κι όσο μας αφηγείται μας δείχνει φωτογραφίες από κάθε εποχή του χρόνου που σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε χώρο ονειρικό.
Κοιτάζουμε με μεγάλο ενδιαφέρον χωρίς όμως να χάνουμε λέξη από όσα μας αναφέρει στη συνέχεια ο κ. Κυδωνάκης.
«Δεν ήταν ποτέ πλούσια τα μικρά αυτά χωριά» μας λέει. «Η μορφολογία του εδάφους δεν άφηνε περιθώρια για εκτεταμένες καλλιέργειες. Όμως το κλίμα και τα χώματα είναι τέτοια, που παράγουν τα πάντα και σε εξαιρετική ποιότητα. Κατ’ εξοχήν γεωργικά και λιγότερο κτηνοτροφικά χωριά, με ανθρώπους εργατικούς, τίμιους, γλεντζέδες, πατριώτες, φιλόξενους και μονιασμένους. Στην περιοχή μας ήταν, ακόμη και σαν λέξεις άγνωστες, οι ακραίες φιλονικίες, η ζωοκλοπή, οι εκδικητικές συμπεριφορές, τα φονικά, οι βεντέτες, και όλα αυτά που αποτελούν όνειδος για την Κρήτη μας.
Επαίρεται και σεμνύνεται το χωριό μας, για τα άξια παιδιά του, που πρόκοψαν και διακρίθηκαν σ’ όλους τους τομείς της κοινωνίας, με ξεχωριστό τον συγχωριανό μας Εμμανουήλ Βιβιλάκη, που αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αλτρουισμού, πατριωτισμού και αυτοθυσίας».
Ένας μεγάλος πατριώτης
Μεγάλη μορφή αλήθεια ο Εμμανουήλ Βιβυλάκης: Σημαντική η προσφορά του και στα γράμματα και στα άρματα.
Από τα εφηβικά του ακόμα χρόνια έδειξε τα πατριωτικά του αισθήματα.
Με την έναρξη της μεγάλης ελληνικής επανάστασης του 1821 εγκατέλειψε την οικογένειά του και το Ρέθυμνο και πήγε στο Ναύπλιο όπου κατατάχθηκε εθελοντής στις τάξεις των επαναστατών.
Υπηρέτησε για πέντε χρόνια στο πρώτο ατμοκίνητο ελληνικό πολεμικό πλοίο «Καρτερία», κάτω από τις διαταγές του Άγγλου Φιλέλληνα Αστιγκς. Με το τέλος της ελληνικής επανάστασης επέστρεψε στην Κρήτη και πήρε μέρος στον αγώνα για την άλωση της Γραμβούσας, όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα. Επί Όθωνα αποφάσισε να μπει σε καινούριους αγώνες, μόνο που τούτη τη φορά άφησε το τουφέκι και έπιασε άλλον αγώνα. Έφυγε και πήγε στη Γερμανία για σπουδές.
Από τη μπαρουτοκαπνισμένη πατρίδα του βρέθηκε στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και του Βερολίνου όπου για πέντε χρόνια σπούδασε νομικά. Γύρισε στην Αθήνα το 1840 και από εκεί πήγε στη Σύρο διορισμένος πρόεδρος Πρωτοδικών.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1841 έπιασε πάλι το τουφέκι και συγχρόνως τύπωνε τα γεγονότα του πολέμου για να διασωθούν στην Ιστορία. Ύστερα από το άδοξο τέλος αυτής της επανάστασης επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα όπου ξεκίνησε μία μεγάλη προσπάθεια κι έναν διαρκεί αγώνα, υπερασπίζοντας τα συμφέροντα της Κρήτης αλλά και των Κρητικών που έμεναν στην Αθήνα. Με δικά του έξοδα κυκλοφόρησε την εφημερίδα Ραδάμανθυς, η οποία ήταν και η επισφράγιση της μεγάλης του προσφοράς.
Ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης, στην ηλικία των 60 χρόνων είχε προσφέρει τα μέγιστα στα πεδία των μαχών αλλά και στην καλλιέργεια των γραμμάτων.
Το 1880 ένιωσε την ανάγκη να επισκεφθεί την Κρήτη και να προσκυνήσει τα άγια χώματα. Ήταν τέτοια η υποδοχή που του έγινε και ήταν τέτοια η συγκίνησή του, που αυτός ο μεγάλος πατριώτης δεν άντεξε. Πέθανε αφήνοντας πίσω του αξιοθαύμαστο έργο.
Το ματωμένο χρονικό του Αυγούστου
Στο σημείο αυτό αρχίζουμε να αναφερόμαστε στο χρονικό του Αυγούστου 1944.
Είκοσι δύο Αυγούστου 1944. Οι Γερμανοί κατακτητές, μεσάνυχτα κυκλώνουν όλα τα χωριά του Κέντρους. Διαλέγουν την αφρόκρεμα του αντρικού πληθυσμού. Διώχνουν τα γυναικόπαιδα. Εκτελούν, σ’ όλα τα χωριά, εκατόν εξήντα τέσσερεις νέους άνδρες, από τους οποίους σαράντα οκτώ, σκότωσαν στις Βρύσες και στο Καρδάκι. Επιδίδονται σ’ ένα ανελέητο πλιάτσικο σε σιτηρά, τρόφιμα, τιμαλφή, χειροποίητες προίκες των κοριτσιών και βάζοντας δυναμίτες και βενζίνη, μετατρέπουν τα όμορφα χωριά μας σε μια άμορφη μάζα από χαλάσματα κι αποκαϊδια. Δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και η εκκλησιά του χωριού, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που ήταν ακριβώς στη θέση που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, έγινε ένας σωρός ερείπια. Όταν μετά από μέρες γύρισαν οι πρώτοι, από τους εκτοπισθέντες χωριανούς, βρέθηκαν στο απίστευτο θέαμα του ισοπεδωμένου χωριού, οι καπνοί να βγαίνουν ακόμη και μια έντονη δυσοσμία να είναι διάχυτη στον αέρα, από τα καμένα ζώα, που τα σκότωσαν κι αυτά οι «πολιτισμένοι».
Από την αναδρομή αυτή δεν έλειψε και η αναφορά στον θρυλικό παπά Συμεών Δρετουλάκη που δεν τον έπιαναν οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος επειδή φορούσε τίμιο ξύλο.
Γεννήθηκε στον Οψιγιά Αμαρίου (1902). Εκεί τελείωσε και το δημοτικό σχολείο.
Ο πατέρας του ήτανε προστάτης εντεκαμελούς οικογένειας (εννιά γιους και δυο κόρες). Ο αδελφός του ο Μιχάλης, γενναίος πολεμιστής, σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία πολέμησε επίσης γενναία και ο Συμεών (Σταύρος το βαπτιστικό του) και μετά την επιστροφή του από το Μέτωπο χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Ασωμάτων (1926) και κατόπιν ιερομόναχος (9128). Λίγα χρόνια αργότερα (1932) τοποθετήθηκε από την Επισκοπή Λάμπης και Σφακίων εφημέριος στο χωριό Βρύσες (Αμαρίου), τοποθέτηση που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Στις Βρύσες τον βρήκε η Γερμανική Κατοχή. Παπά και Αγωνιστή από την πρώτη μέρα της Εθνικής Αντίστασης και στις Βρύσες εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 22 Αυγούστου 1944.
Ολοζώντανος μεταφέρεται από στόμα σε στόμα στο Κέντρος, ο θρύλος για το μαρτυρικό θάνατο του Συμεών. Είναι βέβαια και ευρύτερα γνωστός από διάφορα δημοσιεύματα. Στις πληροφορίες για το τέλος του τραγικού παπά προστίθεται και πρόσφατη επιστολή του Μανόλη Τρουλλινού από το χωριό Μοναστηράκι. Αλλά στην επιστολή του Γ.Τ. εκτός από τα θρυλούμενα για την σφαγή του Συμεών, αναφέρεται και σε άλλο περιστατικό, που ξεφεύγει από τη σφαίρα των θρύλων. Πρόκειται για προσωπική συγκλονιστική μαρτυρία. Που διασώζει πως οι τριάντα μελλοθάνατοι των Βρυσών με τον παπά τους αντιμετώπισαν τον θάνατο. Υπερήφανα τραγουδώντας ομαδικά πριν από τη μεγάλη θυσία.
Κάποιος αστυνομικός Γερμανός, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος της Επαρχίας και υπηρετούσε στο χωριό Φουρφουρά και ακουγόταν σαν «ο Γιαννάκης ο Μουσάτος» διηγήθηκε το εξής περιστατικό μετά την εκτέλεση των Βρυσανών παλικαριών: «Μια ώρα πριν την εκτέλεση ο πάτερ Συμεών ζήτησε την άδεια από τους Γερμανούς να πάει στον ναό του χωριού. Εκείνοι του έδωσαν άδεια και δύο απ’ αυτούς τον συνόδεψαν μέχρι την εκκλησία. Έβαλε τα επίσημα άμφια, άνοιξε ένα κουτάκι και πήρε τίμιο Ξύλο. Το έθεσε στον κόρφο του, προσευχήθηκε και ακολούθησε τους Γερμανούς, που τον συνόδευαν και γύρισαν ξανά στο μέρος που ήταν συγκεντρωμένοι και οι άλλοι που προοριζόταν για εκτέλεση. Μετά μια ώρα τους εκτέλεσαν. Επειδή όμως ο πάτερ Συμεών κρατούσε μεγάλη δύναμη (Τίμιο Ξύλο) οι σφαίρες δεν τρυπούσαν. Ενώ λοιπόν όλοι σκοτώθηκαν εκείνος ξεπετάχτηκε ολοζώντανος από τη φωτιά! Αφού οι Γερμανοί είδαν ότι δε σκοτωνόταν με σφαίρες του έκοψαν το κεφάλι». Από τότε ο Γερμανός φρούραρχος είπε ότι ποτέ δεν θα ξανασκοτώσει παπά.
Ένα μήνα πριν από την εκτέλεση ο πάτερ Συμεών είχε κάνει ένα γάμο. Στεφάνωσε του παπά Δαμβουνέλη τον γιο. Μετά τη στέψη στην πλατεία της εκκλησίας έγινε γλέντι. Στο γλέντι παρευρισκόταν και Γερμανοί. Έπιασε πρώτος τον χορό και είπε τούτη τη μαντινάδα:
Της λευτεριάς το σήμαντρο
εδώ κοντά χτυπούνε
πλησίασέ νε ο καιρός
που θα λευτερωθούμε.
Δεν αξιώθηκε να δει ελεύθερη την πατρίδα του ο πάτερ Συμεών. Τον έσφαξαν, όπως λέω παραπάνω οι ναζήδες στις Βρύσες στις 22 Αυγούστου 1944.
Εξαιρετικού ενδιαφέροντος όσα αναφέρονται στον παπά Συμεών Δρετουλάκη.
Ένας αλυσοδεμένος ήρωας
Εμείς όμως θέλουμε να σταθούμε περισσότερο στον θείο του κ. Κυδωνάκη τον γενναίο εκείνο σύνομο και συνεπώνυμό του, που είχε τη δύναμη να χλευάζει τους ναζί μπροστά στο απόσπασμα.
Αρχικά, σύμφωνα πάντα με τον μοναδικό διασωθέντα Εμμ. Βλεπάκη του είχε πει: «Κουμπάρε, μη νομίζεις ότι εμένα με νοιάζει για τη ζωή μου μα δε θέλω να αποθάνω άναδρα. Θέλω να πολεμήσω και δεν πρέπει να μείνουμε να μας σφάξουν σαν τα πρόβατα. Εγώ, κουμπάρε, λέω να των εχυθούμε. Το ξέρω πως θα μας σκοτώσουν. Θα προλάβουμε όμως να κάνουμε σημάδια στα πρόσωπα των Γερμανών. Πηγαίνοντας στο Ρέθυμνο να δούνε οι δικοί μας και τότε θα καταλάβουν ότι κάποια πάλη έγινε. Να έχει να γράψει η ιστορία κάτι και για μας».
Οι πιο ψύχραιμοι παρενέβησαν τότε και απέτρεψαν κάθε απόπειρα αντίστασης για να μην υπάρξουν και άλλα θύματα.
Τότε ο Κυδωνάκης περιορίστηκε να ταπεινώσει τους δήμιους με τα λόγια του που «έσπαζαν κόκκαλα».
Η στεντόρεια φωνή του σκέπαζε τον τόπο όσο έβλεπε να παίρνουν δυο-δυο τους ομήρους και να τους εκτελούν στο τοιχάκι παραπέρα.
«Είστε άνανδροι, δολοφόνοι. Κοιτάξτε, τι ελεεινός λαός ήθελε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Ζήτω η ελευθερία. Ζητούμε από τους αδερφούς μας Κρητικούς να εκδικηθούν το αίμα που χύνομε σήμερο». Τα βροντοφώνησε, μ’ όλη τη δύναμή του, σα να ’θελε ν’ ακουστεί στα πέρατα της Κρήτης. Να υλοποιηθεί η επιθυμία του, ν’ αλαφρώσει η ψυχή του!
Εκεί στον πλάτανο που είχε ο ίδιος φυτέψει τον αλυσόδεσαν και επειδή δεν σταμάτησε να εκφράζει την οργή του με λέξεις δυναμίτες τον εκτέλεσαν επί τόπου.
Το θαύμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας
Με την ευκαιρία του προσκυνήματος αυτού στον τόπο θυσίας επιχειρούμε να δούμε τον χώρο που είχαν τοποθετηθεί οι φωτογραφίες των εκτελεσθέντων.
Μια μεγάλη έκπληξη μας περίμενε. Είναι όλες στη θέση τους αλλά τόσο διαφορετικές.
– Χρειάστηκε να κάνουμε μια παρέμβαση ξανά, μας εξηγεί ο κ. Κυδωνάκης για να τις προστατεύσουμε από τη φθορά του χρόνου.
Στο άκουσμα αυτό μας έρχονται δάκρυα στα μάτια. Και πριν από χρόνια πάλι η οικογένεια Κυδωνάκη είχε επιμεληθεί τις φωτογραφίες που θυμόμαστε. Κι όπως διαπιστώνουμε το ενδιαφέρον της δεν σταμάτησε με τη εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος. Άγρυπνοι φρουροί φυλάνε τον τόπο, τιμώντας την ανεκτίμητη θυσία των ηρωικών προγόνων τους.
Επιστρέφοντας στο σπίτι ζητάμε περισσότερες λεπτομέρειες και για ένα ακόμα πολύτιμο εύρημα από τα ερείπια.
– Αναφέρεστε στο ιερό κάλυμμα μας λέει ο κ. Κυδωνάκης και συνεχίζει:
Ήταν το ιερό κάλυμμα για το άγιο δισκοπότηρο. Εντοπίστηκε και ανασύρθηκε από τα αποκαΐδια του εσωτερικού της εκκλησίας, άκαυτο και ακέραιο. Φυλάχθηκε με απόλυτο σεβασμό, επιμελώς από τον αείμνηστο παπά Γιώργη Κορωνάκη. Τώρα είναι κρεμασμένο μέσα στον ναό, στο τέμπλο και αποτελεί ιερό κειμήλιο του ναού. Για πολλούς θαυματουργό, αφού ενώ όλα γίνανε άθος και καπνός, σαν από θαύμα, δεν το ακούμπησε ούτε σπίθα.
Φεύγουμε γεμάτοι συναισθήματα από το σπίτι του ζεύγους Κυδωνάκη που δίνει μαθήματα ιδιωτικής πρωτοβουλίας οικογενειακώς. Ακόμα και η πέτρινη βρύση στο σημείο που σκοτώθηκε η μητέρα τους τόσο άδικα σε τροχαίο, πριν από χρόνια δείχνει πως ένα προσκυνητάρι μπορεί να γίνει έργο δημόσιας ωφέλειας. Τι καλύτερο μνημόσυνο των αγαπημένων νεκρών από αυτό;