Ως ένα σκοτεινό αφανές, έγκλημα χαρακτηρίζεται η παιδική κακοποίηση. Ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα με πολλά παιδιά να βιώνουν τη φρίκη και να υφίστανται κάθε μορφής βίας ήδη από την προσχολική ηλικία. Ένα ζήτημα που πληγώνει την κοινωνία και αφήνει τραύματα στα θύματα. Κάποια περιστατικά αποκαλύπτονται, τα περισσότερα όμως παραμένουν στο κρυφά, με τους ανήλικους να μένουν αβοήθητοι και τα εγκλήματα που συντελούνται σε βάρος τους παραμένουν αθέατα.
Οι διαστάσεις του προβλήματος πολλές και όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες σε πολλές των περιπτώσεων οι θύτες είναι από το οικογενειακό, φιλικό ή συγγενικό περιβάλλον. Η αποκάλυψη της φρίκης από τα θύματα από την άλλη είναι εξίσου δύσκολη, επίπονη και ψυχοφθόρα διαδικασία. Τα παιδιά θύματα κακοποίησης και ιδίως αυτά που ανήκουν στις πιο ευάλωτες ομάδες στις οποίες κατατάσσονται τα αγόρια, τα παιδιά με αναπηρίες, τα προσφυγόπουλα, τα νήπια, όπως λένε οι ειδικοί, δυστυχώς για διάφορους λόγους η κάθε κατηγορία παιδιών, πολύ δύσκολα, θα αποκαλύψουν τον εφιάλτη που βιώνουν. Ο φόβος τους στοιχειώνει και παραμένουν σιωπηλά. Τα παιδιά θύματα «φωνάζουν», χωρίς να μιλούν.
Από την άλλη η αδυναμία των εκπαιδευτικών να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα, τα σημάδια τις αλλαγές συμπεριφοράς των παιδιών και άλλες φορές η λογική «που να μπλέξω τώρα» αφήνουν το πρόβλημα να συνεχίζει.
Τα παραπάνω ζητήματα αναπτύχθηκαν χθες σε ημερίδα που διοργάνωσε η Διεύθυνση Πρωτοβάθμια Εκπαίδευσης και οι σχολικοί σύμβουλοι της Π.Ε Ρεθύμνου με θέμα: Παιδική παραμέληση και κακοποίηση. Αναγνώριση, πρόληψη, διαχείριση από τους εκπαιδευτικούς.
Στη διάρκεια της ημερίδας η εισαγγελέας ανηλίκων Ιωάννα Δημητρίου Ρεθύμνου και η καθηγήτρια εγκληματολογίας Όλγα Θεμελή αναφέρθηκαν στο πρόβλημα εξηγώντας στους εκπαιδευτικούς τόσο τις νομικές του προεκτάσεις, καθοδηγώντας τους παράλληλα για τα όσα πρέπει οι ίδιοι να κάνουν σε περίπτωση που πέσει στην αντίληψή τους κάποιο περιστατικό.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Εισαγγελέας Ανηλίκων οι δάσκαλοι οφείλουν να παρακολουθούν τα παιδιά, ώστε να αναγνωρίσουν τυχόν αλλαγές στη συμπεριφορά τους ή αν τους συμβαίνει κάτι και όπως είπε έχουν υποχρέωση από τον νόμο να καταγγείλουν περιστατικά κακοποίησης ή παραμέλησης που πληροφορούνται με οποιονδήποτε τρόπο, τονίζοντας ότι: Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι σε εγρήγορση και να μη διστάζουν να απευθύνονται στις αρχές.
Το σχολείο όπως πρόσθεσε η κ. Δημητρίου, αποτελεί πολλές φορές την πηγή πληροφόρησης του Εισαγγελέα ότι ένα παιδί κακομεταχειρίζεται ή παραμελείται και δίνεται έτσι η δυνατότητα σ΄ αυτόν να παρέμβει άμεσα.
Η καθηγήτρια εγκληματολογίας Όλγα Θεμελή επεσήμανε το κρίσιμο σημείο είναι η σχέση πομπού και δέκτη, δηλαδή στο πώς θα μιλήσει το παιδί, το σήμα που θα εκπέμψει και κατά πόσο έτοιμος, ενημερωμένος εκπαιδευμένος και ευαισθητοποιημένος θα είναι ο εκάστοτε εκπαιδευτικός για να το ακούσει και να συνειδητοποιήσει τα σημάδια του κακοποιημένου παιδιού. Το κενό της επιμόρφωσης και της πιστοποίησης των εκπαιδευτικών στα θέματα αυτά είναι τεράστιο όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, αφού δεν υπάρχει πρωτόκολλο ώστε να ξέρουν οι εκπαιδευτικοί ακριβώς τα βήματα που πρέπει να ακολουθούν.
«Η μεγάλη παθογένεση στην Ελλάδα είναι η έλλειψη εκπαίδευσης. Δεν είναι κανείς εκπαιδευμένος. Εκπαιδευτικοί, δικαστές, εισαγγελείς, προανακριτικοί υπάλληλοι, πραγματογνώμονες, τεχνικοί σύμβουλοι, κανένας. Υπάρχουν πρωτόκολλα, υπάρχουν δια βίου εκπαιδεύσεις, υπάρχουν πιστοποιήσεις, υπάρχουν αξιολογήσεις. Δεν υπάρχει ένα πρωτόκολλο συγκεκριμένο το οποίο να έχει βγάλει το υπουργείο Παιδείας και στο οποίο να εκπαιδεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα οι εκπαιδευτικοί. Η πολιτεία πρέπει αντιληφθεί και να καταλάβει επιτέλους τη σημασία μιας ουσιαστικής, πραγματικής εκπαίδευσης, τη δημιουργία ενός δομημένου πρωτοκόλλου, που θα αφορά στην εκπαίδευση όλων» κατέληξε.
Αναλυτικά,
Καθαριστικός ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης
Η παιδική κακοποίηση σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική – συναισθηματική παραμέληση αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Τα αποτελέσματα ερευνών δείχνουν ότι ένα στα πέντε παιδιά πέφτει θύμα κακοποίησης κυρίως από άνδρες δράστες, οι οποίοι σε ποσοστό 70-90% προέρχονται από το φιλικό ή συγγενικό περιβάλλον του θύματος. Ανήκοντας έτσι στην κατηγορία των ατόμων «υπεράνω πάσης υποψίας», ο θύτης είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, κάποιος που γνωρίζει και εμπιστεύεται ο ανήλικος. Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται πως τα περιστατικά είναι πολλά περισσότερα, αφού η πλειοψηφία παραμένει στο σκοτάδι χωρίς ποτέ να αποκαλυφθεί η φρίκη, η βία και ο πόνος που βιώνουν τα παιδιά. Ο ρόλος των γονέων και της οικογένειας είναι καταλυτικός στην προστασία των παιδιών. Εξίσου καταλυτικός όμως είναι και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, αφού το σχολείο είναι ο χώρος που μετά το σπίτι το παιδί περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Η αναγνώριση των σημαδιών όποιας μορφής κακοποίησης και η ανάληψη πρωτοβουλίας, ώστε να ενημερωθούν άμεσα οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές για κάθε περιστατικό που αφορά παιδιά, τα οποία μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο, ήταν το θέμα της ημερίδας που διοργάνωσε χθες στο Σπίτι του Πολιτισμού η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και οι σχολικοί σύμβουλοι Πρωτοβάθμιας, με θέμα «Παιδική παραμέληση και κακοποίηση. Αναγνώριση, Πρόληψη, Διαχείριση από τους εκπαιδευτικούς».
Στη διάρκεια της ημερίδας η εισαγγελέας ανηλίκων Ρεθύμνου, Ιωάννα Δημητρίου και η καθηγήτρια εγκληματολογίας, Όλγα Θεμελή, αναφέρθηκαν στο πρόβλημα εξηγώντας στους εκπαιδευτικούς τόσο τις νομικές του προεκτάσεις καθοδηγώντας τους παράλληλα για τα όσα πρέπει οι ίδιοι να κάνουν σε περίπτωση που πέσει στην αντίληψή τους κάποιο περιστατικό.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η εισαγγελέας Ανηλίκων, οι δάσκαλοι οφείλουν να παρακολουθούν τα παιδιά, ώστε να αναγνωρίσουν τυχόν αλλαγές στη συμπεριφορά τους ή αν του συμβαίνει κάτι και έχουν υποχρέωση από τον νόμο να καταγγείλουν περιστατικά κακοποίησης ή παραμέλησης που πληροφορούνται με οποιονδήποτε τρόπο τονίζοντας ότι «ο εισαγγελέας φυσικά για να παρέμβει και να ασκήσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με τον νόμο, πρωτίστως θα πρέπει να έχει πληροφορηθεί εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που συγχωρούν ή επιβάλλουν την παρέμβαση του».
«Οι εκπαιδευτικοί να είναι σε εγρήγορση και να μη διστάζουν να απευθύνονται στην εισαγγελία»
Η εισαγγελέας Ανηλίκων Ρεθύμνου Ιωάννα Δημητρίου, στη διάρκεια της ημερίδας αναφέρθηκε στη νομική αντιμετώπιση της κακοποίησης των παιδιών και τις νομικές προεκτάσεις της προβατικής συμπεριφοράς στο σχολείο. Ξεκινώντας την εισήγησή της μίλησε για τον ρόλο της οικογένειας και τον ρόλο του σχολείου τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Η οικογένεια είναι αναμφίβολα το πιο ζωντανό κοινωνικό κύτταρο. Είναι ο καθρέφτης ολόκληρης της κοινωνίας. Είναι η κοινωνία η ίδια σε μικρογραφία. Ο θεσμός της οικογένειας είναι κατεξοχήν ιερός και χρήσιμος, αφού η οικογένεια και η ζωή μέσα σ’ αυτήν, όταν βέβαια είναι αρμονική, προσφέρει αμέτρητα αγαθά και ωφέλειες στον άνθρωπο. Αυτή ευθύνεται για τη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα, καθώς και για την ατομική και κοινωνική προκοπή του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Η κοινωνική δε λειτουργία της οικογένειας συνιστά έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για τον ομαλό εγκοινωνισμό των νέων μελών της. Παρέχει πρότυπα ισχυρά σε ορισμένη κοινωνική συγκυρία, εξοικειώνει με το περιεχόμενο κοινωνικών ρόλων που μελλοντικά αναλαμβάνει το παιδί, ασκεί πειθαρχία και έλεγχο αποτρέποντας από την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Γενικώς διατηρεί τα μέλη της σε αρμονία με το κοινωνικά αποδεκτό και εμποδίζει την αντικοινωνική συμπεριφορά. Μέσα σε αυτήν πλάθονται πολιτικές και αισθητικές αντιλήψεις που επηρεάζουν τα μέλη της.
Το σχολείο μετά την οικογένεια αποτελεί έναν σημαντικό χώρο διαπαιδαγώγησης των παιδιών, μέσα στον οποίο διαμορφώνουν τις προσωπικές και κοινωνικές τους δεξιότητες. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών αποδεικνύεται πολύ σημαντικός ως προς τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και την υποστήριξη των παιδιών σε στάσεις και συμπεριφορές που προάγουν και προστατεύουν τη σωματική και την ψυχική τους υγεία. Οι εκπαιδευτικοί, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε πολλά επίπεδα, συμβάλλουν μέσα από το έργο τους, επηρεάζοντας τις ζωές των παιδιών και εφήβων και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας υγιούς στάσης ζωής. Επομένως, ο «δάσκαλος» μετά τον γονιό λειτουργεί ως πρότυπο μέσα από τη δική του στάση και συμπεριφορά. Η σχολική κοινότητα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πλαίσια υλοποίησης των παρεμβάσεων πρόληψης, καθώς δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε ένα μεγάλο αριθμό νέων, ενώ παράλληλα αποτελεί ένα παιδαγωγικό και οργανωμένο πλαίσιο που διευκολύνει τέτοιου είδους παρεμβάσεις.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, τόσο ο θεσμός της οικογένειας, όσο και ο θεσμός της παιδείας τυγχάνουν στη χώρας μας Συνταγματικής Προστασίας».
Όπως σημείωσε με έμφαση «η προστασία των παιδιών από την κακομεταχείριση δεν συνιστά πράξη φιλανθρωπίας, αλλά νομική και ηθική υποχρέωση. Η κακοποίηση και η παραμέληση ενός παιδιού συνιστά ποινικό αδίκημα και παραβίαση του ελληνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου.
Τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά βίας σε βάρος ανηλίκων ακόμα και ακραίας βίας, φαίνεται να έχουν πυκνώσει και η αγριότητα που υπάρχει φαίνεται να βαίνει κλιμακούμενη. Ως μεμονωμένα περιστατικά, τα περιστατικά βίας είναι προφανώς ξεχωριστά εγκλήματα και ως τέτοια επιλαμβάνονται για αυτά η Αστυνομία και οι δικαστικές Αρχές. Ως ζητήματα δε που απασχολούν την κοινωνία, φαίνεται να συνδέονται με ορισμένες συνθήκες που είναι ορατές για μακρύ χρονικό διάστημα πριν από τη διάπραξη των εγκλημάτων και σήμερα βλέπουμε το αποτέλεσμα των διεργασιών και των κοινωνικών σχέσεων που έχουν παραχθεί πολλά χρόνια πριν».
Το σχολείο, όπως πρόσθεσε η κα Δημητρίου, αποτελεί πολλές φορές την πηγή πληροφόρησης του εισαγγελέα ότι ένα παιδί κακομεταχειρίζεται ή παραμελείται και δίνεται έτσι η δυνατότητα σ’ αυτόν να παρέμβει άμεσα. «Είναι πολλές οι περιπτώσεις που το ενημερωτικό έγγραφο του διευθυντή του σχολείου, αποτέλεσε αφορμή, ώστε να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα, να διατάξουμε τη διενέργεια, πολλές φορές κατεπείγουσας κοινωνικής έρευνας, αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων τέκνων της οικογένειας και να οδηγηθούμε στην αφαίρεση της άσκησης της επιμέλειας από τους γονείς, την ανάθεσή της σε τρίτους και την άμεση απομάκρυνση του παιδιού από το οικογενειακό του περιβάλλον, ενέργειες που εκ του αποτελέσματος κρίθηκαν σωτήριες για τα παιδιά».
Για το λόγο αυτό, όπως είπε, ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι καθαριστικός και τους κάλεσε να είναι σε εγρήγορση και να μην διστάζουν να απευθύνονται στην εισαγγελία όταν αντιληφθούν περιστατικά που τα παιδιά είναι θύματα βίαια: «οι δάσκαλοι θα πρέπει να παρατηρούν την αλλαγή της συμπεριφοράς των παιδιών, π.χ. έντονα συναισθήματα, ασυνήθιστη κόπωση, ξαφνικές αντιδράσεις, παραμέληση του εαυτού τους, άγχος. Να είναι σε εγρήγορση. Σε περίπτωση δε που θα αντιληφθούν ότι κάτι δεν πάει καλά, καταρχάς πρέπει να είναι ψύχραιμοι και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του παιδιού. Να συλλέξουν όσα περισσότερα στοιχεία μπορούν και να εξασφαλίσουν ότι το παιδί θα μιλήσει, να το πείσουν ότι πρέπει να μιλήσει, να μην φοβηθεί. Όταν υπάρχουν ενδείξεις, ενημερώνει άμεσα τον εισαγγελέα, να ρωτούν πώς να χειριστούν το περιστατικό όταν έχουν κάποιες ενδείξεις ή υποψίες. Δεν θα έχουμε πάντα ατράνταχτες αποδείξεις. Μην διστάζετε».
Μιλώντας για τη βία επανέλαβε ότι δεν έχει κοινωνικά, οικονομικά, ταξικά όρια και κριτήρια. «Συμβαίνει παντού και οι μορφές της ποικίλουν. Η βία παραμένει στις περισσότερες περιπτώσεις ανομολόγητη. Όπως δε έχει γραφτεί «…Κρύβεται πίσω από μαύρα γυαλιά. Πνίγεται σε βουβά δάκρυα». Είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε ότι έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα παιδιά δεν είναι «ανθρωπάκια» με περιορισμένης εμβέλειας δικαιώματα. Ότι, αντίθετα, είναι αυτόνομες οντότητες που πρέπει να απολαμβάνουν πλήρως τα δικαιώματα που αφενός μεν τους αναγνωρίζονται από τους νόμους, το Σύνταγμα και τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, αφετέρου δε κατοχυρώνονται μέσω της δικαστικής αντιμετώπισης, η οποία έχει σημαντική προληπτική, κατασταλτική και εν γένει δικαστική λειτουργία. Ωστόσο, η νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών δεν ασκεί αν δε συνοδεύεται από τον ουσιαστικό σεβασμό τους στην πράξη. Προς αυτήν την κατεύθυνση ο ρόλος της σχολικής κοινότητας είναι καθοριστικός. Τα παιδιά περιμένουν τη σωστή καθοδήγηση, την ενδυνάμωση και την μεταλαμπάδευση του μηνύματος της ισότητας, της υπευθυνότητας, της ανάγκης σεβασμού προς τον συνάνθρωπό μας και της συνολικής προσπάθειας για την εξάλειψη και καταπολέμηση της βίας, από όπου κι αν προέρχεται. Είναι χρέος του καθενός μας να συμβάλλουμε στην πρόληψη, στην προστασία και στην εν γένει ευημερία των παιδιών μας. Η επιτυχία της κοινωνίας μας θα είναι η επιτυχία των παιδιών μας».
Παιδική κακοποίηση: «οι χίλιες αποχρώσεις του μαύρου»
Η Όλγα Θεμελή, αναπλ. καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης μίλησε για τον κρίσιμο ρόλο του εκπαιδευτικού στην αποκάλυψη της κακοποίησης των ανηλίκων και στο «σπάσιμο» της σιωπής. Η κα Θεμελή μιλώντας για την κακοποίηση έκανε λόγο για ένα αφανές έγκλημα χαρακτηρίζοντάς το τις «χίλιες αποχρώσεις του μαύρου» κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη δύσκολη και ψυχοφθόρα διαδικασία της αποκάλυψης σημειώνοντας ις δυσκολίες για τα ίδια τα θύματα ιδιαίτερα δε για τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης και ασελγών πράξεων για τις οποίες δεν υπάρχουν εξωτερικά σημάδια. Η διαδικασία της αποκάλυψης, όπως εξήγησε, είναι δυσκολότερη για τα θύματα που είναι αγόρια, για τα ΑμεΑ, τους πρόσφυγες, αλλά και για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, τα οποία σπάνια θα αποκαλύψουν τι τους συμβαίνει: «Οι εκπαιδευτικοί είναι βασικό να κατανοήσουν πως πρόκειται για ένα έγκλημα αφανές, σκοτεινό. Είναι πραγματικά από τα πιο αφανή εγκλήματα που μελετάει η επιστήμη, η εγκληματολογία. Άρα οι εκπαιδευτικοί είναι σημαντικό να κατανοήσουν γιατί τα παιδιά δεν θα μιλήσουν. Η πλειονότητα των παιδιών δεν θα μιλήσει ποτέ, ειδικά τα αγόρια γιατί ύστερα υπάρχει και το στίγμα, υπάρχουν και κάποιες γραμμικές σχέσεις που όποιο αγόρι μιλήσει θα θεωρηθεί μελλοντικός παιδόφιλος ή θα αλλάξει σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ. Άρα για τα αγόρια θύματα είμαστε πάρα πολύ απαισιόδοξοι και αντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες. Δεν μιλούν, γιατί υπάρχουν ακριβώς αυτά τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, τα οποία δεν έχουν καμία επιστημονική εγκυρότητα, δεν αποδεικνύεται. Επίσης, είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσουν τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Θα έπρεπε η πολιτεία να κάνει ένα ιδιαίτερο έργο, να σταθεί ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες των πιο ευάλωτων κατηγοριών, που είναι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Εάν χάσουμε την πρώτη πρόληψη στην προσχολική εκπαίδευση, τότε δεν έχουμε που να χτίσουμε. Άρα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τα παιδιά πρόσφυγες, τα αγόρια, όλα αυτά έχουν μια ευαλωτότητα και οι δείκτες αποκάλυψης είναι πάρα πολύ χαμηλοί. Τα παιδιά αυτά ξέρουμε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν θα μιλήσουν ποτέ. Αλλά και από τα άλλα παιδιά που δεν ανήκουν σε αυτές τις ευάλωτες κατηγορίες περιμένουμε, από τα 100 παιδιά να μιλήσουν τα πέντε-έξι».
Συνεχίζοντας η καθηγήτρια εγκληματολογίας αναφέρθηκε στη σχέση πομπού και δέκτη, δηλαδή στο πώς θα μιλήσει το παιδί και τι και πόσο έτοιμος, ενημερωμένος, εκπαιδευμένος και ευαισθητοποιημένος θα είναι ο εκάστοτε εκπαιδευτικός για να τον ακούσει και να συνειδητοποιήσει τα μηνύματα, τα σημάδια του κακοποιημένου παιδιού. Το κενό της επιμόρφωσης και της πιστοποίησης των εκπαιδευτικών στα θέματα αυτά είναι τεράστιο, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Εάν δεν ξέρουμε πως να τα ακούσουμε τα παιδιά θα τα χάσουμε και αυτά. Η αποκάλυψη είναι μια δυναμική διαδικασία, χρονοβόρα, με αμφιθυμία, με στεναχώρια, με μπρος-πίσω, με ανακλήσεις. Ένα παιδί που ανακαλεί, πιστοποιεί ότι λέει την αλήθεια του. Φοβάται τα αντίποινα, φοβάται ότι αργά ή γρήγορα θα τιμωρηθεί, νιώθει ενοχές και τύψεις εάν αυτός (ο θύτης) πρόκειται να μπει ενδεχομένως στη φυλακή ή να δικαστεί ή αν πρόκειται για ένα πολύ οικείο του πρόσωπο. Δεν μπορεί να το σηκώσει αυτό στους παιδικούς ώμους. Μπορεί να είναι και θέμα δωροδοκίας. Πάντα μελετάμε την ανάκληση και πάντα γνωρίζουμε ότι η ανάκληση πολλές φορές είναι το τελευταίο στάδιο μιας τρομακτικής προσπάθειας ενός παιδιού να αποκαλύψει. Η ανάκληση ισχυροποιεί την αλήθεια και όχι το ψεύδος των ισχυρισμών».
Η κα Θεμελή τόνισε ότι η μεγάλη παθογένεση στην Ελλάδα είναι η έλλειψη εκπαίδευσης: «Δεν είναι κανείς εκπαιδευμένος. Εκπαιδευτικοί, δικαστές, εισαγγελείς, προανακριτικοί υπάλληλοι, πραγματογνώμονες, τεχνικοί σύμβουλοι, κανένας. Υπάρχουν πρωτόκολλα, υπάρχουν δια βίου εκπαιδεύσεις, υπάρχουν πιστοποιήσεις, υπάρχουν αξιολογήσεις. Εδώ (στην Ελλάδα) δεν υπάρχει αυτό. Άρα είναι λίγο-πολύ ένα λόττο, σε τι χέρια θα πέσει. Εάν κάποιος κάτι θα ακούσει, έχει μια αυξημένη ενσυναίσθηση, έχει διαβάσει, τότε θα τα πάει ενδεχομένως λίγο πιο καλά με λιγότερα σφάλματα. Εάν κάποιος όμως δεν έχει καμία σχέση με όλο αυτό το γνωστικό πεδίο, τότε τα λάθη θα είναι πολλά και θα είναι καταστροφικά» και συμπλήρωσε ότι: «Δεν υπάρχει ένα πρωτόκολλο συγκεκριμένο, το οποίο έχει βγάλει το υπουργείο Παιδείας και στο οποίο να εκπαιδεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα οι εκπαιδευτικοί. Οι συνάδελφοι στο εξωτερικό εκπαιδεύονται πολλές φορές μέσα στον χρόνο, πιστοποιούνται ως ειδικοί σε αυτό, επαναξιολογούνται. Οπότε υπάρχει ένα τεράστιο κενό».
Όπως πρόσθεσε οι ημερίδες έχουν σκοπό να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν μια εκπαίδευση.
Κλείνοντας η κα Θεμελή αναφέρθηκε στις ευθύνες της πολιτείας τονίζοντας ότι: «Η πολιτεία πρέπει αντιληφθεί και να καταλάβει επιτέλους τη σημασία μιας ουσιαστικής, πραγματικής εκπαίδευσης, τη δημιουργία ενός πρωτόκολλου, την εκπαίδευση όλων. Ένα δομημένο πρωτόκολλο. Να κάνουμε εκπαίδευση βήμα-βήμα. Τα παιδιά μιλάνε με τον δικό τους τρόπο, με την κακή τους σχολική επίδοση, με την επιθετική τους συμπεριφορά, με την κοινωνική τους απόσυρση, με τη διαδεδομένη φοίτηση κ.λπ. Τα παιδιά έχουν τον δικό τους τρόπο. Πώς τα πλησιάζω; Πώς δημιουργό έναν δίαυλο επικοινωνίας; Πώς λέω είμαι εδώ να σε ακούσω; Γιατί τα παιδιά επιλέγουν συγκεκριμένους ανθρώπους; Γιατί στην πλειονότητά τους λένε θα φύγουν με το μυστικό αυτό; Η τέχνη του να γνωρίζεις πως να μην γνωρίζεις. Απόκρυψη, αποσιώπηση. Αυτό είναι που επιλέγεται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Είναι πολύ απογοητευτικό γιατί ίδια πράγματα λέμε επί δεκαετίες. Το πιο απογοητευτικό από όλα είναι ότι σε πολύκροτες υποθέσεις είναι η πλήρης ματαίωση και είναι η βαθιά προδοσία. Σε κανέναν μέρος του κόσμου με έναν δικαϊκό πολιτισμό, με ένα μίνιμουμ νομικού πολιτισμού, δεν διαρρέουν καταθέσεις. Ποιο παιδί θα μιλήσει όταν βλέπει ένα άλλο παιδί με το ίδιο πρόβλημα να γίνεται πρωταγωνιστής στις κίτρινες φυλλάδες, στα βραδινά δελτία ειδήσεων, στις μεσημεριανές εκπομπές; Ποιο παιδί θα μιλήσει; Είμαστε όλοι κρίκοι μιας αλυσίδας που θα πρέπει πραγματικά να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να προστατέψει την ανηλικότητα, να προστατέψει από έναν νέο τραυματισμό για να μπορέσει να κάνει τα σκοτάδια φως. Διαφορετικά θα είμαστε πάντα εκεί, στο σκοτάδι».
Εκ μέρους του του Χαμόγελου του Παιδιού, η ψυχολόγος Φωτεινή Παπαδάτου, αναφέρθηκε στη στήριξη του οργανισμού στην σχολική κοινότητα τονίζοντας ότι: «Τα περιστατικά βίας είναι δύσκολες καταστάσεις και κατά περίσταση χρειάζονται και μια ειδική διαχείριση. Οπότε για εμάς είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουν καταρχάς οι εκπαιδευτικοί ότι είμαστε δίπλα τους και τοπικά, αλλά και πανελλαδικά και μπορούν 24 ώρες το 24ωρο μέσα της εθνικής τηλεφωνικής γραμμής SOS για τα παιδιά 1056 να επικοινωνούν μαζί μας για να μπορέσουμε να τους υποστηρίξουμε πιο εξειδικευμένα. Λειτουργούμε και σε επίπεδο πρόληψης, αλλά και σε επίπεδο αντιμετώπισης και διαχείρισης. Οπότε μπορούν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές/τριες των σχολείων να μας καλέσουν για να υλοποιήσουμε προγράμματα είτε επιμορφωτικά για τους εκπαιδευτικούς, είτε ευαισθητοποίησης και πρόληψης για τους μαθητές, τις μαθήτριες και τους γονείς/κηδεμόνες. Επίσης μπορούν να μας καλέσουν όταν υπάρχουν κάποιες ενδείξεις, κάποιος προβληματισμός, μια ανησυχία για κάποιο παιδί, για κάποια οικογένεια ότι μπορεί να βιώνουν κάποια μορφή βίας, είμαστε 24 ώρες στη διάθεσή τους προκειμένου να δούμε πως μπορούν να το διαχειριστούν αυτό το περιστατικό».
«Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να μεγαλώνει σε υποστηρικτικό περιβάλλον»
Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να μεγαλώνει σε υποστηρικτικό περιβάλλον, σημείωσε στην παρέμβασή του ο Αλέξανδρος Πεδιαδίτης, σχολικός σύμβουλος σημειώνοντας τα υψηλά ποσοστά παιδικής κακοποίησης που καταγράφονται στη χώρα εκ των οποίων μόλις το 1% φτάνει στην αστυνομία και στην εισαγγελία. Δεν μπορούμε να γίνουμε συνένοχοι στην συγκάλυψη τόνισε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορούμε να γίνουμε συνένοχοι στο γεγονός αυτό και σιωπηλοί στο πρόβλημα. Είναι αναγκαίο να ξαναθυμηθούμε τους λόγους που γίναμε δάσκαλοι. Είμαι βέβαιος πως εάν τους θυμηθούμε αυτούς θα μπορέσουμε να σταθούμε ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα και να δούμε την αλήθεια. Η υποψία και οι ενδείξεις μιας περίπτωσης παιδικής κακοποίησης ή παραμέλησης δεν μπορεί να είναι «μουτζούρης». Έχει πρόσωπο και θα πρέπει να είμαστε εκεί και να ενεργήσουμε, κι όχι να το διώξουμε. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στον νόμο, αλλά και ανθρώπινη ηθική υποχρέωση στην περίπτωση κακοποίησης ή παραμέλησης που έτυχε να έρθει στα χέρια μας να τη βγάλουμε από το σκοτάδι και να τη φέρουμε στο φως. Να σπάσουμε αυτόν τον στενό κύκλο της σιωπής ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα. Να στηρίξουμε το παιδί, κι όμως δεν μπορούμε και δεν πρέπει να παραστήσουμε ούτε τον ανακριτή, ούτε τον εισαγγελέα, ούτε την αστυνομία. Μεταφέρουμε λοιπόν άμεσα τα γεγονότα εάν είναι πολύ σοβαρά και υπάρχουν ενδείξεις στην εισαγγελία και ζητάμε βοήθεια από τις αρμόδιες δομές».
«Το παιδί που δεν μπορεί να βοηθηθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον, μόνο στο σχολείο μπορεί να βρει την υποστήριξη. Μόνο το σχολείο θα μπορούσε να το βοηθήσει με κάποιον τρόπο. Σήμερα είναι η ευκαιρία όλα αυτά τα σκόρπια που γνωρίζουμε να μην περιμένουμε να παρουσιαστούν μπροστά μας, αλλά να τα οργανώσουμε και να τα χρησιμοποιούμε» τόνισε από την πλευρά του ο Στέργιος Χατζάκης.
Από την πλευρά του ο σχολικός σύμβουλος, Ηλίας Δασκαλόπουλος, σημείωσε ότι «Ένα παιδί κακοποιημένο ή παραμελημένο αντιμετωπίζει σίγουρα τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά και συναισθηματικά προβλήματα, τα οποία δημιουργούν πληγές μόνιμες. Θέλει πολλή δουλειά για να επανέλθει. Ο δικός μας ρόλος είναι να μπορέσουμε, επειδή βρισκόμαστε πολλές ώρες με τα παιδιά, να διαπιστώσουμε αλλαγές στη συμπεριφορά τους έτσι ώστε να μας δώσουν σημάδια που να υποδηλώνουν ότι κάτι μπορεί να συνέβη. «Ο ρόλος μας είναι να προστατέψουμε τα παιδιά».
Χαιρετισμό στη διάρκεια της εκδήλωσης την οποία παρακολούθησαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι εκπαιδευτικοί απηύθυναν η Μαρία Καββάλου, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Π.Ε.Ρ., ο Γιώργος Μαρινάκης, δήμαρχος Ρεθύμνου, ο διευθυντής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Λάμπρος Καρβούνης, Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Μανούσος Μαραγκάκης. Χαιρετισμό απέστειλε ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης Κρήτης Μανόλης Καρτσωνάκης, ενώ διαδικτυακά έκανε παρέμβαση ο πρόεδρος του Χαμόγελου του Παιδιού, Κώστας Γιαννόπουλος.