Τους αγίους Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου Μανουήλ Αγγελή, Γεώργιο και Νικόλαο τούς δόξασε ο Θεός και τους τίμησε απεριόριστα ο γενέθλιος τόπος τους, οι Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου, αλλά και η πόλη τους, το Ρέθυμνο, όπου μαρτύρησαν για τον Χριστό και ετάφησαν.
Οι νεομάρτυρες, ουσιαστικά, ήταν εξωμότες, που, κάποια στιγμή, αρνήθηκαν την πάτριο πίστη, την Ορθοδοξία, κάτω από τις αφόρητες πιέσεις που δέχονταν από τον βάρβαρο κατακτητή και ασπάστηκαν τον Μωαμεθανισμό, ενώ άλλοι, για διαφορετικούς λόγους, επέλεξαν να γίνουν κρυπτοχριστιανοί, όπως και οι Αγιοί μας, οι Τέσσερις Μάρτυρες, που κληρονόμησαν την κατάσταση αυτήν από έναν κοινό πρόγονο και πάππο τους, τον Εμμανουήλ Βλατάκη. Συνειδησιακά, όμως, ποτέ δεν αποδέχτηκαν την κατάσταση αυτήν ως φυσιολογική στη ζωή τους και αναγκάζονταν να προσποιούνται «κατ’ επιφάνειαν μόνον και εν αναποδράστω ανάγκη» τους μωαμεθανούς, μέσα τους, όμως, άναβε δυνατή η φλόγα της ορθόδοξης πίστης και αφοσίωσής τους στον Χριστό και την Πατρίδα. Κι όταν, στο τέλος, ερχόταν το «πλήρωμα του χρόνου» και φανέρωναν τη χριστιανική τους πίστη, τότε οι Νεομάρτυρες μέσα από φρικτά βασανιστήρια έδιναν και τήν «καλήν ομολογίαν» και δέχονταν τον αιμάτινο στέφανο του μαρτυρίου.
Οι νεομάρτυρες υπήρξαν το ζείδωρο του ηλίου φως, ο φάρος μέσα στη νυκτερινή της σκλαβιάς τρικυμία, τα μυρίπνοα άνθη του χειμώνα της Τουρκοκρατίας, οι «αντιστασιακοί», άλλοις λόγοις, άνδρες της Εκκλησίας, που προετοίμασαν τους ραγιάδες και τους οδήγησαν να αγωνιστούν κι εκείνοι για την ανάκτηση της Πίστης και της εθνικής ελευθερίας τους. Αυτή η δύναμη των νεομαρτύρων να υποστούν τα μαρτύρια και τον θάνατο είναι εκείνο που έσωσε την Ορθοδοξία και την Ελλάδα στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας και δεν τουρκέψαν όλοι οι Ρωμιοί.
Έτσι και οι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου. Σαν έφθασε η δύσκολη εκείνη ώρα του 1821, αποκάλυψαν την πίστη τους στον Χριστό κι έπιασαν τα όπλα και πολέμησαν γενναία για την Πατρίδα για τρία ολόκληρα χρόνια, μέχρι το έτος 1824, όταν ο εθνικός των Ελλήνων αγώνας κατεστάλη προσωρινά, λόγω της βοήθειας που προσέφεραν οι Αιγύπτιοι στους Τούρκους. Τότε – σύμφωνα και με το συναξάριό τους – οι Νεομάρτυρες Άγιοί μας, που είχαν μείνει σώοι και αβλαβείς από τη συμμετοχή τους στις φονικές μάχες των τριών αυτών χρόνων, επέστρεψαν κι εκείνοι, όπως και οι λοιποί χριστιανοί ομοχώριοί τους, στο χωριό τους, τις Μέλαμπες, και συνέχισαν να διαμένουν εκεί κανονικά, «ζώντας φανερά πια ως χριστιανοί και πράττοντες τα χριστιανικά αυτών καθήκοντα».
Ενώ μπορούσαν – και μάλιστα αυτοί για έναν λόγο παραπάνω (για την εξωμοσία τους το 1821) – να έφευγαν από το νησί με τους χιλιάδες αμάχους που απομακρύνθηκαν μετά την προσωρινή καταστολή του εθνικού αγώνα από τους Τούρκους, αυτοί δεν το έκαναν! Υπολογίζεται ότι μόνο στους πρώτους μήνες του 1824 απομακρύνθηκαν από την Κρήτη περί τους 60.000 κρητικοί. Μέσα σε αυτούς που έφυγαν, με βάση τη λογική, θα έπρεπε να ήταν και οι τέσσερις Βλατάκηδες, αφού η αποκήρυξη από μέρους τους του Ισλάμ έθετε σε άμεσο κίνδυνο την ίδια τη ζωή τους. Δεν λειτούργησε όμως σε αυτούς η λογική και το ένστικτο της επιβίωσης. Η πίστη τους στον Χριστό και την Πατρίδα τα παραμέριζε και τα δύο. Μπορούσαν να φύγουν και να σωθούν, έμειναν όμως για να μαρτυρήσουν και αυτό έχει μεγάλη σημασία! Δεν θα γίνονταν, δηλαδή, μάρτυρες αναγκαστικά αλλά με τη θέλησή τους!
Και πραγματικά, η δύναμη τής ομολογίας και του φρικτού Μαρτυρίου των Τεσσάρων Μαρτύρων υπήρξαν την ώρα εκείνη συγκλονιστικά! Το ηθικό των χριστιανών – που μέχρι τη στιγμή εκείνη τους ήξεραν Οθωμανούς Ρετζέπηδες και τώρα τους έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους ορθόψυχους να αποκαλύπτονται αληθινοί Χριστιανοί και Έλληνες – αναπτερώθηκε γενναία και η θυσία και το μαρτύριό τους αναγνωρίστηκαν αμέσως και από την πρώτη, κιόλας, στιγμή. τόσο συγκίνησε ο αγώνας τους και το Μαρτύριό τους το χριστεπώνυμο πλήρωμα τής Εκκλησίας των Ρεθυμνίων και όχι μόνον.
Έτσι, ο πιστός λαός του Ρεθύμνου – χωρίς να έχει προηγηθεί καμιά αναγνώρισή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο – αναγνώρισε αμέσως κι εντελώς αυθόρμητα την αγιότητά τους και προχώρησε από πολύ ενωρίς, ίσως και από το επόμενο, κιόλας, του μαρτυρίου τους έτος να τους τιμά, τελώντας θείες Λειτουργίες αφιερωμένες στη μνήμη τους. Χωρίς, επίσης, να έχει προηγηθεί καμιά αναγνώρισή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο – συνετάγη και η πρώτη τους Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε το έτος 1852 και φιλοτεχνήθηκε και η πρώτη τους εικόνα, ποίημα Ιωάννου Φραγκόπουλου, Ζακυνθίου, το 1836 – δώδεκα, μόλις, χρόνια από το μαρτύριό τους – που σήμερα φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό του Ρεθύμνου. Λίγο αργότερα, το έτος 1877, αφιερωνόταν και ο πρώτος ναός στη μνήμη τους, το νότιο κλίτος του ι. ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο χωριό Ακτούντα Αγίου Βασιλείου και δέκα χρόνια μετά (1888) και στο χωριό τους, τις Μέλαμπες, γινόταν η πρώτη προσπάθεια ανέγερσης ι. ναού, από τον λόγιο επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη, χωρίς ο πιστός λαός, επαναλαμβάνουμε, να έχει ουδεμίαν ανάγκη και της επίσημης αναγνώρισης και αγιοκατάταξής τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία έφθασε πολύ αργότερα, 153 χρόνια μετά (!) κατόπιν των δυναμικών ενεργειών τού φιλάγιου Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρού Τίτου Συλλιγαρδάκη. Ο Τίτος στις 15 Μαρτίου 1977, επί Πατριάρχου Δημητρίου, έστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσημη επιστολή με την οποία, αφού αναφερόταν στη ζωή και στο μαρτυρικό τέλος των Αγίων, καθώς και στον απεριόριστο σεβασμό που έτρεφε προς αυτούς ο κλήρος και ο πιστός λαός του Ρεθύμνου, ζητούσε την επίσημη ένταξή τους στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας, προκειμένου η μνήμη τους, στο εξής, να λάβει και πάνδημο, πέραν του τοπικού, χαρακτήρα.
Στην περίπτωση αυτήν του Μαρτυρίου – και σύμφωνα με τους Πατέρες τής Εκκλησίας – η αναγνώριση τής αγιότητας στη συνείδηση τού πληρώματος τής Εκκλησίας είναι άμεση και δεδομένη. Δεν απαιτούνται τα λεγόμενα «τεκμήρια αγιότητας». Τι μεγαλύτερο τεκμήριο από το να θυσιάσουν για τον Χριστό την ίδια τους τη ζωή;
www.ret-anadromes.blogspot.com