Χοντρές σταγόνες της βροχής άρχισαν να κυλούν στην πολιτεία. Καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες προβλέπεται να επικρατήσουν τις επόμενες μέρες και τεράστια κύματα να υψώνονται στο πέλαγος. Δελτίο επιδείνωσης του καιρού και δελτίο επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων αλλά και μεταξύ των χωρών από τις οποίες εξαρτάται η ειρήνη στον πλανήτη. Ένας ακραίος χειμώνας, αιτιολογημένος και γκρίζος, παραδίδει μαθήματα μοναξιάς σε σιωπηλούς, συνοφρυωμένους πολίτες.
Βόρειοι άνεμοι σαρώνουν τα πελάγη. Ακραία φαινόμενα -τα συνηθίσαμε πια- θα συγκλονίσουν πάλι τους ανθρώπους. Πρέπει να περιμένεις τον κατάλληλο χρόνο, την κατάλληλη στιγμή. Να περιμένεις μέχρι να κοπάσει ο άνεμος. Να περιμένεις σαν αθάνατος και να ελπίζεις σαν θνητός.
Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Διάβαζε τον Όμηρο, διάβαζε την Οδύσσεια. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες μην τους φοβάσαι. Μήτε τη Σκύλλα ή τη Χάρυβδη, μήτε τις σειρήνες με τη γλυκιά φωνή που μαγεύουν παλικάρια. Να μιλάς λίγο και να διαβάζεις πολύ.
O Μανόλης ένοιωθε αμηχανία. Ενώ βρισκόταν σε μια συνεχή καθημερινή δραστηριότητα, τόση που σχεδόν δεν του άφηνε ούτε τόσο δα ελεύθερο χρόνο, εν τούτοις είχε το συναίσθημα πως οι μέρες του κυλούσαν δίχως ενδιαφέρον, δίχως νόημα. Του έλειπε η εσωτερική πληρότητα, η ευεξία, η ουσία της ζωής. Κοντολογίς, βαριόταν θανάσιμα. Ο ψυχίατρος του είχε πει πως βρισκόταν ακριβώς στο κατώφλι της κατάθλιψης.
– Άλλο θλίψη και άλλο κατάθλιψη, τόνισε με έμφαση ο γιατρός. Η κατάθλιψη είναι μια σοβαρή νόσος. Πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά, να εφαρμόσεις τις οδηγίες μου κατά γράμμα. Θα συνταγογραφήσω ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο για αρχή, θα παίρνεις ένα το πρωί και ένα βράδυ και κατόπιν θα επανεκτιμήσουμε την κατάσταση.
Ανησυχία τον γέμισαν τα λόγια του γιατρού, λίγα πράγματα κατάλαβε ούτως ή άλλως. Βυθίστηκε στην αγαπημένη του πολυθρόνα με το βιβλίο του αγαπημένου του συγγραφέα:
«Ο Άνθρωπος, με τον εγκέφαλό που διαθέτει δεν μπορεί να συλλάβει τι λέει η βροχή μυστικά, ακουμπώντας στα φύλλα των δέντρων. Δεν μπορεί να ξέρει τι λέει η αύρα στα λουλούδια των αγρών. Αλλά η καρδιά του μπορεί να νοιώσει και να συλλάβει το νόημα αυτών των ήχων (ενσυναίσθηση τη λένε τώρα) όταν περνάει και μεταφράζεται μέσα από τη μουσική. Τότε η Ψυχή και η Φύση συνδιαλέγονται, ενώ ο Άνθρωπος στέκει αμήχανος, άφωνος κάτω απ’ τον ουράνιο θόλο».
– Τραβάτε τα κουπιά, σφίξτε τα δόντια, μουρμούρισε ο Μανόλης. Αβεβαιότητα, ομίχλη, κατήφεια. Μα πάλι, δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω. Ψηλά το κεφάλι. Το καράβι μας ορθόπλωρο κι αγέρωχο ας πλέει μέσα στο φθινοπωρινό τοπίο. Άργησα αλλά επιτέλους κατάλαβα πως ο καθένας από μας είναι κι ένας Οδυσσέας, με την Πηνελόπη του, τον Τηλέμαχο, την Καλυψώ, την Κίρκη, τον Πολύφημο, τις Σειρήνες, τους Φαίακες, με ολόκληρο τον μύθο να προβάλλεται στην οθόνη του εσωτερικού του κόσμου. Ένας νέος Οδυσσέας πολυμήχανος που ταξιδεύει μέσα σε μιαν απίστευτη μοναξιά, ψάχνοντας για τη δική σου Ιθάκη.
– Τα ίδια λέγαμε και πέρυσι, Γιώργη. Τώρα τι γίνεται, μου λες; Τώρα τι λέμε;
– Τα σταφύλια είναι πατημένα. Το λάδι στα πιθάρια. Ο μούστος στα βαρέλια. Μοναδικό μέλλον, ο χειμώνας. Μοναδικός προορισμός, η Ιθάκη.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός