Καθησυχαστικός εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην πρόσφατη συνέντευξη του για την ένταση με την Τουρκία και κατ’ ουσίαν απέκλεισε την πιθανότητα σύγκρουσης έστω και κατόπιν τυχαίου ατυχήματος στο Αιγαίο.
Αιτιολόγησε τη βεβαιότητα του αυτή, με την υπόθεση ότι η Τουρκία βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων, αφού ακολουθεί τα αχνάρια του αναθεωρητισμού της Ρωσίας και με την ακόμα μεγαλύτερη υπόθεση ότι η Ελλάδα έχει πολύ ισχυρούς συμμάχους που αντιλαμβάνονται ότι τα σύνορα δεν μπορούν να παραβιάζονται δια της βίας.
Οι υποθέσεις στις όποιες βασίζεται η βεβαιότητα του πρωθυπουργού ότι δεν θα συμβεί τίποτα στη χώρα είναι ικανές, αλλά όχι και αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και ειρηνική πορεία Ελλάδας και Τουρκίας.
Οι πολύ ισχυροί σύμμαχοι της Ελλάδας είναι ταυτοχρόνως και πολύ ισχυροί σύμμαχοι της Τουρκίας και καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν διέρρηξε τις σχέσεις της ή τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές της με την Τουρκία ως αντίδραση στην παράνομη και επικίνδυνη επιθετική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας. Με την εξαίρεση των ΗΠΑ, που έχουν βάλει στον πάγο τα οπλικά συστήματα προς την Τουρκία για την αγορά από την Άγκυρα των ρωσικών S-400 και όχι για τα προβλήματα που δημιουργεί η Άγκυρα στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, ούτε ο ΟΗΕ, ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, πέραν της φραστικής αρνητικής αναφοράς έχουν δείξει διάθεση να φρενάρουν την Τουρκία σε όλα τα παράλογα επικίνδυνα και προσβλητικά που λέει και πράττει σε βάρος της Ελλάδας.
Αντιθέτως όλοι οι ισχυροί σύμμαχοι της Ελλάδας έχουν υιοθετήσει μια και μοναδική φράση καρμπόν, που την επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία και αφορμή για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και να έχουν «κάνει το καθήκον τους»:
Οι διαφωνίες και οι διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει να λυθούν με συνομιλίες και διαπραγματεύσεις.
Αυτήν την φράση των επιτήδειων ουδέτερων η κυβέρνηση Μητσοτάκη την διαβάζει ως την απόλυτη στήριξη στον ίδιο, την κυβέρνηση του , στην Ελλάδα, απέναντι στον καβγατζή αναθεωρητή Ερντογάν.
Αλλά αυτή δεν είναι η απόλυτη στήριξη, ίσως και να μην είναι καθόλου στήριξη. Και τούτο διότι οι ισχυροί σύμμαχοι της Ελλάδας αρνούνται πεισματικά οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά, παρατήρηση, επίπληξη, κύρωση σε βάρος της Τουρκίας που φραστικώς αλλά και εμπράκτως καθημερινώς παραβιάζει την εθνική κυριαρχία στο Αιγαίο με συνεχείς υπερπτήσεις των ελληνικών νησιών και προσφάτως δηλώνει ότι θα πάρει πίσω τα νησιά που αυτή νομίζει ότι της ανήκουν – δηλαδή θα αλλάξει τα σύνορα…
Αντιθέτως, οι ισχυροί σύμμαχοι της Ελλάδας – αλλά και της Τουρκίας – επιμένουν να κάτσουν να τα βρουν μόνες τους οι δύο χώρες, με άλλα λόγια να διαμοιράσουν την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο..
Επιπροσθέτως, ουδείς εκ των ισχυρών δεν θέλει να διασφαλίσει ότι η «μοιρασιά» της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο δεν θα γίνει ύστερα από επεισόδιο, που προαναγγέλλει καθημερινώς η Άγκυρα.
Η μοναδική εξαίρεση του θλιβερού «κανόνα συμπεριφοράς» των ισχυρών συμμάχων ήταν η πρόσφατη δήλωση – συνέντευξη του Αμερικανού γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, και ισχυρού προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου.
Ο κ. Μενέντεζ ευθαρσώς αντιτάχθηκε στην πολιτική του επιτήδειου ουδέτερου που ακολουθεί η κυβέρνηση Μπάιντεν απέναντι στην Ελλάδα και την Τουρκία, τονίζοντας:
«.. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν είναι πολύ ικανός να παρέμβει, αλλά όταν πρόκειται για σύγκρουση, θα είναι ήδη πολύ αργά, Πρέπει να αποφύγουμε μια σύγκρουση και να καταστήσουμε σαφές ποιος είναι ο επιτιθέμενος εδώ. Μερικές φορές το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ζητά και από τις δύο πλευρές να ηρεμήσουν. Αν η μια πλευρά είναι αυτή που εισβάλλει συνεχώς στον εναέριο χώρο σας, εάν η μια πλευρά είναι αυτή που μιλά απειλητικά τότε είναι ξεκάθαρο. Δεν καλούνται και οι δύο πλευρές, καλείται η πλευρά που δρα με αυτόν τον τρόπο και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η Τουρκία…».
Η απολύτως συγκεκριμένη πολιτική δήλωση/τοποθέτηση του κ. Μενέντεζ ουδόλως αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση δεν της έδωσε καμιά απολύτως σημασία και την άφησε να την πάρουν τα μποφόρ του Αιγαίου.
Βεβαίως η πολιτική δήλωση Μενέντεζ για να αξιοποιηθεί καταλλήλως απαιτεί άλλη, δυναμική διπλωματική πολιτική από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και από το σύνολο των ελληνικών κομμάτων. Οι ισχυροί φίλοι και σύμμαχοι της κυβέρνησης δεν αποτελούν εγγύηση ότι θα σταματήσουν την Τουρκία διότι ουδέποτε το έχουν κάνει. Μόνον αν η Αθήνα εξηγήσει και εξαναγκάσει τους ισχυρούς συμμάχους να σταματήσουν την Τουρκία, τότε μπορεί να επέλθει σχετική ησυχία στο Αιγαίο. Η Αθήνα έχει όπλα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ να εξαναγκάσει τους φίλους και συμμάχους …να εξαναγκάσουν την Τουρκία να ηρεμήσει.
Αλλά οι ελληνικές κυβερνήσεις ουδέποτε τα χρησιμοποίησαν τα τελευταία 40 χρόνια. Με την απόλυτα βεβαιότητα ότι «το κακό δεν θα έρθει στην κυβέρνηση μου αλλά στην επόμενη…».