Με την πέννα και το πάθος του Χριστόφορου Σταυρουλάκη
Όπως θα έχετε αντιληφθεί όσοι παρακολουθείτε τα αφιερώματά μας, κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός του τόπου έχει να το ενισχύει με σπουδαία στοιχεία βαθειάς ιστορικής έρευνας και ένας από τους λόγιους του τόπου μας από τις αρχές του περασμένου αιώνα μέχρι τη δύση του.
Κι ότι σήμαινε ο Μάρκος Πολιουδάκης για τη Μάχη της Κρήτης και ο Σπύρος Μαρνιέρος για τα Ολοκαυτώματα, σημαίνει για την εθελοθυσία του Αρκαδίου ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στο συγκλονιστικό αυτό ιστορικό γεγονός. Κι είναι αναρίθμητα στα στοιχεία που παραθέτει στα δεκάδες άρθρα του. Ο ίδιος μάλιστα μέχρι και τη δεκαετία του 60 ήταν ο επίσημος ξεναγός που ακολουθούσαν οι επίσημοι που έρχονταν για να παραστούν στις τιμητικές εκδηλώσεις για την επέτειο του Ολοκαυτώματος για να περιηγηθούν στις γωνιές που σημάδεψε ο δαυλός του Γιαμπουδάκη ανοίγοντας τις Πύλες της Αθανασίας για τους εγκλειστους του Αρκαδίου στην επανάσταση του 1866.
Ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης που υπέγραφε και Αγελάτης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1901. Σε άλλο βιογραφικό αναφέρεται έτος γέννησης το 1900.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, συνέχισε στη Γυμνασική Ακαδημία απ’ όπου αποφοίτησε και μετά από συστηματικές σπουδές και σε στρατιωτικές σχολές της εποχής, ακολούθησε καριέρα στο στράτευμα Έφθασε μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη κι επειδή θα δούμε παρακάτω ότι ο ατρόμητος χαρακτήρας του δεν συμβιβαζόταν με διπλωματικούς ελιγμούς για την απόκτηση προνομίων, μας φαίνεται αρκετά ύποπτο πώς ένας τόσο γενναίος άνδρας έπαιρνε τις προαγωγές με τόση φειδώ.
Οι γνώσεις του καθώς εθεωρείτο από τους πλέον μορφωμένους αξιωματικούς του στρατού, τον έφεραν στην έδρα του καθηγητή στις Στρατιωτικές Σχολές Ευελπίδων, Υπαξιωματικών και της Σχολής εφέδρων Αξιωματικών.
Πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους και τους εθνικούς αγώνες από το 1918 και μετά, στο Μικρασιατικό αγώνα και τον στρατό του Έβρου, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ενώ διακρίθηκε και στη Μέση Ανατολή ως διοικητής τάγματος.
Μία πράξη αποκοτιάς
Μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου του 1940, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες μια επιστολή του Χριστόφορου Σταυρουλάκη που φαίνεται να δίνει εξηγήσεις για ένα επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Είχε σχέση με την αντίδρασή του σε φασιστικό χαιρετισμό. Δεν είχε όμως κανένα ρεπορτάζ που να αναφέρεται στο γεγονός.
Είχαμε μείνει με την απορία μέχρι που διαβάσαμε τυχαία στο βιβλίο «Ρέθυμνο 1900-1950»του κ. Κώστα Ηλ. Παπαδάκη και των μαθητών του, μια αφήγηση σχετική με την πρώτη μέρα του πολέμου.
Εκεί κάποιος Στέλιος Βαβουράκης αναφέρει ότι μόλις ακούστηκαν τα πρώτα διαγγέλματα του Μεταξά και στην πόλη επικρατούσε μια αναταραχή, συγκεντρώθηκε στην Μεγάλη Πόρτα κόσμος ανάμεσά τους και μια ενωμοτία παιδιών της ΕΟΝ. Επικεφαλής της ομάδας ένας υπάλληλος της Νομαρχίας που ήταν και στέλεχος της Μεταξικής αυτής οργάνωσης. Κάποια στιγμή κάνει ο κύριος αυτός σήμα στη νεολαία και επί τόπου σηκώθηκαν χέρια στοιχισμένα στο φασιστικό χαιρετισμό.
Ξαφνικά μια μαγκούρα σηκώθηκε στον αέρα κι έπεσε στα χέρια. Ήταν του Χριστόφορου. Και μόνο που είδε την κίνηση αυτή και μάλιστα από νέους ανθρώπους ξύπνησε μέσα του ο αγέρωχος Σφακιανός. Μετά από αυτό ένας χωροφύλακας έκανε να τον συλλάβει αλλά τον πρόλαβε ο μετέπειτα φρούραρχος Ρεθύμνης Γεώργιος Νικολακάκης.
Φαίνεται να του είπε: «Μην ανακατωθείς γιατί θα αιματοκυλήσεις το Ρέθυμνο».
Ο Χριστόφορος όμως φαίνεται ότι βρήκε το μπελά του αν κρίνουμε από την επιστολή και τις διευκρινίσεις του. Κι όπως διαφαίνεται από την επιστολή η μαγκούρα σε υψωμένο χέρι παράγοντα έπεσε και όχι μαθητών. Όπως και να έχει ο ατρόμητος στρατιωτικός έδειξε για μια ακόμα φορά την αληθινή πλευρά του στρατιώτη που αγαπά την πατρίδα του και την ελεύθερη βούληση.
Πρότυπο οργάνωσης ο λόχος του
Εκεί που ο Σταυρουλάκης έγραψε εποποιία ήταν στο πεδίο των μαχών.Αμέσως με την κήρυξη του τελευταίου πολέμου έσπευσε να παρουσιαστεί ως έφεδρος και να αναλάβει αμέσως καθήκοντα στο 8ο Σύνταγμα Πεζικού ως έφεδρος υπολοχαγός εκ μονίμων.
Σύμφωνα με στρατιωτικό έγγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας, ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, έχοντας και στρατηγικό νου είχε καταφέρει να διακρίνεται ο λόχος του που ήταν πρότυπο οργάνωσης και γενναιότητας.
Κατέχοντας πλήρως τις τεχνικές ιδιότητες του πολυβόλου και όπως ήταν γενναίος και ενθουσιώδης κατάφερε από 6 έως 22 Δεκεμβρίου 1940, ως διοικητής του Ι Λόχου Πολυβόλων, στις μάχες Μάλι-Σπάτ-Προγονάτ-Λεκτουσί, να κυριεύσει τρία ιταλικά πολυβόλα, τα οποία μέσα σε δυο ώρες κατάφερε να τα στρέψει κατά του εχθρού.
Κι ήταν αυτό μία από τις τόσες ανδραγαθίες για τις οποίες τιμήθηκε αργότερα.
Σύμφωνα πάντα με εκθέσεις ανωτέρων του η μόνη περίπτωση που αγνόησε διαταγές ήταν τις ώρες που είχε το δικαίωμα ανάπαυσης. Εκείνος αντί να ξεκουραστεί έσπευδε εκεί που από κρυπαγήματα και άλλες κακουχίες είχαν αραιώσει τους άνδρες του λόχου του και συνέχιζε να πολεμά σαν απλός στρατιώτης.
Αυτά βεβαιώνει σε ενυπόγραφη έκθεσή του με ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 1946, ο τότε διοικητής 8ου Συντάγματος και μετέπειτα φρούραρχος Κορίνθου Π. Μπασακίδης, αλλά και ο ταγματάρχης Πεζικού Άγγελος Πισπέρης, τότε διοικητής του 8ουΣυντάγματος Πεζικού σε άλλη έκθεση τον Μάιο του 1946.
Ιδρυτής της πρώτης στρατιωτικής προπαίδευσης
Αξίζει να τονιστεί ότι εκτός από γενναίος πατριώτης ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, ήταν και παραγωγικός νους.
Ίδρυσε στη Μακεδονία την πρώτη στην Ελλάδα στρατιωτική προπαίδευση, συγγράφοντας και το σχετικό δοκίμιο, ενώ κατά μήκος των συνόρων Μακεδονίας και Θράκης δημιούργησε ομάδες ακριτών προσκόπων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου Δημήτρη Καλλιτσουνάκη, από σχετική εισήγηση του οποίου αντλούμε αυτά τα στοιχεία, ο Σταυρουλάκης διετέλεσε και διευθυντής δεύτερου γραφείου του Δ’ Σώματος στρατού, θέση στην οποία διέπρεψε.
Για τη δράση του τιμήθηκε με 12 παράσημα και μετάλλια των πολέμων, δύο προτάσεις επ’ ανδραγαθία και τέσσερις τιμητικές διακρίσεις ευφήμου μνείας.
Ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, έχοντας και το γονίδιο από τον ποιητή πατέρα του, ασχολήθηκε από νωρίς με τη Λογοτεχνία, τη Λαογραφία και την Ιστορία της Κρήτης.
Είναι αναρίθμητες οι μελέτες του ιστορικές, λαογραφικές, οι συλλογές ποιημάτων ιστορικών και τόσα άλλα.
Μνημειώδης η έμμετρη περιγραφή της Μάχης της Κρήτης, ενώ το Αρκάδι που ήταν από τα προσφιλή του θέματα έχει πλείστες όσες αναφορές ποιητικές και πεζές.
Ένα σπουδαίο ιστορικό κείμενο
Για το συγκλονιστικό γεγονός του Ολοκαυτώματος δημοσιεύει το Νοέμβριο του 1937 ένα μοναδικής ιστορικής σημασίας αφιέρωμα, στην Κρητική Επιθεώρηση.
Σταχυολογούμε γιατί ο χώρος δεν μας επιτρέπει περισσότερα τις πιο άγνωστες λεπτομέρειες στο ευρύ κοινό από το μεγάλο αυτό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας όπως τα παραθέτει ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης:
Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη Αρκάδι!….Αρκάδι!…..
Ιστορική μονογραφή χαρισμένη στο Γιαμπού, τον Παπά Κρανιώτη, τον Κούβο, τον Αδάμη.
Ο Κιριτλής Μουσταφάς, παλιός γνώριμος στους αγώνας της Κρήτης, μετά τη μερική συνθηκολόγηση των Σφακιανών, προελαύνει νικηφόρος προς το Ρέθυμνο εκκαθαρίζοντας στο δρόμο του τις επαναστατικές εστίες. Το πέρασμα του αφήνει πάντα οπίσω τα χνάρια του ολέθρου.
Σκοπός του είναι να καταστείλει την επανάσταση του διαμερίσματος της Ρεθύμνης, που έχει φουντώσει εξαιρετικά κάτω από την άξια διοίκηση του Κορωναίου και τις τελευταίες νίκες των επαναστατών γύρω από το Ρέθυμνο, και να κτυπήσει τ’ Αρκάδι που είναι το κέντρον της Επαναστατικής Επιτροπής…
Αλλά και ποιοι είναι λοιπόν και πόσοι οι γενναίοι εκείνοι που αποφασίζουν να κλειστούν υπερασπίζοντας το κοσμοαγάπητο Μοναστήρι, ποιοι είναι λοιπόν οι γίγαντες εκείνοι, οι παράφρονες εκείνοι μαχηταί, που περιφρονούν τα πλήθη των κυριάρχων και τους περιζώνουν από τον θάνατο και τη σφαγή. Στο Μοναστήρι κλείστηκαν ο ηγούμενος Γαβριήλ με τους δυο συμβούλους της μονής Χατζηνεώφυτο και Ζαχαρία, ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος που είχε αφήσει φρούραρχο ο Κορωναίος φεύγοντας, οι οπλαρχηγοί ΠαπαΚρανιώτης και Δασκαλάκης, ο πεντακοσίαρχος Ντελή Δράκος, τα μέλη της επαναστατικής επιτροπής Βενιανάκης, Μελισιώτης, Σαουνάτσος, Χαιρέτης, Πορτάλιος, Βολάνης, Σκουλάς (όχι ο αρχηγός), Μπεργαδής και Σκορδίλης, οι ηρωικοί Κούβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, ο ανθυπασπιστής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Σύρου Ξάνθος, μετά του λοχίου Γιάγκου και επτά εθελοντών. Μαζί με αυτούς και τους οπλισμένους σαράντα πέντε καλόγερους και τους Κρήτες αγωνιστάς το πλείστον εκ της επαρχίας Ρεθύμνης, η όλη παράτακτη δύναμης δεν έφθανε τα τρακόσια (300) τουφέκια, αποφασισμένοι να υπερασπίσουν το Μοναστήρι και την τιμή 643 γυναικοπαίδων που είχαν συγκεντρωθεί στ’ Αρκάδι νομίζοντάς το ως ασφαλέστερο καταφύγιο…
Υπερασπισταί της τιμής
Η κυρίως επίθεσις αρχίζει κατά του μαρτυρικού Αρκαδιού. Από τα βαθιά χαράγματα της ημέρας αυτής άρχισε το καυτό μολύβι βγαίνοντας από χιλιάδες στόματα τουφεκιών να γρατζουνά τα μπεντένια και τα μιτιρίζια του Μοναστηριού.
Η ηρωίδα Χαρίκλεια Δασκαλάκη μητέρα του αρχηγού, που με γεμάτη την ποδιά φυσέκια περιτρέχει μοιράζοντάς τα εις τους πολεμιστάς, ενώ άλλα συνεργεία γυναικών και καλογήρων μεταφέρουν τους βαριά τραυματισμένους εις το πρόχειρο νοσοκομείο της μονής. Από τη γραμμή του πυρός, δεν υπήρχε ουδέ ένας, δυνάμενος να κρατήσει τουφέκια. Αλλά από το πρωτοφανές και απίθανο αυτό πανηγύρι, δεν λείπουν ούτε τα τραγούδια ούτε τα φαιδρά πειράγματα. Γελώντας και «παίζοντας», τραγουδούν σε μια μεριά αδιάφοροι προς τον θάνατο οι πολεμιστές, κι αυτοσχέδιοι ριμαδόροι:
«Χαίρεστε άντρες, χαίρεστε, χαίρεστε πολεμάρχοι
μα τούτη η μέρα θα γραφτεί και πάντα δόξα θα ‘χει,
γιατί κι αν αποθάνομε από τα κόκαλά μας
θέναναδώση η λευτεργιά και με τα αίματά μας
θα ποτιστεί και θα θραφεί, σα λεμονιά θ’ ανθίσει
οπούναι το πεθύμιο μας κι ας βρέξει κι ας χιονίσει».
Κι οι «μαντινάδες» εξακολουθούν από τα πέρα μιτιρίζια απάνω σ’ ένα γλυκό σκοπό «πεντοζάλι».
«Δεν την βαστώ ‘γω τη σκλαβιά
στον κόσμο τον απάνω
κι τ‘ ωχω προίκα μου να ζω
καλιά ‘χω να ποθάνω
Κι οι κακοθελητάδες μου
χάρ’ άλλη να μη δούσι
παρ’ όντε θα ψυχομαχώ
να στέκου να θωρούσι
Χαίρεστε άντρες, χαίρεστε, χαίρεστε παλικάργια
μα ο πόλεμος εδόθηκε στ’ άντρες και σε λιοντάργια
Δεν πολεμούν οι βορθακοί
μήδε γι’ ανεμαθρώποι
που λαφτουκούν στα βούρβουλα,
μέσα στον καταπότη
Κι εσείς εχθροί πρικιένεστε αντί για να χαρείτε,
μα εκείνα που κατέχετε δε θα τα ξαναβρείτε
Τ’ άρματα δεν τα δίδομε κι έντα και πάρετε τα
γρήγορις θα μουτίσετε για δε περνάτε ντρέτα»
Από την άλλη μεριά ένας άλλος χαριεντίζεται με το διπλανό πολεμιστή που δε «βαστά» μιτιρίζη «Γέμισε Γιάννη και χτύπα τσ’ οχτρούς σου μ’ άχε την έγνοια τ’ απατού σου» κι ένας άλλος προτού «σημαδέψει» ειρωνεύεται τον Αγά που διαλέγει να χτυπήσει «Στάσου αγά να σου δώσω ένα ζεστό κάστανο να πχης το καϊββέ σου μα σέβου μη σε κάψει γιατί καίει».
Πολλές φορές ανάμεσα στο «ψιλό» τουφέκι άρχιζε και η «ψιλή» κουβέντα με γνωστούς αντίπαλους Τουρκοκρητικούς. «Δε μου λες Χουσεϊν Αγά ήντα διάολο θα κάμετε μωρέ τ’ άσκρα όπου βγάλετε; ατζεμπά μου έχουνε μπρε πολλούς γρόθους»…
Αρκάδι!… Αρκάδι!…
…Τα κανόνια εξακολουθούν να σφυροκοπούν αδιάκοπα το μοναστήρι μέσα στην παγωμένη νύχτα. Η δύσκολη εκείνη μέρα έχει ξαπλώσει διάπλατα την εικόνα της συμφοράς.
Ένα μικρό καλογεροπαίδι προπορεύεται με το θυμιατό. Είναι η Τρίτη λιτανεία που κάνει ο Γαβριήλ για να σώσει τ’ Αρκάδι!…
…Ο μαρτυρικός Γαβριήλ συγκαλεί εις το Ηγουμένειον Συμβούλιο όπου και προσέρχονται όλοι οι πρωταγωνισταί του δράματος. Ένα ερώτημα ανεβαίνει σε όλων τα χείλη «Άραγε που να βρίσκεται ο Κορωναίος, γιατί δεν ήρθαν ακόμη οι καπετάνιοι για βοήθεια;».
Πάντες εν τούτοις βλέπουν καθαρά την αφορμή. Η βροχή, το χιόνι, η μοίρα… Εξετάζεται από πάσις πλευράς η κατάστασις και το θλιβερό συμπέρασμα βγαίνει ξεκάθαρο πως η άμυνα δεν μπορεί να κρατήσει μπροστά στη δύναμη και τη λύσσα του εχθρού. Υπόθεσις όμως παραδόσεως ουδέ προς στιγμήν δεν απασχολεί τη σκέψη ουδενός. Στη ζωηρή λάμψη των μαθιών των, καθρεφτίζεται η εσχάτη περιφρόνησις προς το θάνατο. Μία μόνο μικρή ελπίδα τρέφουν ακόμη, αλλά κι αυτή αβέβαια και απίθανον, εάν δηλαδή δώσει ο Θεός και σχολάσει ο γύρο κατακλυσμός, δυνηθή ο Κορωναίος με τους άλλους αρχηγούς να τρέξουν για βοήθεια. «Εγκαρτερίσωμεν αδελφοί», λέγει ο Γαβριήλ και ο θερμός λόγιος Μελισσιώτης εκ των μελών της επιτροπής αναπτύσσει με φλογερά λόγια το προς την ελευθέριον και τον όρκον καθήκον χάριν των επιγόνων.
Τέλος, αποφασίζεται η εξακολούθησις της αντιστάσεως μέχρις εσχάτων.
Τελευταία μέρα
Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά και οι Τούρκοι εξακολουθούν σε αλλεπάλληλα κύματα τας εφόδους των.
Την είσοδο την υπερασπίζει ο ίδιος ο Δημακόπουλος, και γύρω του ξερνούν φώθια και σίδερο τα διαλεκτότερα τουφέκια της αμύνης. Εκεί ευρίσκονται ο γερό Καπετάν Μιχάλης, ο Ντελή Δράκος, ο Αδάμης, ο Βενιανάκης, ο Κούβος, ο Παχλάς, ο Κουτρούλης. Την άλλη δύσκολη μεριά μεριά προς την ανατολική πόρτα την υπερασπίζεται ο ηρωικός Δασκαλάκης με τον Ξάνθο, τον Σαουνάτσο, τον Μπεργαδή, τον Αλεβίζο, τον Πρεβελάκη. Το τετράπλευρο κλύεται μετά του Σκουλά και τον Χαιρέτη μετά τους οποίους μάχονται οι Μυλοποταμίτες και αντιθέτως τον Πορτάλιο, τον Σκορδίλη και τον λοχία Γιάγκο με τους λίγους εθελοντάς.
Ο ηρωικός πεντακοσίαρχος βλέποντας ότι λίγες ακόμη στιγμές εκρατούσε ο απεγνωσμένος αγών της εισόδου, αποφασίζει να κτυπήσει απέξω τους Τούρκους με αντικειμενικό σκοπό να τους εξαναγκάσει να στραφούν εναντίον του εξασθενούντες στην τρομακτική πίεση για να μπορέσουν οι αμυνόμενοι να φράξουν όπως όπως την είσοδο
Περί την 3ην μ.μ. η έφοδος φθάνει στο κατακόρυφο της εντάσεως. Και με μια ακόμη προσπάθεια οι Τούρκοι κατορθώνουν να εκβιάσουν την είσοδο και να βρεθούν στην αυλή. Επανειλημμένες προσπάθειες ανατινάξεως των υπονόμων αποτυγχάνουν γιατί η πυρίτης έχει υγρανθεί από τη βροχή. Ο αγών διεξάγεται τώρα σώμα προς σώμα.
Τριανταεφτά Μυλοποταμίτες εισέρχονται στη μεγάλη Τράπεζα της Μονής, πιάνουν τα παράθυρα και τα μάγουλα της πόρτας, και από εκεί εξακολουθούν ηρωικά μαχόμενοι και τα βόλια των, ξαπλώνουν νεκρούς εκατοντάδες ολόκληρες. Άλλα πενήντα παλικάρια κλεισμένα στην αποθήκη σκορπούν αδιάκοπα το θάνατο στην αυλή που βρίχνεται τώρα πλημμυρισμένη από χιλιάδες Τούρκους.
Από όλες τις μεριές του Μοναστηριού ενεδρεύει ο θάνατος και από παντού ακούονται κραυγές πόνου και αγωνίας και θανάτου. Η πλευρά μόνο της πυριτιδαποθήκης φαίνεται νεκρά και άψυχος. Από εκεί κανένα τουφέκι δεν χτυπά και προς την πλευρά αυτή οι Τούρκοι συρρέουν κατά μάζας. Δυο μάτια όμως ψύχραιμα που τ’ ακτινοβολούν οι φλόγες της εσχάτης αποφάσεως αγρυπνούν μέσα από μια μικρή θυρίδα της πυριταποθήκης. Είναι τα μάτια του Γιαμπουδή που αναμετρά το πλήθος των Τούρκων υπολογίζει και περιμένει! Εκεί βρίσκονται μαζεμένα τα γυναικόπαιδα και πίσω από την αμπαρωμένη πόρτα της αποθήκης μια ομάς αγωνιστών με τα μαχαίρια στο χέρι. Στη μέση ένας σωρός ξεσκέπαστα βαρέλια πυρίτιδος και πάνω από αυτά ο Γιαμπουδής, κρατώντας στα χέρια δυο μπιστόλες.
Ο ασύγκριστος ήρως κάνει το σταυρό του, και αδειάζει και τις δυο μπιστόλες του πάνω στα ανοικτά βαρέλια. Μια τρομακτική έκρηξης επακολουθεί που συγκλονίζει απ’ τα θεμέλια το Μοναστήρι ολόκληρο. Και ανάμεσα σε ένα πανδαιμόνιο σατανικών κρότων σε μια κόλαση λάμψεων και αστραπών τινάζεται στον αέρα ολόκληρος ο θόλος της πυριταποθήκης και μια μακρόφωτη φλόγα ανεβαίνει προς τον ουρανό συμπαρασύρουσα εκατοντάδες κομματιασμένα κορμιά.
Αύριο άγνωστα στοιχεία για το θεατρικό έργο του Χριστόφορου Σταυρουλάκη που έτυχε και μεγάλης διάκρισης.