Απορίας άξιον πως ένας τόπος με τόσους νεκρούς δεν έχει ενταχθεί στα μαρτυρικά χωριά
Ο Αβδελλάς δεν είναι κάποιος κοσμοπολίτικος προορισμός, που θα προτιμήσεις σε κάποια κοντινή σου απόδραση. Μπορεί και να χαθείς, όταν τον αναζητήσεις, στον κόρφο του ορεινού Μυλοποτάμου που είναι χωμένος.
Έχει όμως την τύχη να βγάζει ανθρώπους με ήθος και πάθος για κοινωνική προσφορά όπως ο κ. Γιάννης Νικολούδης, συνταξιούχος τραπεζικός και πρώην περιφερειακός σύμβουλος. Και χάρις σ’ αυτόν ήρθαμε πιο κοντά στο χωριό και ανακαλύψαμε τους ιστορικούς θησαυρούς του. Ο πιο σημαντικός είναι ο βωμός θυσίας που δημιούργησε η εκατόμβη που προστέθηκε στο στυγερό έγκλημα που έγινε στο Γουρνόλακκο 3 και 5 του Σεπτέμβρη 1943. Ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία.
Από το 1977 που υπηρετούσα στην ΕΡΤ αναφερόμουν σε κάθε επέτειο στο ιστορικό αυτό γεγονός. Δεν γνώριζα όμως τις λεπτομέρειες που δικαίως θα έπρεπε να εντάξουν τον Αβδελλά στα μαρτυρικά χωριά. Κι όμως ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί αυτή η αδικία.
Βρεθήκαμε στο μαρτυρικό χωριό ακολουθώντας τον κ. Νικολούδη. Και οι εμπειρίες που αποκομίσαμε γνωρίζοντας τους κατοίκους ήταν μοναδικές.
Ο ίδιος έχει μελετήσει ιδιαίτερα το χωριό του και είχε να μας δώσει σημαντικές πληροφορίες μέχρι να φθάσουμε στα πρώτα σπίτια.
– Το χωριό, μας είπε, πήρε την ονομασία του από έναν πόλεμο που έγινε εκεί το 456 με κατακτητές και ο αρχηγός τους λεγόταν Αβδούλα ή Αβδουλάχ, και από εκεί πήρε το όνομα η μάχη του Αβδούλα και έπειτα το χωριό την ονομασία Αβδουλά. Είναι πολύ παλιό χωριό και ιστορικό, και συγχρόνως μαρτυρικό με τους σκοτωμένους στον Γουρνόλακο. Οι πιο πολλοί κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι. Γεωργοί είναι ένα 10%-20%.
Σχετικά με το χωριό είχαμε ενημερωθεί κι εμείς από τη Βικιπαίδεια για τα εξής:
To όνομα του χωριού πιθανώς προέρχεται από τον πρώτο οικιστή που λεγόταν «Αβδελλάς», επώνυμο που αναφέρεται σε κτητορική επιγραφή στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στο χωριό Σελί της επαρχ. Ρεθύμνου (Gerola, Monumenti Veneti ecc. vol. IV, σ. 477).
Στις 5 Ιανουαρίου του 1826, Κρητικοί επαναστάτες, επιτέθηκαν εναντίον 300 Τούρκων και σκότωσαν τους αρχηγούς τους, Πεντεβή και Δερβίση. Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο Σταυράλης Νιώτης και ο Αν. Παλμέτης.
Στον Αβδελλά βρίσκονταν κάποτε δύο μοναστήρια, των οποίων η ανάμνηση σώζεται με διάφορους θρύλους στην περιοχή. Σύμφωνα με τον P. Faure, βορείως του οικισμού, στη θέση «Κελλιά», υπήρχε μοναστήρι γύρω από τον σπηλαιώδη ναό της Υπαπαντής. Σώζονται ακόμα ερείπια κελιών, τα οποία και έδωσαν την ονομασία στην περιοχή. Ερείπια κελιών σώζονται και στη θέση «Μοναστήρια», γύρω από το ναό του Αφέντη Χριστού. Γύρω από τα ερείπια υπάρχουν διαμορφωμένες αναβαθμίδες που σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ανήκαν στη μονή της περιοχής.
Γνωστή και η μελανή σελίδα που γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 43 με θύματα τόσα παλικάρια από τον Αβδελλά Γι’ αυτό εστιάζουμε στο γεγονός αυτό τη συζήτηση με τον κ. Νικολούδη ανταλλάσοντας γνώσεις και μνήμες από το γεγονός.
Το χρονικό της φρίκης
Είναι γεγονός ότι ξέρουμε αρκετά για την τραγωδία στο Γουρνόλακκο. Και μάθαμε περισσότερο από την επιστημονική έρευνα του επιφανούς καθηγητή δρος Γιώργου Καλογεράκη που αναφέρει σχετικά:«Ένα τμήμα του γερμανικού στρατού κινήθηκε από τη Μονή Αρκαδίου στον Ψηλορείτη με εντολή να εξερευνήσει την τοποθεσία Αραβάνες και να κατευθυνθεί στο οροπέδιο της Νίδας.
Στην ορεινή περιοχή του χωριού Αβδελλάς την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 1943, έπεσαν στα χέρια των Γερμανών δώδεκα κτηνοτρόφοι και δυο παιδιά ο Γιάννης Λαμπρινός από τον Αβδελλά και ο Μιχάλης Πρινάρης από τους Αβδανίτες. Οι κτηνοτρόφοι ήταν έξι από τον Αβδελά, δύο από τον Άγιο Μάμα, τρεις από την Κάλυβο και ένα από τους Αβδανίτες.
Οι Γερμανοί τους πήραν μαζί τους. Την επομένη μέρα Παρασκευή 3 του Σεπτέμβρη 1943 τους οδήγησαν στην περιοχή Γουρνόλακκος. Αφού έδιωξαν τα παιδιά Λαμπρινό και Πρινάρη τους εκτέλεσαν με τη δικαιολογία ότι παραβίασαν τη νεκρή ζώνη».
Την Κυριακή όμως κορυφώθηκε η τραγωδία …
Ακριβώς. Αναφέρει κι εδώ ο κ. Καλογεράκης: «Την Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1943 συγγενείς από τον Αβδελλά των εκτελεσθέντων που έμαθαν τα γεγονότα από δυο διασωθέντες και βαριά τραυματίες τον Ιωάννη Νικηφόρο του Εμμανουήλ και τον Ελευθέριο Σαρρή του Μιχαήλ που πέθανε αργότερα, αναζήτησαν ιερέα από τα χωριά Κάλυβος Άγιος Μάμας, Αβδανίτες, Λιβάδια, Αβδελλά, με σκοπό να πάνε να θάψουν τους νεκρούς. Ανταποκρίθηκε ο γενναίος ιερέας του χωριού Λιβάδια Ανδρέας Βαρδιάμπασης και τον ακολούθησε ο δάσκαλος του Αβδελλά Νικόλαος Δετοράκης από την Κριτσά Μεραμβέλου. Όλοι μαζί ήταν 25 άνθρωποι. Οι Γερμανοί που δεν είχαν απομακρυνθεί τους αντιλήφθηκαν και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ούτε η θέα του ιερέα με το πετραχείλι που μαρτυρούσε τον ιερό τους σκοπό τους σταμάτησε. Δεν μπορούσαν οι ήρωες εκείνοι, να αφήσουν άταφους τους νεκρούς και χωρίς μια δέηση. Και το πλήρωσαν ακριβά με τη ζωή τους».
- Τελικά δεν αποδόθηκε κατηγορία στον Μπρόγερ:«Ναι κατά παράδοξο τρόπο δεν του αποδόθηκε κατηγορία για τις εκτελέσεις του Γουρνόλακου αν και η απόφαση του Στρατοδικείου που τον καταδικάζει σε θάνατο αναφέρει τα 33 άλλα χωριά που κρίθηκε ένοχος για τις εκτελέσεις των κατοίκων. Ανάμεσα σ’ αυτά και τα καμένα χωριά του Αμαριώτικου Κέντρους».
- Πρέπει να έζησαν τραγικές στιγμές οι κάτοικοι που απέμειναν: «Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτά που έζησα μικρό παιδί. Το χωριό μας είχε μόνο χήρες και ορφανά. Ήταν όλοι μαυροφορεμένοι και μοιρολογούσαν τους δικούς τους. Γλέντι δεν έγινε πάνω από 10-15 χρόνια και ήταν ένα δράμα που ζούσε όλο το χωριό. Όταν ήμουν μικρός, στην Πλάκα, όπως λέγεται η γειτονιά στο πάνω χωριό, μαζεύονταν οι γυναίκες τα καλοκαίρια και κάθονταν και βεγγέριζαν. Ξεκινούσαν με τα του σπιτιού τους, πως πάνε οι δουλειές τους, και μετά κατέληγαν σε μοιρολόγια. «Το παιδί μου, ο άντρας μου, ο αδερφός μου» και έκλαιγαν. Εγώ έβλεπα το χωριό μου μαυροφορεμένο και έλεγα «Δεν έχουν μάλλον άλλο χρώμα ρούχα να φοράνε οι άνθρωποι». Αυτά είναι μαρτυρίες, βιώματα, τα οποία ζήσαμε όλοι οι μετέπειτα που γεννηθήκαμε. Ήταν πράγματα τα οποία τα κουβαλάμε μέχρι και σήμερα».
Ανάμεσα στα σιωπηλά σπίτια
Στο μεταξύ φθάνουμε στο χωριό με τα επιβλητικά αλλά κλειστά σπίτια. Μοιάζουν αρχοντικά στον καιρό τους αλλά τώρα σε θλίβει η εγκατάλειψή τους.
«Πριν από μερικά χρόνια», μας λέει ο κ. Νικολούδης, «αναζητήσαμε τρόπους ένταξης του χωριού σε κάποιο πρόγραμμα για να αναδείξουμε αυτά τα σπίτια, για να διατηρηθούν και ας μην κατοικούνται. Αλλά δεν τα καταφέραμε.
Τώρα όμως που θα αναδειχτεί το χωριό ως μαρτυρικό, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για τα παλιά σπίτια των ανθρώπων που σκοτώθηκαν. Είναι ένα χρέος, που εάν μπορέσουμε, θα το κάνουμε».
Φθάνουμε, χωρίς να το καταλάβουμε με τη συζήτηση στο δημοτικό σχολείο όπου μας περιμένουν κάτοικοι. Έχουν μάλιστα ετοιμάσει κι ένα τραπέζι με πολλά «καλούδια» για να μας καλωσορίσουν. Αθάνατη Κρητική φιλοξενία. Σε κάθε περίπτωση μετράει ο σεβασμός και η καλή υποδοχή του ξένου.
Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια ματώνουν ακόμα οι μνήμες:
– «Ήταν όλες μαυροφορεμένες στο χωριό» μας λέει η κα Ζαχαρένια Ζαχαριουδάκη. Και να μην είχανε δικό τους από το σπίτι, είχαν συγγενή, είχαν φιλιότσο.
Ο καημένος ο δάσκαλος. Θυμάμαι την κόρη του, Αντιγόνη τη λέγανε, που του έφερε σε ένα άσπρο πετσετάκι ένα κομμάτι κουλούρα και του είπε «μπαμπά έφυγες νηστικός, πάρε αυτό να το φας». Το τελευταίο του ήταν. Όταν εχτίζανε το σχολειό ήμουν τεσσάρων χρονών τότε. Πηγαίνανε στα πηγάδια οι γυναίκες και κουβαλούσαν νερό και έπαιρνα από τη μάνα μου ένα μπρικαλάκι και ήθελα να κουβαλώ και εγώ νερό. Έτσι χτίσαμε το σχολείο, ο Δετοράκης ήταν ιδρυτής».
Μας λέει και ο κ. Γιώργος Ψαρουδάκης:
– «Τότες ήμουν τριών χρονών. Εσκοτώσανε τον πατέρα μου και έναν αδερφό του. Εμένα με προβληματίζει που η μητέρα μου μας ανάθρεψε και δεν την είδα ποτέ να κλαίει μπροστά μας. Μπορεί να έκλαιγε όταν δεν μας έβλεπε. Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ ότι είχα πατέρα.
Τον πατέρα μου δεν τον εθυμούμαι.
Όταν εμεγάλωσα εγώ προβληματίστηκα. Ήμουν στα όρη, σε ενός θείου και έκανα τον βοηθό. Και μου χτύπησε κάποια μέρα και ήθελα να πάω να δω που εσκοτώθηκε ο πατέρας μου. Ήμουν 12 χρονών και έφυγα από το βουνό το δικό μας.
Πέρασα Κάλυβο, Λιβάδια και πήγα στον Γουρνόλακο. Εκεί είδα το μνημείο που τους είχαν θαμμένους και έκλαιγα.
Σκέφτομαι εδά την ορφανιά μας. Τη σκέφτομαι γιατί είχα δύο αδερφές. Ο παππούς μου ο κακομοίρης θυμούμαι ότι έκανε συνέχεια «ωχ παιδιά μου» και χτύπαγε το στέρνο του. Από τότε μου έχει μείνει μια ψύχωση για τα ορφανά.
Εδά να μαλώσεις παιδί ορφανό θα σε επιτεθώ».
Συγκλονιστική και η μαρτυρία του κ. Ιωάννη Μαθιουδάκη:
«Δυο θείους μου σκότωσαν στον Γουρνόλακο μας λέει.
Με επηρέασε πολύ σαν παιδί. Πολύ μας στοίχησε.
Η πολιτεία δεν μας βοηθούσε καθόλου. Εάν έλειπαν οι Αμερικάνοι θα ήμασταν όλοι πεθαμένοι.
Είμαστε όμως όλο στο περιθώριο. Τώρα που κάνανε τους δήμους μας επαρατήσανε τελείως».
Δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα
Από τις τραγικές οικογένειες αυτή του Γιάννη Μαθιουδάκη. Σκοτώνοντάς τον οι Γερμανοί άφησαν πίσω του τη χήρα του Μαρία με εφτά ορφανά. Η Μαρία δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα ρούχα μέχρι και τον θάνατό της. Φυσικά δεν ξαναπαντρεύτηκε και ανέβηκε Γολγοθά για να μεγαλώσει τα παιδιά της ολομόναχη.
Και βέβαια μια ακόμα τραγική μορφή ήταν ο δάσκαλος Νικόλαος Δετοράκης που μας παρουσίασε με το γνωστό του μοναδικό τρόπο ο κ. Χάρης Στρατιδάκης σε μια επετειακή εκδήλωση που είχε γίνει αρχές του περασμένου Αυγούστου στο χωριό.
Ήταν μεγάλη μορφή ο δάσκαλος αυτός. Τον είχαν τοποθετήσει να διδάξει στον Αβδελλά το σχολικό έτος 1941-42.
Κτήριο για να στεγάσει τους μαθητές του δεν υπήρχε. Οι κάτοικοι με τη βοήθειά του έκτισαν το σχολείο που βλέπουμε σήμερα. Είχε προθυμοποιηθεί να συνοδεύσει την κουστωδία που ξεκινούσε να θάψει τους νεκρούς επειδή πολλοί από τους σκοτωμένους είχαν παιδιά που ήταν μαθητές του. Όταν τον εκτέλεσαν ήταν 38 ετών.
Μνημείο με δικές τους δαπάνες
- Αλήθεια γιατί μέχρι τώρα το χωριό δεν έχει δικαιωθεί; ρωτάμε τον κ. Νικολούδη παιρνοντας τον ρόμο της επισροφής, γεμάτοι εντυπώσεις από όσα είδαμε και ακούσαμε,ο οποίος μας απάντησε: «Το χωριό μας έπρεπε να είχε γίνει μαρτυρικό με βάση τον νόμο που υπάρχει από το 1997» μας απαντά. «Δεν το αναδείξαμε, δεν το κάναμε. Υπάρχουν όλων μας ευθύνες ή αμέλειες. Ξεκινάμε να το κάνουμε τώρα. Νομίζω ότι θα αναδειχτεί, έχει όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρει ο νόμος. Οι προϋποθέσεις είναι δυο βασικές. Η πρώτη είναι να υπάρχουν πολλά άτομα σκοτωμένα σε ένα χωριό. Εδώ έχουν σκοτωθεί 32 άτομα. Το καθένα κάνει μόνο τους τις ενέργειές του και κρίνεται εάν μπορεί να γίνει μαρτυρικό χωριό ή όχι. Η δεύτερη προϋπόθεση που αναφέρει ο νόμος είναι ότι σε όποιο χωριό έχουν γίνει υλικές καταστροφές, ζημιές, όπως κάψιμο σπιτιών κ.λπ., μπορούν να ενταχθούν στα μαρτυρικά. Το κορυφαίο που πρέπει να γίνει μαρτυρικό κάθε τόπος είναι να μην ξεχαστούν τόσοι νεκροί. Εμείς οι νεότεροι έχουμε χρέος στη θυσία τους, να τους θυμόμαστε».
Συγκινητική είναι και η λεπτομέρεια κατασκευής του μνημείου που κοσμεί το χωριό. Όπως μας είπαν οι κάτοικοι, πήγαν οι γυναίκες του χωριού και φέρανε ότι βρήκανε από τα οστά που είχαν κατεβάσει οι σκύλοι στα Ζωνιανά. Οι γυναίκες έβαλαν λεφτά και κτίστηκε το μνημείο.
Ο κ. Νικολούδης έχει επίσης να μας διηγηθεί κάτι ενδιαφέρον από τις παιδικές του μνήμες. Μια σπάνια μαρτυρία του θείου του Χαράλαμπου Νικολούδη που του είχε αφηγηθεί μεταξύ άλλων:
«Ξεκινήσαμε να πάμε να πάρουμε τους σκοτωμένους μας, γιατί θα τους έτρωγαν τα όρνεα.
Όπως είχα πάει ψηλά στην κορυφή του βουνού για να φύγω, θεώρησα καλό να μην γυρίσω πίσω και να πάω στο λάκκο που περίμεναν οι άλλοι. Είπα «εγώ θα καθίσω εδώ, να δω τη συμπεριφορά των Γερμανών και ανάλογα πηγαίνω».
Κάθισα λοιπόν εκεί, πίσω από έναν θάμνο ή βράχο. Οι Γερμανοί είχαν μαζί τους σκύλους. Ένας σκύλος λοιπόν ακολουθούσε τα βήματα, τις αποβολές των ανθρώπων.
Όταν ο σκύλος πλησίαζε προς τη δική μου κατεύθυνση, στα 40 μ. – 50 μ. είδα με μεγάλη ανακούφιση ότι γύριζε πίσω. Στάθηκα τυχερός, γιατί ακολουθούσε τα βήματα άλλου χωριανού, ο οποίος γύρισε πίσω, και δεν ήταν τα δικά μου. Εάν ακολουθούσε τα δικά μου θα ερχόταν να με έβρισκε εκεί που βρισκόμουν».
Αυτή είναι η ζωντανή μαρτυρία του θείου μου, καταλήγει ο κ. Νικολούδης, που είδε όλη τη διαδικασία της εκτέλεσης. Αυτός μετά έτρεξε, έφυγε και πήγε στο χωριό και είπε το συμβάν, το «χαμπέρι» όπως λέμε, που σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι χωριανοί.
- Ευτυχώς για το χωριό κατάφερε να ανασυγκροτηθεί…
– «Ναι καταφέραμε και βγάλαμε αρκετούς επιστήμονες. Θέλαμε πάση θυσία να δικαιώσουμε τη μνήμη των χαμένων μας χωριανών με τη δική μας πρόοδο. Κάθε χρόνο που αποφοιτούσαν 5-6 μαθητές έμπαιναν όλοι στα πανεπιστήμια, και κάθε σπίτι έχει δύο-τρεις ανθρώπους επιστήμονες. Μπορεί να έχει πενήντα-εξήντα επιστήμονες στο χωριό που μπορούν να βοηθήσουν και βοηθάνε με τον τρόπο τους όποτε χρειαστεί, όπου είναι στην Αθήνα, στο Ηράκλειο.
Είμαστε σαν χωριό αγαπημένοι, μας δένει κάτι σημαντικό και νομίζω ότι όλοι θα χαρούν και θα βοηθήσουν σε αυτήν τη προσπάθεια.
Τα νέα παιδιά σήμερα ζουν αυτό το γεγονός έντονα, γιατί ήταν παππούδες τους, θείοι τους. Συζητάω με νεότερους από εμένα και όλοι θέλουν να μαθευτεί αυτό το γεγονός. Η ανάδειξη του χωριού μας που είναι ιστορικό, εάν γίνει και μαρτυρικό, νομίζω ότι θα είναι ό,τι καλύτερο για όλους μας, όπου και να βρίσκεται ο κάθε Αβδελλιανός».
Μια σοβαρή προσπάθεια
Γεγονός είναι ότι από μήνες τώρα γίνεται σοβαρή προσπάθεια για τη δικαίωση του χωριού και από τον δραστήριο πολιτιστικό του σύλλογο με την επιστημονική στήριξη του ερευνητή κ. Γιώργου Καλογεράκη που αναφέρει σχετικά για την τραγωδία στο Γουρνόλακκο:
«Τα εγκλήματα του τακτικού στρατού στην Κρήτη τα χρόνια 1941-45 ήταν εκατοντάδες, Το έγκλημα όμως του Γουρνόλακκου δεν εξηγείται. Καμιά διαταγή «νεκρής» ζώνης στον Ψηλορείτη ως αιτία των εκτελέσεων δεν μπορεί να επικαλεστεί ο ιστορικός ερευνητής. Γιατί οι κτηνοτρόφοι των ριζίτικων χωριών πως θα ζούσαν τις οικογένειές τους; Που θα πήγαιναν τα κοπάδια τους; Οι κτηνοτρόφοι του Αβδελλά, μόνο τον Ψηλορείτη γνώριζαν. Αυτό ήταν το δεύτερο σπίτι τους.
Το αφήγημα των Γερμανών ότι συνελήφθησαν σε νεκρή ζώνη, ώστε να δικαιολογήσουν την πρώτη εκτέλεση της 3ης Σεπτεμβρίου 1943, δε αντέχει την ιστορική έρευνα.
Και μπορεί να μετρούμε ως κρητικοί τριάντα δύο νεκρά παλικάρια στο Γουρνόλακκο (22 συν 1 από τον Αβδελλά) αλλά τα θύματα είναι πολύ περισσότερα. Είναι οι χήρες που δεν ξαναπαντρεύτηκαν και ντύθηκαν στα μαύρα. Είναι τα ορφανά παιδιά που βρέθηκαν χωρίς πατέρα, το στήριγμα της ζωής τους να πρέπει να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους σε μια ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα. Είναι οι χαροκαμένοι γονείς των νεκρών που έφυγαν από τη ζωή με αυτό τον καημό. Είναι τέλος κάποια κορίτσια που δεν πρόλαβαν να στεφανωθούν τους αγαπημένους τους …».
Σίγουρα η θυσία τόσων ανθρώπων δεν θα πάει χαμένη. Είναι σε άξια χέρια η ιερή αυτή υπόθεση και σίγουρα θα δικαιωθεί. Γένοιτο!